24/12/22

Μια σημαντική τομή

Του Άλκη Ρήγου

Στην ιστορική διαδρομή των λαών και των κοινωνικών σχηματισμών που δημιουργούν, υπάρχουν κάποιες ημερομηνίες σταθμοί που προσδιορίζουν ανεξίτηλα την πορεία τους. Στη νεοελληνική ιστορική διαδρομή, εκατό χρόνια από τη έναρξη της Επανάστασης, στέκει το 1922
Πρόκειται για μια ημερομηνία κλειδί, και μάλιστα ως συνέπεια της μικρασιατικής καταστροφής, της μεγαλύτερης ιστορικά του ελληνισμού, για τις εξελίξει ς της νεότερης ελληνικής κοινωνίας, οικονομίας, ιδεολογίας και πολιτικής. Τομή που όσο και αν φαίνεται αντιφατικό, μπορεί να χαρακτηριστεί ως θετική.
Για πρώτη φορά, το μέγιστο των Ελλήνων αναγκάζεται να ζήσει και να αναπτυχθεί στα προσδιορισμένα και για αυτό περιορισμένα σύνορα ενός ελληνικού κράτους και μιας συγκεκριμένης αξιόλογης όμως ντόπιας αγοράς. Ο ελληνισμός συμπίπτει με τον ελλαδισμό. Η Αθήνα αντικαθιστά την Κωνσταντινούπολη, ως οικονομική και όχι μόνο πρωτεύουσα. Τα σύνορα επίσης για πρώτη φορά οριστικοποιούνται, με μόνη προσθήκη τα Δωδεκάνησα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και μάλιστα δημιουργώντας ένα από τα πιο εθνοτικά ομοιογενή κράτη στην Ευρώπη, μετά την άφιξη των προσφύγων από την Μικρά Ασία, τον Πόντο, τον Καύκασο και την Ανατολική Θράκη, καθώς και την υποχρεωτική ανταλλαγή τουρκικών και μεγάλου μέρους μακεδονικό-βουλγαρικών πληθυσμών, με την εξαίρεση των ορθόδοξων Ρωμιών της Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου και Τενέδου και των μουσουλμάνων-τουρκογενών, Πομάκων και Αθίγγανων της Δυτικής Θράκης και όσων μουσουλμάνων δήλωσαν Αλβανοί στην Ήπειρο.
Η τάση προσωρινότητας που ταλάνιζε εκατό χρόνια τον ελληνικό λαό με το όνειρο μιας νέας Μεγάλης Ελλάδας μέσα από την συνεχή επέκταση του κράτους, τελειώνει, οδυνηρά μεν, αλλά οριστικά. Ταυτόχρονα, λήγει και ο κυρίαρχος πολιτικός μύθος της Μεγάλης Ιδέας των «Δύο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών», τρία μόλις χρόνια από την Συνθήκη των Σεβρών, με τη ρεαλιστική Συνθήκη της Λωζάννης του 1923.
Μια νέα περίοδος δοκιμασιών, ελπίδων και απογοητεύσεων γεννιέται. Πρόκειται για μια περίοδο ραγδαίων οικονομικο-κοινωνικών, γεωπολιτικών και πολιτικο-ιδεολογικών ανακατατάξεων σε διεθνές και εθνικό επίπεδο. Η συνειδητοποίηση των νέων, έντονων αυτών πραγματικοτήτων δεν είναι βέβαια εύκολη υπόθεση, σε μια κοινωνία που για πρώτη φορά βρίσκεται χωρίς κυρίαρχο ιδεολογικά συνεκτικό ιστό και ορατό πολιτικό σκοπό, κατεστραμμένη οικονομικά, πολιτικά έντονα διχασμένη, με χιλιάδες άνεργους παλαιούς πολεμιστές, με τοπικά, εθνοτικά, ακόμη και θρησκευτικά προβλήματα, με την άρνηση αποδοχής του νέου ημερολογίου και τη δημιουργία του κινήματος των παλαιοημερολογιτών και κυρίως αφομοίωσης και εγκατάστασης των πάνω από ενάμισι εκατομμύριο προσφύγων .
Ιδιαίτερα για τα αστικά στρώματα, που μετά το κίνημα του 1909 είχαν πιστέψει και επενδύσει στο εγχείρημα πραγμάτωσης της Μεγάλης Ιδέας και τον εκσυγχρονισμό του αστικού κρατικού μηχανισμού, εκτός όλων των παραπάνω εντείνεται ο φόβος ενός νέου εργατικού κινήματος και της επικράτησης των μπολσεβίκων στη Ρωσία, ανεξάρτητα αν αυτός είναι δικαιολογημένος.
Πάντως, όσο κι αν ένας συνειδητός αστός όπως ο Γιώργος Θεοτοκάς θρηνεί γιατί «οι πρεσβύτεροι μας βούλιαξαν στο λιμάνι της Σμύρνης, όχι μόνο τις δυνάμεις τους αλλά και τα ιδανικά τους και την αυτοπεποίθησή τους», από αυτό το «βούλιαγμα» ξεπετιέται μια νέα Ελλάδα, η οποία για πρώτη φορά −και ίσως μοναδική με εξαίρεση τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης– επιτρέπει να εμφανιστούν στο πολιτικό προσκήνιο όλες οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις και δυναμικές, ντόπιες και ξένες, αναδεικνύοντας τα βαθύτερα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα.
Την περίοδο αυτή που ονομάζουμε μεσοπόλεμο «τίθενται τα βασικά προβλήματα και προδιαγράφονται οι ‘λύσεις’ ή μάλλον οι κατευθύνσεις προς κάποιες ‘λύσεις’ ή κάποια προσωρινά ή μονιμότερα ‘αδιέξοδα’ των επόμενων εποχών» ( Ν. Σβορώνος).
Σε οικονομικό επίπεδο, η καταλυτική προοδευτική παρουσία των προσφύγων σε όλη την παραγωγική αλυσίδα, ο αναγκαστικός εξωτερικός δανεισμός κυρίως μέσω της ΚΤΕ και ο συνακόλουθος τραπεζικός ορθολογισμός και προστατευτισμός, σε διεθνείς συνθήκες μάλιστα οικονομικής ύφεσης και υπερχρέωσης, οδηγούν σε άνθιση του πρωτογενούς τομέα και προώθηση της ελληνικής βιομηχανίας και τελικά στη μετάβαση από την μέχρι τότε «Απλή εμπορευματικής παραγωγή» στην κυριαρχία του «Καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής», χωρίς βέβαια εξαφάνιση του προηγούμενου τρόπων παραγωγής, κάθε άλλο μάλιστα. Η ανάλυση των τρόπων λειτουργίας αυτής της κυριαρχίας η δυναμική συνάρθρωση των δύο Τρόπων παραγωγής μέσω του κράτους και όχι της αγοράς, και οι επιπτώσεις που έχει ξεφεύγουν των ορίων αυτού του κειμένου. Ας συγκρατήσουμε μόνο ότι η πολιτική σύγκρουση παίρνει εντονότερες ταξικές διαστάσεις, που στο ιδεολογικό και πολιτιστικό πεδίο παράγουν σημαντικά έργα.
Όχι όμως στο ταξικό και στην κυρίαρχη πολιτική σκηνή. Όλη την περίοδο που ακολουθεί, της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, κανένα μαζικό κίνημα αμφισβήτησης του όλου αστικού συστήματος, καμιά οικονομικο-πολιτική ή έστω μόνο πολιτική συσπείρωση, ικανή για ριζικές επαναστατικές ενέργειες ανατροπής δεν παρουσιάζεται, ούτε φασιστικής, ούτε ριζοσπαστικό-αγροτικής, ούτε κομμουνιστικής έμπνευσης. Και ας συγκλονίζεται την ίδια εποχή η Ευρώπη μα και τα Βαλκάνια από αντίστοιχα κινήματα. Εδώ το πολιτικό παιχνίδι παραμένει, παρά τις υπάρχουσες αντικειμενικές συνθήκες αβίαστα ανάμεσα στους δυο αντιμαχόμενους αστικούς «πολιτικούς κόσμους» που γέννησε η προηγούμενη δεκαετία του Εθνικού Διχασμού, με εντονότερη μόνο την άμεση εμπλοκή σ’ αυτό του στρατού. Η ανάλυση και αυτού του γιατί, προφανώς υπερβαίνει τα όρια του κειμένου. Ας είναι.

Τσανακκαλιώτικο αλογοκανατάκι με πλούσιο διάκοσμο και ελληνικές σημαίες. Ιδιωτική συλλογή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου