29/1/23

Το γλωσσικό παιχνίδι της ποίησης (2)

Άποψη της έκθεσης «Light Negative Positive – Η Ελληνικότητα της Χρύσας» στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά. Φωτ.: Σπύρος Κατωπόδης

Του Πέτρου Πολυμένη*

Ας περάσουμε στις ενδιαφέρουσες διακρίσεις που μας υπενθυμίζει ο Μάινας, στη σειρά άρθρων του, εδώ στις «Αναγνώσεις» της Κυριακάτικης Αυγής, περί θυμικής ποίησης, νοησιαρχικής, και υποκειμενικής, καθώς και ανάμεσα σε έκφρονα και έμφρονα ποίηση, διερωτώμενοι τι θα μπορούσαν να διαφωτίσουν από τα σημερινά είδη ποιητικής γραφής. H θυμική ποίηση αντιμετωπίζεται ως μεταφορική απόδοση ενός συναισθήματος (Χαίλντερλιν) ή ως ξεχείλισμα έντονων συναισθημάτων (Γουόρντσγουορθ). Στο αντίποδα αυτής βρίσκεται η νοησιαρχική ποίηση όπως την αποκαλεί ο Μάινας, με πρεσβευτές τον Μπωντλαιρ και τον Πόε, δίνοντας έμφαση στη σύνθεση. Το ποίημα δεν είναι κάτι που το βρίσκεις , κάτι που πέφτει από τον ουρανό, αλλά φτιάχνεται. Προκύπτει δε από συνειδητό σχεδιασμό και επιμέλεια, ανάλογα «με την ακρίβεια και την αυστηρή συνέπεια ενός μαθηματικού προβλήματος» (Πόε). Σε καθένα από αυτούς τους δύο πόλους αντιστοιχούν ποιητικές θεωρήσεις όπως η έκφρονα, που απηχεί τον πλατωνισμό (ασυνείδητη και ένθεη προέλευση των ποιημάτων, εν είδει επιφοίτησης), και η έμφρονα, κατά την οποία η ποίηση ευθυγραμμίζεται με τις άλλες λογοτεχνικές εκφρἀσεις (πεζογραφία, θεατρικά έργα) και δεν παύει να έχει μια τεχνική, να προκύπτει κατόπιν σχεδιασμού και έλλογων διεργασιών, πάντα μαζί με έμπνευση, την αναγκαία σε κάθε δημιούργημα.
Μία ακόμα διάκριση που επισημαίνει ο Μάινας είναι αυτή της υποκειμενικής ποίησης. Η ποίηση είναι υποκειμενική (εκπροσωπεί το υποκειμενικό γένος στη λογοτεχνία), σε αντιδιαστολή με την αφηγηματική πεζογραφία (αντικειμενικό γένος) και το δράμα (ως αντικειμενικό-υποκειμενικό). Η ποίηση εκπροσωπεί το υποκειμενικό στοιχείο στη λογοτεχνία, υπό την έννοια ότι το υποκείμενο μιλά πρωτοπρόσωπα για τον εαυτό του· περιεχόμενό της είναι ο εσωτερικός του κόσμος, η αισθανόμενη ψυχή. Τέτοιες διακρίσεις περιέχουν και μια αξιολογική χροιά: η ποίηση, ειδικά όταν δεν είναι στοχαστική, λόγω της καταγωγικής σχέσης της με το θυμικό, το υποκειμενικό και άρα το επιμέρους, τοποθετείται από τους ιδεαλιστές –σε αντίθεση με τους όψιμους ρομαντικούς– στο κατώτατο σκαλί της ιεράρχησης των λογοτεχνικών γενών.
Εκκινώντας από μια τέτοια χαρτογράφηση, άραγε η ποίηση του Καβάφη, ή του Σολωμού είναι θυμική ή νοησιαρχική; Είναι υποκειμενικό το ποίημα «Ο πρώτος και ο τελευταίος του Λίντιτσε» του Ρίτσου; Ακόμα και αν ο υπερρεαλισμός στην ιδρυτική του διακήρυξη ήθελε κατάργηση κάθε λογικής και απευθείας σύνδεση με το υποσυνείδητο, πώς πραγματώθηκε στο έργο ποιητών που κατ’ ομολογία τους επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από αυτόν, όπως ο Ελύτης; Οι διακρίσεις που μας υπενθυμίζει ο Μάινας, μπορούν να είναι διαφωτιστικές άπαξ και μας προτρέπουν να δούμε που δίνει έμφαση ο εκάστοτε ποιητής και το έργο, και όχι αν και κατά πόσο εντάσσεται καθ’ ολοκληρία στην τάδε ή δείνα κατηγορία.
Λαμβάνοντας υπόψη το πλατωνικό κατηγορώ ενάντια στην ποίηση, ότι αδυνατεί να προσφέρει στέρεη γνώση, άραγε υπάρχει γνώση και τι είδους είναι σε πολλά ποιήματα του Καβάφη, στη Σονάτα του Σεληνόφωτος του Ρίτσου, σε ποιήματα του Σαχτούρη, του Κάλβου, του Βρεττάκου, του Καρυωτάκη, ή του Καρούζου; Ακόμα και αν αναγνωριστεί στην ποίηση ότι διαθέτει τεχνική, με πλήθος εκφραστικών τρόπων και σχημάτων λόγου, αρκεί τούτο για να έχει σήμερα γνωσιολογική αξίωση; Μήπως πρέπει να απαλλαχτούμε οριστικά από μια τέτοια αξίωση και τελικά να δούμε μόνο τη θυμική όψη της ποίησης, το αυθόρμητο ξεχείλισμα των αισθημάτων δια των λέξεων, που εντέλει είναι αυτό που θα τη διαφοροποιήσει από τον εξειδικευμένο και ψυχρό λόγο των επιστημών; Παρόλ’ αυτά, δύσκολα αρνείται κάποιος τη γνώση που προσφέρουν ποιητικά έργα όπως ο Μπολιβάρ, ο Ύμνος εις την Ελευθερία, ή το Άξιον Εστί, ικανή μάλιστα να συμβάλει στην εικόνα που έχει ένα έθνος για τον εαυτό του.
Ας αφήσουμε ένα μικρό περιθώριο σε κάποια ποιητικά έργα, δια του τρόπου των λέξεων τους, να παρέχουν ερμηνεία έμμεσα και αισθηματοποιημένα. Έμμεσα υπό την έννοια του Κίρκεγκωρ, δηλαδή το έργο τέχνης κινούμενο σε μεταφορικό/ συμβολικό επίπεδο μιλάει έμμεσα στον καθένα, επιτρέποντάς του να το ξεδιπλώσει κατά βούληση, άρα και να το προσωποποιήσει. Αισθηματοποιημένα, υπό την έννοια ότι η ερμηνεία δεν είναι ανάλογη με εκείνη ενός δοκιμίου αλλά είναι ικανή να συγκινήσει, κάτι που συνδέεται και με την προαναφερθείσα προσωποποίηση.
Η αισθηματοποιημένη ερμηνεία μπορεί να αφορά το υποκείμενο, τόπους και άλλα πρόσωπα, λίγα ή πολλά (από το έτερον ήμισυ μέχρι έναν κοινωνικό σχηματισμό). Όλα τούτα όπως ρέουν μαζί με τον χρόνο. Αλήθεια, τι βαρύτητα μπορεί να έχει μια τέτοια ερμηνεία στην εποχή των επιστημών και της εξειδικευμένης γνώσης, που σήμερα αμφισβητεί τη γνωσιολογική εγκυρότητα όχι μόνο της ποίησης, ή της λογοτεχνίας, αλλά και της ίδιας της φιλοσοφίας; Η όποια της βαρύτητα μπορεί να έγκειται στη δυνατότητα, τόσο της εύρεσης στο σημείο διασταύρωσης εξειδικευμένων οπτικών, όσο και στο προσφέρειν μια εποπτική θέα, κάτι πιο συνολικό ως στάση ζωής. Με δυνατότητες προσωποποίησης, και χωρίς να προϋποτίθεται ένα εξειδικευμένο λεξιλόγιο. Το ποιητικό έργο που θα περιέχει μία αισθηματοποιημένη ερμηνεία αξιώσεων (σπάνιο αλήθεια, αν διατρέξει κανείς την ιστορία της ποίησης) ίσως και να έχει περισσότερο ενδιαφέρον από ένα ακόμα ποιητικό ηλιοβασίλεμα.

*Ο Πέτρος Πολυμένης είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου