5/2/23

Ευτυχείς νοσούντες

Της Λίλυς Εξαρχοπούλου*

ΒΑΚΗΣ ΛΟΪΖΙΔΗΣ, Ψεύτικο τζάκι, Αθήνα, εκδόσεις Μανδραγόρας, σελ. 62

Τι είναι ψεύτικο και τι δεν είναι σε μια εποχή όπου όλα μοιάζουν κίβδηλα και πλαστά και οι περισσότερες ειδήσεις είναι fake, μια λέξη που μοιάζουν να γνωρίζουν όλοι ακόμη και όσοι δεν έχουν γνώσεις της αγγλικής. Με αυτές τις σκέψεις ξεκίνησα την ανάγνωση της καινούργιας ποιητικής συλλογής του Βάκη Λοϊζίδη, Κύπριου ποιητή και εικαστικού, «Ψεύτικο τζάκι». Άμα μάλιστα το τζάκι παραπέμπει στη θαλπωρή, στο σπίτι, ακόμη και στην ίδια τη γενέθλια Κύπρο τότε το όλο εγχείρημα θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον…
Τα σπίτια έχουν αλλάξει, τώρα ζούμε σε «μια πόλη/που κατολισθαίνει/ και βιώνει την κατολίσθηση/ ως κάτι τι άκρως ποιητικό» («Λεπτομέρειες»). Μνήμες της παιδικής ηλικίας στοιχειώνουν τον ποιητή: σπίτια που βρίσκονται σε κατεχόμενα πλέον εδάφη, το παλιό σχολείο, οι παππούδες και οι γονείς του. Η σημερινή εποχή μπορεί να αναθεωρεί και να εκσυγχρονίζει κάποια παλιά δεδομένα αλλά διακατέχεται από απανθρωπισμό με αποτέλεσμα να «Επιβιώνουμε ως ευτυχείς νοσούντες/ σε σαπισμένο φύλλο» («Ευτυχείς νοσούντες») κι ας είναι χρυσοπράσινο (Ν. Γκάτσος) κι ας υπάρχουν ακόμη κάποιοι «άνθρωποι που με μια χειρονομία /αλλάζουν την εικόνα του κόσμου» («Με μια χειρονομία»).
Ο ποιητής δεν ξεχνά ποτέ τον τόπο του και τους ανθρώπους του, τα καλά και τα κακά τους αλλά δείχνει να συναισθάνεται τα λάθη και να θλίβεται που «Στη γεωγραφική μας θέση/ φορτώσαμε την ευθύνη/ της αλλοπρόσαλλης πορείας,/ την έπαρση, τον κατατρεγμό.» («Γεωγραφική θέση»). Όταν μάλιστα μαζί με τη γεωγραφική θέση υπάρχει ως αγκάθι και η παιδεία που όλοι λάβαμε: «Γέμισαν την ψυχή μας/ Αχαιούς και μεγάλες ιδέες. Ποιος θέλει να βάλει τα παιδιά/ στο κλουβί με τις σημαίες;/ Στη στεγνή κοίτη/ ο τόπος κυριολεκτεί/ απέναντι στον χρόνο» («Έχει τέλος το παραμύθι»). Πολύ δε περισσότερο που η σημαία της Κύπρου στην οποία απευθύνεται ο ποιητής στο «Ξεκουράσου, σύμβολο» φέρει τα χαρακτηριστικά μιας δύσκολης τρόπον τινά ουδετερότητας και έτσι «Δεν αγαπήθηκες./ Δεν κυμάτισες/ σχεδόν ποτέ/ μόνη» αλλά σχεδόν πάντα για να «καταξιωθεί» −τρόπος του λέγειν− ορθώνεται με συνοδό την ελληνική (ίσως και την τουρκική) ή έστω του ΟΗΕ. Ο βιωμένος εσωτερικός θρήνος για το νησί του ενυπάρχει σε κάθε ποίημα «Τι να τα κάνω τα ψηφίσματα» μια κι η Λευκωσία «δεν βρίσκει μέλλον» στα πονήματα των ποιητών της. Εξομολογείται λοιπόν πως «Μας στράβωσε το Βασιλεύουσα» και στον επόμενο στίχο σπαράζει τον τίτλο του ποιήματος «Καλύτερα να τη λέμε Φαμακούστα». Όπου η Φαμακούστα για όσους από ημάς τους καλαμαράδες αγνοούμε είναι η Αμμόχωστος (Famagusta στα αγγλικά).
Ο Λοϊζίδης εμπνέεται επίσης από την ποίηση και τον ρόλο που παίζει, ή ενίοτε παύει να παίζει, στη ζωή μας όπως φανερώνουν πολλοί τίτλοι μεμονωμένων ποιημάτων: «Οι ποιητές», «Η ποίηση δεν είναι τρόπος να αποξηράνουμε τη ζωή», «Ο Παλαμάς των μαθητικών μας χρόνων», «Ηλεκτρονικό μήνυμα Ανδρέα Κάλβου Ιωαννίδη», «Ποίηση και κεντητική», «Χαρούμενο ποίημα» αλλά και το «Ενύπνιο», στο οποίο εμφανίζεται ο Καβάφης. Αποτείνει φόρο τιμής σε δύο πρόσφατα απολεσθείσες προσωπικότητες της σύγχρονης Κύπρου (Λεύκιος Ζαφειρίου, Νίκη Μαραγκού) και μνημονεύει με τρυφερότητα και δέος τον Κώστα Μόντη. Παράλληλα, ενίοτε συνομιλεί με άλλους τεθνεώτες ή μη ποιητές (Σεφέρης, Καρούζος, Παπατσώνης, Λεοντάρης, Δαράκη), τους οποίους μνημονεύει στις σημειώσεις που μαζί με το γλωσσάρι κλείνουν το βιβλίο. «Το ρίγος δεν έχει να κάνει τίποτα/ με τη φιλολογία» διατρανώνει.
Η ευαισθησία του ποιητή δεν θα μπορούσε να μη σχολιάσει την κλιματική αλλαγή, τα μεταναστευτικά ρεύματα αλλά και την αντιμετώπισή τους. Στον «Αγώνα του νερού» ο Λοϊζίδης μιλάει για τα μεταναστευτικά πουλιά αλλά και μόνον οι καταληκτικοί στίχοι «Αν είναι τυχερά πουλιά/ και δεν πιαστούν στα ξόβεργα,/ θα συνεχίσουν τον αγώνα του νερού/ κόντρα στην ανομβρία», παραπέμπουν ταυτοχρόνως στα προαιώνια μεταναστευτικά κύματα που εμείς, ως «ευτυχείς νοσούντες» και εσαεί αμνήμονες, επιμένουμε να ξεχνάμε. Έτσι στο συγκλονιστικό διαλογικό ποίημα «Θα κλείσουν το σχολείο» ξεκινά με τον στίχο «Γιατί η μάνα σου είναι Ρουμάνα» μνημονεύοντας τις αντιδράσεις κάποιων μελών της κοινότητας για τα σημερινά προσφυγόπουλα.
Στο «Τραγούδι του ανορθόγραφου» αλλά και στο «Γυρολόγος» κάνει την εμφάνισή της η πιο «ελαφριά» πλευρά του ποιητή. Στο δεύτερο χρησιμοποιεί ομοιοκατάληκτες στροφές που σε προηγούμενο ποίημα μοιάζει να απαρνείται, ενώ στο πρώτο αυτοσαρκάζεται και αυτοδικαιολογείται. Ψάχνοντας κανείς να βρει τι είναι αυτό που τον παρηγορεί και τον εμψυχώνει στη σημερινή δυσοίωνη εποχή, σίγουρα συμπεραίνει ότι είναι η θάλασσα (συχνές αναφορές) αλλά προπαντός ο ουρανός όπου περιοδεύουν απερίσπαστα τα θυσανάκια (συννεφάκια). Ή όπως εξομολογείται στο «Να με λεν θυσανάκι»: «Ήθελα να ’μουν/ αναποφάσιστο σύννεφο», για να υπογραμμίσει περιπαιχτικά λίγο αργότερα, «Ένας ουράνιος περιηγητής/ που συνεχώς αναβάλλει/ την κάθοδό του στη γη».
Η ποίηση του Λοϊζίδη ανασύρει μνήμες, θέτει ερωτήματα, αναζητά απαντήσεις σε έναν κόσμο που απανταχού καταρρέει ενώ ο ίδιος τον βιώνει σε μια διχοτομημένη πατρίδα. Αισθάνεται, ριγεί, παρατηρεί περιγράφει τοπία εσωτερικά και εξωτερικά. Μας μαθαίνει κυπριακές, ιδιωματικές πανέμορφες λέξεις όπως οι «Οκτωβρούδες» (χρυσάνθεμα) και τα «θυσανάκια», και επιμένει σε μια ποιητική όπου «Το ποίημα ως καρπός/ της ευτυχούς συνεύρεσης/ συγκίνησης και φαντασίας» («Συνεύρεση»).

*Η Λίλυ Εξαρχοπούλου είναι συγγραφέας

Μανταλίνα Ψωμά, Χωρίς τίτλο, λάδι σε καμβά, 220 x 150 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου