19/3/23

Γιατί ξανά ζωγραφική;

(Γιάννης Κονταράτος, “Επιτάφιος θρήνος. Εννέα παραλλαγές”, Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος)

Του Κώστα Βούλγαρη

Δεν παρακολουθώ πια συστηματικά, όπως παλαιότερα, την εικαστική κίνηση, για έναν και μόνο λόγο: την επαναλαμβανόμενη, με μύριους τρόπους, εκφραστική αμηχανία των εικαστικών καλλιτεχνών. Αμηχανία που όταν δηλώνεται, άπαξ, είναι απολύτως θεμιτή. Όταν όμως επαναλαμβάνεται στο διηνεκές, υποκαθιστά, και εν τέλει σχετικοποιεί την απουσία αισθητικού προτάγματος. Ακόμα και η επίσης θεμιτή έξοδος της εικαστικής δημιουργίας από το πλαίσιο του τελάρου οφείλει να οργανώσει νέο πλαίσιο, νέα αφήγηση, νέο πρόταγμα, δεν αποτελεί αυταξία. Και, φυσικά, το τελάρο δεν αποτελεί αυτόχρημα μια «ξεπερασμένη» επιλογή, όσο και αν πια σπανίζουν τα έργα αυτής της κατηγορίας.
Ο Γιάννης Κονταράτος κάνει ζωγραφική τελάρου. Αναμετράται έτσι με τη μεγαλύτερη εικαστική παράδοση. Και η παρούσα έκθεσή του αναμετράται επίσης με όσους προηγήθηκαν σε μία από τις θεματολογικά μεγαλύτερες παραδόσεις, αυτή του επιτάφιου θρήνου.
Οι θρηνούσες μορφές του δεν έχουν πρόσωπο. Γιατί ο θρήνος δεν έχει πρόσωπο. Είναι το όλο σώμα, με τη στάση του και το αδρό περίγραμμά του, που θρηνεί. Το πρόσωπο χωνεύεται μέσα στο σώμα, στην ύπαρξη. Γι’ αυτό και η μακρά, πολυσχιδής παράδοση της κάλυψης του προσώπου, με μαντήλι, με βέλο ή απλώς με τις παλάμες. Κάλυψη εν μέρει ή εν όλω.
Ο Κονταράτος δεν καλύπτει το πρόσωπο, αλλά το αδειάζει. Με αυτό τον τρόπο, το πρόσωπο, όπως και ο θρήνος, αποκτούν μια καθολικότητα. Όχι ως αοριστία, αλλά ως συμπερίληψη των πολιτισμικών μεταμορφώσεων της αρχέγονης σκηνής του επιτάφιου θρήνου.
Στα έργα του Κονταράτου, τα σώματα που θρηνούν είναι γυναικεία. Όχι γιατί οι άρρενες αποκλείονται από τον θρήνο, αλλά γιατί ετούτοι, τουλάχιστον αναπαραστατικά και συμβολικά, έχουν ταυτιστεί με την ισχύ, δηλαδή με ένα από τα αίτια του θανάτου και του συνακόλουθου θρήνου, αίτιο σύνηθες και πάντα δραματικότερο, που συνεπάγεται απείρως μεγαλύτερη ένταση της θρηνητικής διαδικασίας.
Ο επιτάφιος θρήνος δεν αποτελεί προνόμιο της χριστιανικής παράδοσης, είναι επίδειξη ισχύος να διεκδικείται από αυτήν. Από την αρχαία τραγωδία μέχρι σήμερα, αποτελεί έναν κοινό τόπο, όπως κοινός τόπος είναι και ο θάνατος.
Οι καλυμμένες όμως με ολόσωμο χιτώνα μορφές του Κονταράτου συνομιλούν με το παρόν. Είναι γυναικείες μορφές που παραπέμπουν π.χ. στην Συρία ή το Αφγανιστάν, εκεί όπου ο θάνατος επί δεκαετίες είναι πιο βίαιος και ο θρήνος ασύγκριτα πιο υπαρξιακός. Γι’ αυτό και μία από τις παραλλαγές έχει το ταυτοτικό, πράσινο χρώμα του Ισλάμ.
Εκτός από τις θρηνούσες γυναικείες σωματικές μορφές, στα έργα του Κονταράτου εμφαίνονται και μέλη ή μέρη του σώματος του νεκρού. Μέλη και μέρη, και ποτέ ολόκληρο το σώμα, τού ή τής νεκρού. Που έτσι συνομιλούν με την “Γκερνίκα” του Πικάσο. Συμπληρώνοντας νοηματικά, και δηλώνοντας εμφατικά, τη μετάβαση από τον θάνατο της εποχής της νεωτερικότητας, στο όνομα της προόδου, στους θανάτους της εποχής μας, χωρίς πολιτικές αναφορές, με πρωτόγονα κοσμοείδωλα (τέτοιο είναι και το χριστιανικό, όση μεγάλη ποίηση και εικονοποιία κι αν παρήγαγε).
Ναι, εδώ και ο Κονταράτος την αμηχανία του καταγράφει, όμως είναι η αμηχανία που αναδεικνύει την ανάγκη νέων προταγμάτων, αισθητικών και κοσμοθεωρητικών, που θα νοηματοδοτούν τον θάνατο και τον επιτάφιο θρήνο, όχι ως προσωπικό και οικογενειακό συμβάν αλλά ως κάτι περισσότερο, ευρύτερο, όπως και είναι. Κάνει ζωγραφική, κάνει τέχνη, θεματολογικά πηγαίνει στο αρχέγονο ερώτημα: ζωή-θάνατος και νοηματοδότησή τους. Να η βάση δημιουργίας του νέου προτάγματος.
Τα χρώματα του Κονταράτου, σε κάθε παραλλαγή, δεν έχουν τονικές διακυμάνσεις, ούτε εμφιλοχωρεί το ένα μέσα στο άλλο. Απλώνονται πάνω στον καμβά, μιλώντας το καθένα τον λόγο του και τον πόνο του. Και δεν είναι ένα, αλλά πολλά χρώματα, διαφορετικά σε κάθε μία από τις εννιά παραλλαγές. Μόνο το μαύρο απουσιάζει...

[Ο κατάλογος της έκθεσης, τυπωμένος άψογα από τον Γ. Κωστόπουλο, περιέχει και μια μακρά συνέντευξη-αναδρομή του Γιάννη Κονταράτου, στο όλο έργο του]

Γιάννης Κονταράτος, Χωρίς τίτλο, 2019, λάδι σε πανί, 215 x 220 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου