8/1/23

H ποίηση της αισθησιακής αμεσότητας

1897, The New Pretty Village, Mc Louehl Bros New York

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ, Μπαγιάτικα και άλλα ποιήματα, εκδόσεις Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη, σελ. 107

Η ποιητική του Βασίλη Αλεξίου, ακροβατώντας διαρκώς ανάμεσα στα μοντερνικά της πρότυπα και στην έντονη αίσθηση μιας παράδοσης, η οποία άλλοτε νοσταλγεί την καταγωγή της και άλλοτε νιώθει ένα είδος ασφυκτικού εναγκαλισμού μέσα στους ορίζοντες που η παράδοση αυτή έχει εξακολουθητικά διανοίξει, διαθέτει την προνομία της αισθησιακής αμεσότητας, η οποία εντέλει εκτρέπει τους μοντερνικούς της τροπισμούς σε σχήματα και εναισθήσεις δημιουργικής επανανάγνωσης των ποιητικών τόπων από τους οποίους αναδύεται.
Η αισθησιακή αμεσότητα των ποιητικών τρόπων του Αλεξίου ορίζει τη διάσταση του αισθητικού προσανατολισμού της ως διάσταση ενός σχεδίου ζωής και μιας φροντίδας εαυτού, ταυτίζοντας έτσι, μέσω της αμεσότητας, την αισθητική των ποιήσεών του με εκείνο που άμεσα είναι αυτό που είναι ο ποιητής τους. Εδώ άλλωστε βρίσκεται, κατά την αντίληψή μου, η πρωτοτυπία, αλλά συγχρόνως και η συμβολή της, στα μοντερνικά ίχνη τα οποία συσσωρεύονται μέσα στις ποιητικές βιώσεις τις οποίες ιστορεί, χωρίς να εξιστορεί, ο Αλεξίου.
Μπορεί οι οδοδείκτες των ποιήσεων του Αλεξίου να είναι απεικάσματα της ποιητικής παρακαταθήκης όμορων ποιητών, και κυριότατα του Μάρκου Μέσκου, του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου και του Τάσου Πορφύρη, όμως οι ποιητικοί του βηματισμοί τον ωθούν πέραν αυτών, στις ατραπούς και στους λαβυρίνθους της ανασυναρμολόγησης των απεικασμάτων, κατά τρόπον ώστε αυτό που τελικά συνθέτει την ποιητική του να είναι η δημιουργική ανασύνταξη των ιχνών, μια άλλη οδός προς την αισθησιακή αμεσότητα του Αναγνώστη-Δημιουργού, ο οποίος ακούει το μη ακουστό που εμπεριέχεται στα ίχνη τα οποία ακολουθεί, όπως ακριβώς ένας ιχνηλάτης που συγχέει τα ίχνη και παίρνει διαφορετικούς δρόμους, αλλά ταυτοχρόνως εγγύτατα προς τα ποιητικά του θηράματα:
Εσείς που ακούτε δεν ακούτε. / Γερμένοι προς τα μέσα σας πηγάδια / τρυγάτε νήπιες φωνές της μνήμης. / Λέξεις που θέλατε να πείτε / και τις πνίξατε, / το λάλον ύδωρ της φωνής σας / που το στέγνωσαν / τα ψέματα του κόσμου / κι οι συμβάσεις / και της ανάγκης ο ζυγός / ο μισθοφόρος […] Μα εγώ,/ σας τα ανασταίνω!
Πολλές φορές ένας ιδιάζων ιμαζισμός αναδύεται μέσα από τα ποιητικά κείμενα του Αλεξίου: όχι ως δόγμα ποιητικής σύνθεσης, όπως ο κλασικός ιμαζισμός εδραιώθηκε μέσα στον μοντερνισμό, αλλά ως υποφώσκων ιμαζισμός ο οποίος ενδυναμώνει την εικονοποιία εκ των έσω, ακυρώνοντας τον συμβολισμό της ποιητικής εικόνας και επιτρέποντας στο παιχνίδι των εικόνων να συγκροτεί την ποιητική έκφραση και να μετατρέπεται σε όργανο της αισθησιακής αμεσότητας του ποιήματος:
Το καλοκαίρι γλιστράει / μέσα απ’ τα δάκτυλα/ σαν την άμμο / ελεημονώντας / τα στερνά λείψανα / της νοσταλγίας και της σμιξοσύνης. / Στην άκρη των ματιών σου / ο χειμώνας / μεταμφιεσμένος / σε δάκρυ / περιμένει…
Όμως, μια αιφνίδια νοσταλγία της παράδοσης που επιστρέφει στην καταγωγή της προσπαθεί να ανατρέψει τη μοντερνικότητα της ποιητικής μέσα από την ίδια τη μοντερνική ποιητική, να την ανατρέψει χωρίς να την ακυρώσει, αλλά αντίθετα να αφήσει στους μοντερνικούς τρόπους το αχνάρι της για να μην λησμονηθεί και να εξακολουθήσει να διαποτίζει τον μοντερνισμό με τον καιρό της παράδοσης και την παράδοση με τον καιρό του μοντερνισμού. Εδώ ο Αλεξίου φαίνεται σαν να «εξίσταται», σαν να εισχωρεί σε έναν Lebenswelt ο οποίος τον μεταφέρει από μια στιγμή της ποίησης σε άλλη ποιητική στιγμή, όχι για να γεφυρώσει τις στιγμές, αλλά αντίθετα για να τις απελευθερώσει, έτσι ώστε να γειτνιάζουν μέσα στο ίδιο ποιητικό περιβάλλον, μέσα στο περιβάλλον στο οποίο ο ποιητής επιχειρεί «μια περιφραστική σπουδή» (T. S. Eliot) με την ίδια αγωνία τότε και τώρα:
Στου Πλατυστόμου τα βουνά σύννεφα κουβεντιάζουν / μιλάν για ίσκιους μακρινούς που χάνονται το βράδυ / για της αυγής το κρύσταλλο, για της νυχτιάς το χάδι, / για των ανθρώπων τους καημούς, για των παιδιών το κλάμα.
Είναι πιθανόν η αισθησιακή αμεσότητα των ποιήσεων του Αλεξίου κάποιες φορές να σκοντάφτει, ή να συμπαρασύρει τα συσσωρευμένα ίχνη της σε μιαν έκθεση κατά παράθεση, σε ένα τοπίο κάπως άξενο γι’ αυτές, ή σε μια γλώσσα που δεν την μίλησαν, επειδή ήξεραν να μην την μιλούν, οι οδοδεικτικές τροχιές του. Ωστόσο, έστω κι έτσι, η εντιμότητα της ποιητικής του παραμένει το ασφαλές καταφύγιο των δυσκολιών της.

Στέφανος Ροζάνης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου