12/2/23

Προς μια ποιητική γνωσιολογία

Παναγιώτης Δαραμάρας, Κήπος, 2022, βιβλίο και καλάμι, 25 x 17 x 20 εκ. 

(Συνεχίζοντας τη συζήτηση του Αλέξιου Μάινα και του Πέτρου Πολυμένη)

Του Βασίλη Ντόκου*

Προσφέρει γνώση η ποίηση; Αν συνέβαινε αυτό, δεν θα είχε να κάνει με τη βεβαιότητα μιας ή περισσότερων αληθειών; Αλλά ούτε η ποίηση ούτε βέβαια και η φιλοσοφία προσφέρει μια τεκμηριωμένη γνώση. Τότε σε τι συνίσταται η σημασία τους, πού έγκειται η αξία τους σε σχέση με το γνωστικό πεδίο; Μήπως στη δευτερογενή γνώση σε σχέση με τη σκοπιμότητα, δηλαδή τη χρήση των συσσωρευμένων γνώσεων, η μεν με αισθητικό η δε με στοχαστικό τρόπο; Κι αν ο τρόπος της πρώτης, με την οποία έχει να κάνει αυτό το κείμενο, είναι αισθητικός, οι αισθήσεις τι ρόλο παίζουν στην κατεξοχήν γραπτή εκδοχή της; Κι αν το πρωτογενές όργανο αντίληψης της πραγματικότητας είναι το σώμα μας κάτω από ένα υπερτροφικό πνεύμα, τότε δεν είναι κάτι σαν ένα υπό-κείμενο, όπως άλλωστε και το ποίημα σήμερα, σε σχέση με μια οιονεί ιεράρχηση της τεχνολογικής-οικονομικοτεχνικής και ολοένα πιο αφαιρετικής πραγματικότητας που βιώνει το σύγχρονο υποκείμενο της γνώσης;
Για να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά, η ποίηση ως τέχνη, και όχι απλή εξομολόγηση, ιδεολογική παρέμβαση και γενικότερα εκτόνωση παντός είδους ανάγκης, αποσκοπεί σε μια αισθητικά άρτια μορφή, με κάθε άλλη ετερογενή προς αυτό χρήση και αξία (κοινωνική, πολιτική, παιδευτική) να απορρέει έμμεσα ως δευτερογενές αποτέλεσμα της προσπάθειας του ποιητή να τελειοποιήσει τη μορφική του υπόσταση, σύμφυτη των μέσων, δηλαδή κυρίως των λέξεων στη διαλεκτική τους με τη σιωπή, ως φορέων σημασιών που απαρτίζουν μεταξύ άλλων και την όποια βιωματική μαρτυρία του ποιήματος, αλλά οφείλουν να αφομοιωθούν στο πρωτογενές νόημα της μορφολογίας του ως έργου ποιητικής τέχνης. Και ακριβώς επειδή το τελικό νόημά του το φέρει η μορφή εκπληρώνοντας τη φύση του ως τέτοιου, αυτό το «νόημα του νοήματός» του όπως το αποκαλούσε ο Τζορτζ Στάινερ σε αντίθεση με τη χρηστική νοηματική του απόδοση, δεν είναι ποτέ συνειδητό, δηλαδή κοινοποιήσιμο, αλλά υπαρκτό με όλους τους τρόπους του ποιήματος. Και είναι αυτή η τελεολογία που προσδίδει στο ποίημα την καντιανή σκοπιμότητα χωρίς σκοπό.
Όντας όμως έτσι ανιδιοτελές ως προς τους πρακτικούς σκοπούς της ζωής, αυτή η οιονεί υπερβατική σκοπιμότητά του σε σχέση με τις άλλες ωφελιμιστικές πρακτικές, μήπως του εξασφαλίζει μια έμμεση και δευτερογενή γνώση που απορρέει από την κρίση της χρήσης, δηλαδή της σκοπιμότητας των υπαρχουσών γνώσεων; Και μήπως ως αισθητικό ον επιτρέπει τη συμμετοχή και των αισθήσεων του σήμερα παραγκωνισμένου, όπως και το ίδιο το ποίημα λέω ξανά, σώματος σε αυτή την οιονεί έμμεση αξιολόγηση;
Αν όμως η γραφή είναι η πρώτη και σημαντικότερη ανθρωπολογικά αφαίρεση από το σώμα, τότε πώς συμμετέχει αυτό στο γραπτό ποίημα, αν όχι μέσω της διακοπτόμενης απ’ τη ρυθμολογία της ανάσας υλικής αντιστοιχίας του με τις εξίσου αισθητές λέξεις, που είναι και η πρώτη ύλη της ποίησης; Έτσι αυτές για να τηρούν ταυτόχρονα τους δύο βασικούς όρους του παρόντος κειμένου ως τώρα, δηλαδή την υλική αίσθηση του σώματος και την αισθητική ανιδιοτέλεια σε σχέση με αλλότριους του ποιήματος σκοπούς, οφείλουν να επιτρέπουν τη μη συνειδητή ανάδυση στο νεύμα −πέρα απ’ το πνεύμα− ενός σώματος, που διεκδικεί το δικό του «νόημα του νοήματος» ως ανθρώπινη αρθρωτή και έναρθρη ύλη, εκπληρούμενο στο μέτρο του δυνατού λόγω της φαινομενικότητάς του ως έργου τέχνης −κανένα πέρασμα μες απ’ το ποίημα δεν αφήνει σημάδια στο σώμα− με την ποιητική έκφρασή του.
Κάθε ποίημα, ακόμη και ως κατάφαση προς αυτήν, είναι μια συνειδητή ή ασύνειδη άρνηση της πραγματικότητας που υποδεικνύει μια καλύτερη εναλλακτική της. Και αυτό συμβαίνει γιατί ο αισθητικός-μορφολογικός τρόπος του ως αυτοσκοπού λειτουργεί τροχιοδεικτικά για τις ανθρώπινες πρακτικές μιας μελλοντικής κοινωνίας που θα έχει καταστήσει το ανθρώπινο σώμα επίσης αυτοσκοπό. Εκεί θα υπερβεί το διχασμό του σε «είμαι το σώμα μου» και «είναι το σώμα μου», καθώς θα γίνει μέσο και σκοπός και η πρωτογενής γνώση μέσω των αισθήσεων θα επιστρέψει, αφαιρετικά μεταλλαγμένη και επικαιροποιημένη μέσω γραφής και τεχνολογίας, για να το υπηρετήσει. Και τότε κάθε σημαντική ποιητική κατάθεση θα έχει συνεισφέρει στην ασύνειδη γνωσιολογία του ποιήματος, που περικλείοντας όλες τις άλλες σκοπιμότητες της γνώσης θα τις προσανατολίζει με κατεύθυνση το ανθρώπινο σώμα και τις ευαισθησίες του για τα άλλα όντα, αναδεικνυόμενη αναδρομικά στην πιο σημαντική των καιρών μας.

*Ο Βασίλης Ντόκος είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου