Του Στέφανου Δημητρίου*
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Ταξίδι στο Κράτος. Κυριαρχία, Δίκαιο, Δικαιώματα, εκδόσεις Πόλις, σελ. 450
«Η κυριαρχία ως πολιτικό σχέδιο συνδέεται απολύτως με το κράτος. Είναι δύναμη γενεσιουργός του κράτους και πηγή του δικαίου. Κυρίαρχος είναι αυτός που φτιάχνει δίκαιο. Αν θέλουμε να ανατρέξουμε στις πηγές της θεωρίας της κυριαρχίας, θα βρεθούμε στον 16ο αιώνα και στο έργο του Γάλλου νομικού και πολιτικού φιλοσόφου Ζαν Μποντέν. ‘Κυριαρχία είναι η απόλυτη και διαρκής εξουσία του κράτους […] το κατεξοχήν θεμέλιο του κράτους’» (σ.242). Με αυτό το παράθεμα ο Δημήτρης Χριστόπουλος περιγράφει το τι είναι η κυριαρχία, όπως αυτό δηλώνεται μέσω του ορισμού της. Αυτός ο ορισμός της κυριαρχίας, που είναι και αυτός ο οποίος τροποποιεί τον πρωταρχικό αριστοτελικό ορισμό της στα «Πολιτικά», διατρέχει όλη την προβληματική αυτής της πολύ συγκροτημένης μελέτης. Ο Ζαν Μποντέν ορίζει την κυριαρχία ως απόλυτη, ακαταγώνιστη και διαρκή ισχύ, καθώς και ως αδιαίρετη ισχύ. Η κυριαρχία δεν διαιρείται. Παρόλες τις διαφορές τους, τον ίδιο ορισμό, ιδίως ως προς το αδιαίρετο της κυριαρχίας, αποδέχονται και ο Χομπς και ο Ρουσσώ. Ο Μποντέν διατυπώνει αυτόν τον ορισμό στα «Έξι βιβλία για τη Δημοκρατία», το 1576. Το αδιαίρετο της κυριαρχίας θα αποτελέσει επιμέρους ζήτημα και πολύ αργότερα, το 1605 περίπου, σε ένα από τα έργα του Σαίξπηρ, με το πλέον μεγάλο τραγικό βάθος, ίσως το εγγύτερο στην αρχαία τραγωδία, κατά τη γνώμη του γράφοντος, που δεν είναι ειδικός, οπότε θα ήταν καλοδεχούμενη η συγχωρητική ανοχή των σαιξπηριστών. Πρόκειται για τον Βασιλιά Ληρ. Σε κάποιο σημείο του έργου, ο Ληρ ανακοινώνει τον τριμερή χωρισμό, τη διαίρεση του βασιλείου του: «Μάθετε πως το βασίλειό μου μοίρασα στα τρία και είναι πρόθεσή μου αμετάθετη ν’ αποτινάξω κάθε μέριμνα και κόπο από τα χρόνια μου και να τις απονείμω σε νέους ώμους, σθεναρούς – καθώς εγώ θα πάρω έρποντας τον δρόμο του θανάτου ανάλαφρος». Διατυπώνεται μια ένσταση σε αυτή την απόφαση του Ληρ. Και, μάλιστα, διατυπώνεται με σαρκαστικό, σχεδόν γελοποιητικό τρόπο. Την ένσταση την διατυπώνει ένα από τα πλέον ιδιαίτερα πρόσωπα, ο Τρελός. Ο Τρελός, λοιπόν, με αυτόν τον σαρκαστικό, γελοιοποιητικό τρόπο, θα αμφισβητήσει και θα υπονομεύσει την απόφαση του Ληρ και, με τη σατιρική του καυστικότητα, θα μας υπενθυμίσει τον ορισμό της κυριαρχίας από τον Μποντέν, ιδίως ως προς το αδιαίρετο της κυριαρχίας: « ─ Τρελός: Δώσ’ μου ένα αυγό θείο και θα σου δώσω δυο κορόνες.
─ Ληρ: Και τι κορόνες θα’ ναι αυτές;
─ Τρελός: Αυτές που θα μείνουν αφού κόψω το αυγό στη μέση και φάω το περιεχόμενο. Όταν έσπασες στη μέση την κορόνα σου και χάρισες και τα δύο κομμάτια, φορτώθηκες τον γάιδαρο στη ράχη σου για να μη σκονίσει τα πόδια του. Όταν χάρισες τη χρυσή κορόνα, η άλλη σου, η φαλακρή, θα ήταν κλούβια. Κι όποιος σου πει πρώτος ότι μιλάνε έτσι όσοι είναι σαν εμένα, αυτόν να τον ξυλοφορτώσεις.».[1] Ο Τρελός, λοιπόν, εκφωνεί τον ορισμό της κυριαρχίας ως δύναμης, απόλυτης, διηνεκούς, αλλά και αδιαίρετης. Τα λόγια του Τρελού, στον Βασιλιά Ληρ, αποδίδουν πλήρως τη σχέση κυριαρχίας και πολιτικής ως σχέσης εγεγραμμένης στον πυρήνα του εν λόγω ορισμού.
Ξεκίνησα με αυτόν τον κάπως παράδοξο τρόπο την αναφορά μου στη σχέση κυριαρχίας και πολιτικής, για να τονίσω το ότι έχει, κατά τη γνώμη μου, από μεθοδολογικής πλευράς, οδηγητικό ρόλο ως προς το να παρακολουθήσουμε την πυκνή, αλλά πολύ καθαρά διατυπωμένη, προβληματική αυτού του σημαντικού βιβλίου. Ο Δημήτρης Χριστόπουλος οργανώνει την προβληματική του βιβλίου του, άρα και τη διατύπωση των ερευνητικών του ερωτημάτων, σε τρία κεφάλαια. Είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, το ότι το πρώτο κεφάλαιο τιτλοφορείται ως εξής: «Πώς φτάσαμε ώς εδώ; Η μακρά κυοφορία των μεγάλων λέξεων». Έχει ιδιαίτερη σημασία αυτή η αναφορά στις μεγάλες λέξεις και στο πώς αυτές κυοφορούνται. Και έχει ιδιαίτερη σημασία αυτή η αναφορά, διότι συνδέεται ουσιωδώς και με τη χρήση των μεγάλων συμβόλων, επειδή έτσι συστήνεται ένα κοινό πεδίο για αυτές τις μεγάλες λέξεις και τα αντίστοιχα σύμβολα. Άλλως πως, το πεδίο, στο οποίο οργανώνεται η σχέση μεταξύ δημοκρατίας, κράτους δικαίου, ασφάλειας και πολιτικών ρυθμίσεων, δηλαδή των σχέσεων που απασχολούν τον Δημήτρη Χριστόπουλο, σε αυτό το βιβλίο, είναι το πεδίο της κυριαρχίας. Όσες αμφισβητήσεις και αν έχουν υπάρξει – ως προς την έννοια της κυριαρχίας και τους, κατά καιρούς, σημασιολογικούς προσδιορισμούς της ή ως προς το εύρος της ισχύος της – ιδίως μετά την κατάρρευση της διπολικής αντιπαράθεσης και του συναφούς στρατιωτικοπολιτικού ανταγωνισμού, η οποία καθόρισε τον εικοστό αιώνα, η κυριαρχία εξακολουθεί να ταυτίζεται με το πεδίο της πολιτικής. Δεν είναι κατανοητή η πολιτική χωρίς την έννοια της κυριαρχίας και χωρίς τον ουσιώδη συσχετισμό της με την έννοια της ελευθερίας και των κανόνων, άρα και των δικαιωμάτων, αλλά και των έννομων περιορισμών τους. Ο συγγραφέας, αρχίζει από τη σύσταση της πόλης και τον στοχασμό περί το τι είναι ένα πολίτευμα. Χωρίς τον ορισμό του πολιτεύματος, είναι ανέφικτη η τυπολογική, αλλά και η ουσιαστική διάκριση των διαφόρων πολιτευμάτων. Αυτή είναι η ουσία της αριστοτελικής «στιγμής» ως προς τη γένεση του πολιτειακού στοχασμού και τη θεωρία των πολιτευμάτων, που, εν πολλοίς, είναι εν ισχύι μέχρι σήμερα. Παρατηρεί, λοιπόν, ο συγγραφέας: «Η διάκριση των πολιτευμάτων στον Αριστοτέλη είναι η θεμελιακή στιγμή της πολιτικής φιλοσοφίας όπως τη νοούμε σήμερα, υπό την έννοια της θεωρίας που σκέφτεται το ποιος αποφασίζει με βάση τόσο τα αριθμητικά κριτήρια (ο ένας, οι λίγοι, οι πολλοί) όσο και με κριτήρια που αφορούν το τέλος (με την αρχαιοελληνική σημασία) της πολιτείας, δηλαδή τον σκοπό της»(σ.48). Από την πόλη, θα αχθεί στο νεωτερικό κράτος και στην καταστατικής σημασίας σχέση ανάμεσα στον καπιταλισμό και το ιδιοκτησιακό δικαίωμα, διότι ο Δημήτρης Χριστόπουλος πολύ εύστοχα επισημαίνει ότι «Ο καπιταλισμός – και μαζί με αυτόν το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, τα ’φυσικά και απαράγραπτα’ δικαιώματα στην ελευθερία και την ισότητα που θα γίνουν δίκαιο μερικούς αιώνες αργότερα – είναι μια ιστορία με βαθύτερο παρελθόν» (σ.74). Ο συγγραφέας, προχωρώντας κατά την αναλυτική του εργασία, θα μας οδηγήσει προς τις Συνθήκες της Βεστφαλίας του 1648, διότι αυτές είναι οι πρώτες εκκοσμικευμένες γραπτές συνθήκες, οι οποίες δεν εδράζονται στη θεϊκή επίκληση ως ανώτερη αυτών, δηλαδή ως υπερκείμενη νομιμοποιητική συνθήκη. Ο αναγνώστης θα αποκομίσει πολλαπλό όφελος από τη μελέτη των σελίδων 76 έως 90, στις οποίες ο συγγραφέας, κινούμενος στην ανωτέρω περιγραφείσα πορεία, φτάνει μέχρι τον προαναφερθέντα ορισμό της κυριαρχίας. Μόνο τότε, με ασφαλή μεθοδολογικό και συλλογιστικό βηματισμό, προχωρεί προς τη φράση, η οποία θα οδηγήσει τον αναγνώστη μέχρι το τέλος του βιβλίου: «Εφεξής, το κράτος είναι παρόν. Και, σταδιακά, τα κράτη αρχίζουν να γράφουν το δίκαιό τους» (σ.90). Ο υπότιτλος του βιβλίου, που αποτυπώνει και τους κύριους άξονες της περιεχομενικής του διάρθρωσης, συνοψίζεται ευχερώς σε αυτήν τη φράση και, ιδίως, στο επίρρημα «εφεξής». Αυτό δείχνει ποια είναι η απάντηση στο ερώτημα «πώς και πόθεν το κράτος;».
Στο δεύτερο κεφάλαιο, ο Δημήτρης Χριστόπουλος θα εστιασθεί στη σχέση κράτους και κυριαρχίας. Άλλωστε, πρώτος ο Χομπς, στον «Λεβιάθαν», όρισε την κυριαρχία ως ψυχή του «τεχνητού ζώου», του «τεχνητού ανθρώπου», που είναι το κράτος. Σε αυτό το πεδίο, ο συγγραφέας θα επεξεργαστεί τις έννοιες του πολίτη και της πολιτικής ιδιότητας, της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας του κράτους, τη σχέση ιθαγένειας και υπηκοότητας και «την ‘παρεξήγηση’, σύμφωνα με την οποία ιθαγένεια δεν αποκτάς αλλά έχεις», διότι, όπως ο ίδιος εξηγεί, αυτή «δεν είναι αθώα: όσοι διακονούν τη διαφορά των δύο εννοιών, υπαινίσσονται πως στο γένος εντάσσεσαι μόνο από γεννήσεως, ειδάλλως απλώς δεν ανήκεις και αποκλείεται να εισέλθεις. Αυτό είναι πραγματολογικό σφάλμα φυλετικής έμπνευσης» (σ.115). Αυτή η κρίση, που διατυπώνει ο συγγραφέας, οδηγεί με ασφάλεια, ως προς τη συνοχή του επιχειρήματος, στην προβληματική περί έθνους και την περιγραφή των χαρακτηριστικών του πολιτικού έθνους, το οποίο συνέχεται από την αρχή της δημοκρατικής-πολιτικής ισότητας, ως πυρήνα της πολιτικής ιδιότητας, καθώς και της αδιάσπαστης ενότητας πολιτικού δικαιώματος και πολιτικής υποχρέωσης ως προϋπόθεσης για τον ίσο πολιτικό αυτοκαθορισμό όλων. Έτσι θα προχωρήσει στο να εξετάσει την κυριαρχία και σε σχέση με την τοπικότητα, την εδαφικότητα, άρα και την αντίστοιχη οριοθέτηση, ώστε να φτάσει στις σχέσεις μεταξύ εθνών, εθνοτήτων, αλλά και των ίδιων των πολιτών, προκειμένου να αχθεί, με συλλογιστική συνέπεια, στην αφαίρεση που θα του επιτρέψει να πει ότι η ουσία του πολιτικού είναι η αντίθεση αποκλεισμού και συμπερίληψης (σς. 198-238). Έτσι, προχωρεί και προς το να ανατάμει τους αρμούς αυτής της σχέσης και να την επεξεργαστεί μέσα στη διαφορά αφομοίωσης και αναγνώρισης, ώστε να καταδείξει, στο τέλος, την αξιακή προτεραιότητα της δεύτερης έναντι της πρώτης. Πλέον, ο αναγνώστης μπορεί να εισέλθει στον πυρήνα της προβληματικής περί κυριαρχίας, την οποία ο Δημήτρης Χριστόπουλος ορίζει και «ως μήτρα του κράτους και του δικαίου». Εκεί, αφορμώνενος από τη σύνδεση της κυριαρχίας με το αίτημα για ειρήνη και ασφάλεια, θα ανασυγκροτήσει ιδίως τις θεωρίες του Χομπς και του Ρουσσώ περί κυριαρχίας και, βεβαίως, τη σχέση ελευθερίας και κυριαρχίας. Αναλύοντας με διεισδυτικότητα αυτή τη σχέση, στον Χομπς και στον Ρουσσώ, θα κάνει και μία έξοχη ανάλυση της θεωρίας του Μακιαβέλλι για τον κυρίαρχο και την κυριαρχία. Αναδεικνύει με ενάργεια την εικονοποιητική ισχύ της παράστασης του ιδανικού κυρίαρχου ως Κενταύρου και δείχνει ότι αυτή η παράσταση, όπως την φιλοτεχνεί ο Μακιαβέλλι, δεν είναι καλαισθητικό ψιμύθιο, αλλά μέρος του ίδιου του επιχειρήματός του, ώστε ο Μακιαβέλλι να τονίσει ότι ο κυρίαρχος είναι «μισός άνθρωπος μισός κτήνος. Άνθρωπος κατά το ότι παλεύει να πείσει, κτήνος κατά το ότι χρησιμοποιεί τη βία» (σ.262). Στηριζόμενος σε αυτήν την εξεικόνιση, ο Δημήτρης Χριστόπουλος θα οδηγηθεί στο κρίσιμο ζήτημα ως προς τη νομιμοποίηση της κυριαρχίας και τη ζωτική, για την ίδια, διαρκώς ζητούμενη, συναίνεση, διότι, όπως θα πει, «Η βία όμως εθίζει, και αυτό είναι ακόμη πιο τοξικό στη μακρά διάρκεια. Οι άνθρωποι αποκτηνώνονται, και ο Κένταυρος αρχίζει σταδιακά να μαραζώνει. Το ανθρώπινο τμήμα του ατροφεί» (σ. 263). Στη συνέχεια, ύστερα από αυτή την ανάλυση, ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει ως συλλογιστική εξέλιξη την προβληματική του Δημήτρη Χριστόπουλου για τη συντακτική εξουσία και το συντακτικό υποκείμενο, καθώς και για την έννοια της κανονικότητας και τη σχέση της με το σε τι συνίσταται η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αλλά και για το τι είναι μια επανάσταση, ιδίως ως προς το αν είναι – ή δεν είναι – και πότε μπορεί αυτή να μετατραπεί σε πραξικόπημα. Όλα αυτά είναι στοιχεία του κράτους. Αυτό που έχει ιδιαιτέρως επίκαιρη σημασία είναι το υστερόγραφο αυτού του κεφαλαίου, στο οποίο, αφού ο συγγραφέας έχει εκθέσει και αναλύσει τα στοιχεία του κράτους και την εσωτερική τους συνοργάνωση, ορίζει το κράτος ως σχέση. Όμως, για να στηρίξει αυτόν τον ορισμό, εξηγεί ότι «το κράτος δεν είναι απλώς τα στοιχεία του» (σ. 285). Έτσι θα εξηγήσει τον σύνδεσμο που γεφυρώνει τη θεωρία της κυριαρχίας με το κράτος δικαίου, ώστε να προχωρήσει, στο τρίτο κεφάλαιο, αναλύοντας το δίκαιο και τα δικαιώματα, το φυσικό και θετικό δίκαιο, τον νομικό θετικισμό, τον νομικό ρεαλισμό, αλλά και τον φορμαλισμό, το δημόσιο και ιδιωτικό δίκαιο, καθώς και την ίδια τη σχέση δικαίου και δικαιωμάτων, έχοντας πάντα κατά νουν τον «νόμο των νόμων», δηλαδή το Σύνταγμα. Το τρίτο κεφάλαιο είναι ένα έξοχο δείγμα ανάλυσης του κανονιστικού κόσμου, στον οποίο αξίζει να υπάρχουμε ως πολίτες∙ ισότιμοι πολίτες αυτού του κόσμου της αντιπροσωπευτικής, συνταγματικής δημοκρατίας.
Ένα ακόμη σχόλιο: Θα ήθελα να παρουσιάσω ένα χαρακτηριστικό δείγμα της επικαιρότητας, σήμερα, δηλαδή τώρα που μιλάμε, που εξακολουθεί ο πόλεμος στην Ουκρανία και ανέρχεται η άκρα Δεξιά στην Ευρώπη, οπότε και επανατίθεται το ζήτημα της ασφάλειας. Είναι δείγμα της καίριας, επίκαιρης σημασίας που έχει αυτό το βιβλίο. Γράφει, λοιπόν ο Δημήτρης Χριστόπουλος: «Οι Συνθήκες της Βεστφαλίας γεννούν, έτσι, το πρώτο πλουραλιστικό σύστημα νέων κρατών και σηματοδοτούν το τέλος αυτού που ο Βρετανός Τόμας Χομπς και άλλοι θεωρητικοί του κοινωνικού συμβολαίου εκείνου του αιώνα ονόμασαν φυσική κατάσταση: μια αδιόρθωτη αναρχία – υπό την έννοια της ανομίας – όπου ο άνθρωπος είναι για τον άνθρωπο λύκος (homo homini lupus est), σε έναν ανηλεή αγώνα επιβίωσης» (σ. 80). Ας σταθούμε λίγο σε αυτό το απόσπασμα, διότι η έννοια της ασφάλειας συνδέεται αρραγώς με την έννοια της κυριαρχίας τόσο με την εσωτερική όσο και με την εξωτερική κυριαρχία, ακολουθώντας την ίδια τυπολογική διάκριση. Υπάρχει, λοιπόν, όχι μόνο σχέση ελευθερίας και κυριαρχίας, ήδη ως πυρήνας και των «Πολιτικών» του Αριστοτέλη, του Χομπς και του Ρουσσώ, αλλά, από τον 17ο αιώνα και μετά, είναι και σχέση κυριαρχίας και ασφάλειας. Όλη η πολιτική νεωτερικότητα έχει πυρήνα της και μία θεώρηση για το πώς οργανώνεται η διεθνής κοινωνία. Είναι δηλαδή η αντίληψη που ανέδειξαν οι Συνθήκες της Βεστφαλίας για το κράτος και την κυριαρχία, τη διεθνή κοινότητα και το αντίστοιχο σύστημα ισχύος. Και τώρα; Τώρα, λοιπόν, από τον 17ο αιώνα και μετά, με ένα τεράστιο ιστορικό άλμα στο ερεβώδες κενό των αλλεπάλληλων αβεβαιοτήτων και της συνεχούς ανασφάλειας, είμαστε έτοιμοι να κατανοήσουμε και να αντιμετωπίσουμε μια έννοια της ασφάλειας, άρα και μία αντίστοιχη θεώρηση ως προς τη σχέση κυριαρχίας και ασφάλειας, η οποία να ορίζεται μόνο ως προς το «μετά», σε σχέση με τις Συνθήκες των Βεστφαλιών, αλλά χωρίς ευκρινή κατεύθυνση που να δείχνει τι έπεται μετά από αυτό το «μετά»; Είναι ένα από τα πιο κρίσιμα ερωτήματα, που μπορεί να γεννήσει η ευρηματική σύνθεση αυτού του βιβλίου.
Ο Στέφανος Δημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
[1] William Shakespreare, Ο Βασιλιάς Ληρ, εισαγωγή-μετάφραση: Διονύσης Καψάλης, Άγρα 2020, σς. 24-25 και σ.116.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου