5/3/23

Μια μαγική εικόνα

Ελένη Βερναδάκη, Κολώνα, κεραμικό, ύψος: 23.5 εκ., διάμετρος: 48 εκ.

Της Μάγιας Στάγκαλη*

WILLIAM FAULKNER, Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!, εκδόσεις GUTENBERG, μετάφραση - εισαγωγή Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, σελ. 526

Η εφιαλτική ορμή του Φώκνερ είναι συχνά αντάξια του Σαίξπηρ
Χόρχε Λουίς Μπόρχες

Το έργο του αμερικανού συγγραφέα Ουίλιαμ Φώκνερ (1897-1962) “Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!” εκτυλίσσεται την περίοδο 1807-1909 στην επινοημένη -από τον ίδιο –κομητεία Γιοκναπατόφα του Μισισιπή. Μέσα από τις επικαλυπτόμενες και ταυτόχρονα διαφορετικές διηγήσεις των χαρακτήρων του κειμένου παρακολουθούμε την άνοδο και την πτώση του γαιοκτήμονα Τόμας Σάτπεν και του οίκου του. Πρόκειται για μια συμβολική περιγραφή, στην κλίμακα μιας οικογένειας, της βαθμιαίας παρακμής του αμερικανικού Νότου. Η δράση ή μάλλον η αφήγηση του παρελθόντος αρχίζει το 1909 με την συνάντηση του νεαρού Κουέντιν Κόμσον και της γηραιάς δεσποινίδας Ρόζας Κόλντφιλντ.
Ο Τόμας Σάτπεν, παιδί μιας πολύ φτωχής οικογένειας, γεννημένος στα βουνά της Δυτικής Βιρτζίνια εμφανίζεται το 1833, σε ηλικία εικοσιπέντε ετών στο Τζέφερσον της κομητείας Γιοκναπατόφα. Είναι ένας άγνωστος στην περιοχή γαιοκτήμονας που αγόρασε εκατό τετραγωνικά μίλια γης από έναν Ινδιάνο φύλαρχο έναντι πολύ χαμηλού αντιτίμου. Εγκαθίσταται με ένα “μπουλούκι άγριων μαύρων σκλάβων” που έφερε μαζί του, στο Κατοστάρι του Σάτπεν, όπως λένε την ιδιοκτησία του οι κάτοικοι της περιοχής, και βάζει σε εφαρμογή το σχέδιο ίδρυσης μιας δυναστείας. Χτίζει το σπίτι του, σε μέγεθος δικαστικού μεγάρου, δημιουργεί τη φυτεία του και κάνει οικογένεια. Από τον αξιοσέβαστο, αν και όχι πλούσιο, γάμο του αποκτά δυο παιδιά, τη Τζούντιθ και τον Χένρι. Εκτός από τα νόμιμα παιδιά του υπάρχουν ακόμη δυο, η μαύρη Κλάιτυ που ζει στο σπίτι του ως παρακόρη και ο Τσαρλς Μπον. Η Κλάιτυ (Κλυταιμνήστρα) προέρχεται από τη σχέση του με μια σκλάβα και ο Μπον από προηγούμενο γάμο του στην Αιτή. Ο Σάτπεν εγκατέλειψε την πρώτη του σύζυγο και τον γιο του όταν ανακάλυψε ότι στην οικογένεια της γυναίκας του υπήρχε “μαύρο αίμα”, κάτι που στην αντίληψη του θα κατέστρεφε το σχέδιο της κοινωνικής του ανέλιξης.
Ο Μπον εμφανίζεται, ως φίλος του Χένρι, σε ηλικία τριάντα ετών με τη μυστική, αγωνιώδη προσμονή της πατρικής αναγνώρισης την οποία δεν λαμβάνει ποτέ. Απελπισμένος κινείται από ανάμεικτα αισθήματα αγάπης και εκδίκησης και επιδιώκει να παντρευτεί την αδελφή του, Τζούντιθ, η οποία δεν γνωρίζει τίποτα για το οικογενειακό δράμα. Ο Χένρι, ενημερωμένος από τον πατέρα του, ενώ προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα της αιμομιξίας είναι αδύνατον να επιτρέψει την φυλετική επιμειξία και σκοτώνει τον αδερφό του. Η πατρική απόρριψη του γιού με το “μολυσμένο αίμα” θα αφανίσει ολόκληρη την οικογένεια ενώ ο πατριάρχης Σάτπεν, εγκλωβισμένος στην εμμονή του, αδυνατεί να εντοπίσει το εγγενές λάθος του σχεδίου του και να αρθεί στο ύψος του τραγικού ήρωα.
Η σκληρότητα που είχε υποστεί ο ίδιος ο Σάτπεν ως παιδί για ταξικούς λόγους, καθώς ήταν πολύ φτωχός, και η οποία τον οδήγησε στη σύλληψη του φαντασμαγορικού σχεδίου μιας δυναστείας, αναπαράγεται από τον ίδιο απέναντι στο δικό του παιδί για φυλετικούς λόγους. Τον Σάτπεν δεν τον οδηγεί στην καταστροφική του συμπεριφορά η αποστροφή προς τους μαύρους, αλλά ο υπολογισμός. Η πεποίθηση - μέσω της οποίας διασταυρώνεται στο κείμενο το ταξικό με το φυλετικό ζήτημα - ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει μέλος του αριστοκρατικού Νότου αν υπάρχει φυλετική επιμειξία στην οικογένεια του.
Σε αυτό το σημείο μπορούμε να σταθούμε στον χαρακτήρα της Τζούντιθ (Ιουδήθ), μια από τις βιβλικές αναφορές του κειμένου. Ανύμφευτη χήρα, ακατάβλητη και καρτερική, ερωτευμένη με τον ετεροθαλή αδελφό της, αποτελεί, ως λογοτεχνική κατασκευή, έκφραση σεβασμού του συγγραφέα για τις γυναίκες, τις δυσκολίες της ζωής τους και την αξιοπρέπεια τους.
Ως άξονες του κειμένου μπορούμε να θεωρήσουμε τον χρόνο, τη φύση της αλήθειας, την ανάγκη αναγνώρισης και τον ρατσισμό. Όλα αυτά στο περιβάλλον της ήττας του Νότου που χαρακτηρίζει σχεδόν ολόκληρο το έργο του συγγραφέα.
Στον Κόσμο του Φώκνερ το Παρελθόν είναι διαρκώς παρόν. Το άτομο είναι το Παρελθόν του. «Δεν είμαι, ήμουν» λέει ένας χαρακτήρας στο άλλο μεγάλο του έργο, Η Βουή και η Μανία. Τα γεγονότα στο Αβεσσσαλώμ, Αβεσσαλώμ δεν εμφανίζονται μέσα στην τάξη της χρονολογικής σειράς αλλά εντός της χρονικότητας που ορίζεται από την ένταση του δράματος. Καταλαβαίνουμε τον φωκνερικό χρόνο όταν παραιτούμαστε από τη λογική τακτοποίηση του χρόνου και εισχωρούμε στην πραγματικότητα που διαμορφώνουν οι προτεραιότητες του ψυχισμού.
Το έργο έχει τη δομή μαγικής εικόνας. Είναι σαν κινούμενο παζλ τα κομμάτια του οποίου αλλάζουν θέση και δημιουργούν διαφορετικές εκδοχές χωρίς να υπάρχει βασική, σωστή εικόνα. Η ιστορία που αφηγούνται οι χαρακτήρες του κειμένου, ενώ είναι η ίδια, διαμορφώνεται κάθε φορά από τη σχέση παρατηρητή-παρατηρούμενου. Ο Σάτπεν είναι μια φιγούρα που κινείται, στο πεδίο των αφηγήσεων, από τη δαιμονοποίηση και τη σαγήνη έως την πεζότητα και την αθωότητα λόγω ακατανοησίας. Από αφηγητή σε αφηγητή έχουμε μια διαρκώς μεταβαλλόμενη ιστορία και το μυθιστόρημα στο σύνολο του αποτελεί στοχασμό πάνω στη φύση της αλήθειας. Με τη μέθοδο της πολλαπλής αφήγησης ο Φώκνερ συνθέτει μια μη στατική πραγματικότητα και ως επίταση της θέσης του για τη ρευστότητα της αλήθειας μας δίνει, από το όγδοο κεφάλαιο και μετά, όχι μόνο γεγονότα πολλαπλώς ερμηνευμένα αλλά κατασκευές γεγονότων, από δύο χαρακτήρες του έργου, μέσω της αλληλοαναίρεσης ή της σύνθεσης εικασιών χωρίς να διευκρινιστεί ποτέ η σχέση τους με την πραγματικότητα του μυθιστορήματος.
Ο τίτλος του έργου - αναφορά στη Βίβλο, συγκεκριμένα στον θρήνο του Δαυίδ για τον θάνατο του αδελφοκτόνου και εξεγερμένου γιου του, Αβεσσαλώμ - μπορούμε να υποθέσουμε ότι εκφράζει την αγωνία για την καταστροφική πορεία του Νότου.
Με τη ρατσιστική αδελφοκτονία του Χένρι και την απόρριψη από τον πατριάρχη Σάτπεν του γιού του, επίσης για ρατσιστικούς λόγους, αποδίδεται συμβολικά η βαρβαρότητα της νότιας κοινωνίας απέναντι στον μαύρο πληθυσμό της. Η αγωνία εκμηδένισης που νοιώθουν οι χαρακτήρες του έργου, λόγω του κώδικα τιμής του Νότου, έχει ως αποτέλεσμα πράξεις που τους οδηγούν στην καταστροφή τους.
Στο κατοστάρι του Σάτπεν ένας σκοτεινός άνεμος που φυσάει από παντού θα σαρώσει οράματα και προσδοκίες ενώ η αγάπη δεν θα σώσει κανέναν. Στο τέλος θα μείνει το κουφάρι ενός σπιτιού, ένας μαύρος δισέγγονος του Σάτπεν μειωμένης αντίληψης και ένας διάλογος φαντασμάτων να αντηχεί στις ερημιές:
“…-Είσαι αδελφός μου.
-Όχι, δεν είμαι αδελφός σου. Είμαι ο νέγρος που θα κοιμηθεί με την αδελφή σου. Εκτός αν μ’ εμποδίσεις Χένρι”.

*Η Μάγια Στάγκαλη είναι εργαζόμενη στην Αυγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου