24/12/22

Στου Χατζηφράγκου

Κέντημα από την Κίο, που απεικονίζει γοργόνα με την ελληνική σημαία. Λασκαρίδειο Λαογραφικό Μουσείο Νέας Κίου Δήμου Άργους Μυκηνών

Του Κώστα Μπαζαρίδη*

Στα πρώτα παιδικά μας χρόνια οι μέρες, από τις αρχές του Ιουνίου μέχρι τα μέσα του Σεπτέμβρη, ήταν γεμάτες από μια γλυκιά ραθυμία αλλά και μια ολοφάνερη ανήσυχη προσμονή για τις αποκαλύψεις που θα ερχόταν ...οπωσδήποτε ...αυτό το καλοκαίρι. Τότε ζούσαν σχεδόν όλοι οι αγαπημένοι μας και εμείς περιδιαβάζαμε στα προσφυγικά «νεόκτιστα», λαχταρώντας την θάλασσα. Περιμέναμε με αγωνία τις φωτιές του Αη-Γιάννη, τη γιορτή της Αγίας Μαρίνας, το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία, τα γλέντια του Δεκαπενταύγουστου, τα φαναράκια από καρπουζόφλουδα την ημέρα μνήμης του Αη-Γιάννη του Αποκεφαλισμένου, την μεγάλη ζωοπανήγυρι του Αη-Μάμαντα, την κορύφωση στα γενέθλια της Παναγίας, μια που δυο μέρες μετά ακολουθούσε η γιορτή των μαρτύρων με τα παράξενα ονόματα: Νυμφοδώρα, Μηνοδώρα, Μητροδώρα που ήταν οι οσίες της Βιθυνίας, γενέθλιας γης των παππούδων μου.
Όμως η τοτινή παιδική αμεριμνησία σκάλωνε στις αλλεπάλληλες συγκρατημένες αφηγήσεις των μεγάλων, συνήθως μακριά από τα δικά μας αυτιά, για όσα είχαν συμβεί 40 τόσα χρόνια πριν, «στην πατρίδα». Συντρίμια μνήμης, ένα παράξενο μνημόσυνο για όσους δικούς μας, είχαν αφήσει τα κόκκαλά τους στη γη και τις θάλασσες της Μ. Ασίας. Έπειτα έρχονταν οι αναμνήσεις για αυτούς που έσβησαν από φυματίωση, από ελονοσία, από τύφο παλεύοντας να ημερέψουν την ατίθαση γη που τους είχε κληρωθεί. Σιγά-σιγά άρχιζαν και οι πνιχτές κουβέντες για όσους είχαν χαθεί, περίπου τους ίδιους μήνες, στον πόλεμο, στα μπλόκα της κατοχής, στο «βουνό»... Ρουφούσαμε αυτά τα σπαράγματα από τα «απαγορευμένα» αινίγματα και προσπαθούσαμε να τα ξεδιαλύνουμε με τα κλειδιά που μας έδινε η παιδική μας φαντασία, όμως λέξεις, αισθήσεις, κιτρινισμένες φωτογραφίες μπλέκονταν σε ένα δύσβατο αμάλγαμα.
Όταν, στην εφηβεία, έπιασα στα χέρια μου το βιβλίο του Κοσμά Πολίτη, Στου Χατζηφράγκου, το άνοιξα με αγωνία νιώθοντας μια «ανησυχητική οικειότητα». Με δυσκόλευε η γλώσσα και η αποσπασματικότητα του κειμένου, οι συνήθειες της Σμυρνιώτικης ζωής διέφεραν από την ζωή της Προύσας, από όπου ήταν οι δικοί μας, και εγώ βρισκόμουν αλλού, ταξίδευα σε άλλα πελάγη γνώσεων. Ωστόσο ένιωσα μια ιδιαίτερη έλξη για την αυλή των θαυμάτων, που ήταν η αλάνα του Χατζηφράγκου.
Μετά από πολλά χρόνια, όταν το ξαναδιάβασα, αναρωτήθηκα τι να ζητούσε ένας εβδομηντατετράχρονος απόμαχος συγγραφέας, τσακισμένος από τα γυρίσματα της ζωής και της Ιστορίας και ανασκάλευε το θέμα της Μικρασιατικής καταστροφής.
Ο χρόνος και τα χάσματα. Ανασύροντας στοιχεία από την ψυχαναλυτική θεωρίακαι την κλινική εμπειρία, μπορούσα να υποστηρίξω ότι η αίσθηση του χρόνου δεν ακολουθεί μια γραμμική πορεία, αλλά διατρέχει μια σπειροειδή ανέλιξη και ότι στο ασυνείδητο συνυπάρχουν ισότιμα διαφορετικά εντυπώματα, τα οποία μας επιτρέπουν να «είμαστε» έφηβοι, παιδιά ή ενήλικοι την ίδια στιγμή. Ήξερα ότι η αίσθηση του χρόνου συνδέεται με την διάλυση της αυταπάτης ότι υπάρχει μια αδιατάρακτη συνέχεια αλλά ότι συνεχώς θα αναμετριώμαστε με ρήξεις και απώλειες. Από αυτά τα διάκενα θα ξεπηδήσει η πρώτη αίσθηση του χρόνου.
Στο Στου Χατζηφράγκου (Σ.Χ.) αυτό αποτυπώνεται με μοναδικό τρόπο. Η Πάροδος στη μέση σχεδόν του έργου διατρυπά την επιφανειακά ανέμελη μυθιστορηματική ζωή της αλάνας. Η συντριβή προβάλει και φωτίζει το κενό. Υπάρχει το πριν και μετά από αυτήν την ρωγμή και το χάσμα αυτό εγείρει μιαν απαίτηση για δημιουργία. Πρέπει να μεσολαβήσει μια πολύ πικρή και ιδιαίτερη διεργασία πένθους από την πρώτη στιγμή που καταχωρήθηκε αντιληπτικά ένα γεγονός μέχρι την στιγμή που τόσο ο συγγραφέας, όσο κυρίως ο αναγνώστης να μπορέσει να αιχμαλωτίσει το νόημά του και να το εντάξει σε κάποιο βαθμό στις ψυχικές του παραγωγές.
Η αλάνα: μεταβατικός χώρος, πλαισιώνουσα δομή, πολυφωνικό κοινωνικό πεδίο. Ο μυθιστορηματικός χώρος που έστησε ο Κ. Πολίτης είναι ένας μαγικός τόπος που εκτυλίσσονται πολλά και θαυμαστά πράγματα. Είναι ένας χώρος συναπαντήματος προσώπων και ιδεών που συμπράττει σε μια σειρά από αναγκαίες για την ανθρώπινη ύπαρξη λειτουργίες: στην επίγνωση του χρόνου· και της ιστορίας· στην μετάβαση από την εξάρτηση στην αυτονομία· στο πέρασμα από την παιδική ηλικία στην εφηβεία και την ενηλικίωση· στην ολοκλήρωση των ταυτίσεων και της υποκειμενοποίησης· στην συνάντηση της γλώσσας της τρυφερότητας με την γλώσσα του πάθους, ώστε να προκύψει μια δυνητικά γόνιμη, σεξουαλική πραγμάτωση· στην καταβύθιση στη μαγεία της γλώσσας και των ιδεών· στην ένταξη στις συλλογικές διαδικασίες. Αυτή η κεντρική σημασία που αποδίδει στην συλλογικότητα, η οποία μπορεί να απελευθερώνει, αλλά και να αιχμαλωτίζει, αποτελεί, ίσως, το ουσιαστικότερο στοιχείο αυτού του μυθιστορήματος. Ωστόσο ο Κ. Πολίτης δεν ξεχνά ότι η κοινότητα μπορεί να γίνει εκφραστής της βίας, μια που στα βάθη κάθε συλλογικής έκφρασης φωλιάζει ο φόνος και η ενοχή. Στο Σ.Χ. αποτυπώνεται το ότι κάθε κοινότητα μπολιάζει τα μέλη της, μέσα από αθώες καθημερινές δράσεις, με μια σειρά από αινιγματικά μηνύματα, που αναμοχλεύουν τη λιβιδινική ενέργεια, τα οποία λειτουργούν σαν ένα «εσωτερικό ξένο σώμα» και απαιτούν αποκρυπτογράφηση. Και κάθε κοινότητα αποτελεί ένα «τρίτο» άυλο κανονιστικό στοιχείο που μέσα από ένα σύνολο τελετουργιών, παραστάσεων, σημείων και συμβόλων σφυρηλατεί, βίαια αρκετές φορές, κάθε υποκείμενο που ενέχεται σε αυτήν και το εντάσσει σε μια κοινωνική και ιστορική συνθήκη.
Ο ασίγαστος παιδικός τόπος και η δίνη της εφηβείας. Ο κόσμος των παιδιών ανήκει στους ειδικούς «κόσμους» που πάντα ασκούσαν ιδιαίτερη έλξη στον Κ. Πολίτη. Στο Σ.Χ., αυτό που ονομάζουμε παιδικό πρωταγωνιστεί επισκιάζοντας ίσως κάθε άλλο στοιχείο.
Η ψυχανάλυση πάντα αποζητούσε τα ίχνη της σεξουαλικότητας στην «φρεσκάδα της παιδικής ηλικίας». Όσες προσπάθειες και να γίνουν ώστε ο πολύμορφος μικρός διάβολος να «εκπολιτιστεί» και να συμμορφωθεί με τις επιταγές της γλώσσας και του κοινωνικού συμβολαίου που καλείται να υπηρετήσει, τα παιδικά εντυπώματα παραμένουν ενεργά στα πιο απόμακρα βάθη της ψυχής, ανοιχτά στην τύχη και την αβεβαιότητα. Αποτελούν την πηγή που θρέφει τα όνειρα, τα γλωσσικά ολισθήματα, τις παραπραξίες τις συμπτωματολογικές εκφράσεις, αλλά και τα παιχνίδια και τις σκανταλιές.
Οι έφηβοι του Σ.Χ. παλεύουν να βρουν το δρόμο τους και να ξεφύγουν από τον συμβιωτικό θύλακα, που με κάποιον τρόπο είχαν οργανώσει. Πολιορκημένοι από τα άγχη τους προσπαθούν να εξηγήσουν τι μπορεί να είναι αυτή η «μυθική» ερωτική συνάντηση δύο σωμάτων και άλλοτε συντρίβονται από μια αδελφοκτόνα σύρραξη και άλλοτε «υψώνονται μέσα από την άβυσσο, μέσα σε μια έκσταση απόκοσμη, μια συντέλεια».
Η πόλη ως σώμα; – Η Καταστροφή ως μητροκτονία; Ο Κ. Πολίτης πλάθει μια μαγευτική πόλη-μήτρα που ο αναγνώστης βυθίζεται μέσα της. Είναι ένα σώμα που μπορεί να μην ονοματίζεται, μια «απουσία-παρούσα», που όμως δεν αγνοεί την Ιστορία και τον Χρόνο. Θα μπορούσαμε να «ακροαστούμε» ψυχαναλυτικά τον πολύχρωμο, ευωδιαστό κόσμο που μας παρουσιάζεται σαν μια μεταφορά της πορείας από τον «πολύμορφο» παράδεισο της παιδικής ηλικίας μέχρι την ενηλικίωση και τις ρυτίδες που δωρίζει. Τα παιδιά της αλάνας μεγαλώνουν. Το σώμα της πόλης που τους έθρεψε τους καλεί σε μιαν ένωση πρωτόγνωρη, ακαταμάχητη και συνάμα ένοχη. Νιώθουν ικανά να πετάξουν, σαν τους χαρταετούς την Καθαρή Δευτέρα, και να διεκδικήσουν την απόλαυση στην αρένα της πραγματικότητας. «Οργώνουν», «καρπίζουν» την γη που τους έθρεψε, αλλά φτάνουν και να την προδώσουν. Η «τιμωρία» έρχεται με πολλούς τρόπους. Μια σειρά από μικρές καταστροφές συσσωρεύονται, μέχρι και την μεγάλη Καταστροφή. Εκείνο όμως που δεν γράφεται, αν και αχνοφαίνεται είναι η ελλειματικότητα του «τρίτου» στοιχείου, της πατρικής λειτουργίας, που θα μπορούσε να προστατεύσει, να οργανώσει και να συνθέσει, οδηγώντας ίσως σε άλλες διαδρομές μέσα από τις συμπληγάδες της Μοίρας.
Μετά την τραγική κατάληξη που ανακαλεί όλη την παιδική αμφιθυμία, την λατρεία του μαγευτικού αντικειμένου αλλά και την ανελέητη σαρκοβόρα επίθεση εναντίον του ο Κ. Πολίτης περιμένει. Αφήνει τον χρόνο να κυλήσει, να δαμάσει συναισθήματα και λέξεις, να συνάψει μια κάποια ειρήνη με τους εσωτερικούς του κριτές, ώστε να βάλει το «μωσαϊκό» των γεγονότων της αλάνας σε τάξη για να αποτολμήσει μια επανόρθωση. Ξαναζωντανεύει στο χαρτί μια κατάδική του πόλη, μέσα από εικόνες που ενεργοποιούν όλες τις αισθητηριακές συνιστώσες. Μας κληροδοτεί μια ελεγεία ώστε να αναμετρηθούμε με την οιδιπόδεια συντριβή, με την απώλεια του μητρικού σώματος, με την κατακρήμνιση του Πατρικού ειδώλου και τον αφανισμό του Παραδείσου. Αναγνωρίζει ότι η επανένωση με την γενέθλια μήτρα, αυτό το σώμα που χάρισε τον θαυμαστό πρώτο ύπνο, όταν τα ροδοκόκκινα μάγουλα του νεογέννητου ακουμπούν χορτασμένα το μητρικό στήθος, είναι ανέφικτη. Αφήνει όμως μια αχνή αχτίδα φωτός ότι οι άνθρωποι, διαβαίνοντας τις φλόγες της καταστροφής, και την απομάγευση των ειδώλων και μέσα από μια αναγκαία και ζωοδότρα συλλογικότητα ίσως μπορέσουν να «παραμερίσουν τις παραδεδεγμένες συμβατικές αξίες» και θα μεταλλάξουν την ζωή τους, όσο και αν γύρω τους πάντα θα «υπάρχουν θεατές που δεν καταλαβαίνουν τίποτα, αν δεν συνοδεύονται με φουσκωμένα λόγια».

*Ο Κώστας Μπαζαρίδης είναι ψυχίατρος - παιδοψυχίατρος ψυχαναλυτής μέλος της Ε.Ψ.Ε. και της I.P.A.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου