11/12/22

Με ποιητική ποικιλία

Θάλεια Χιώτη, Ύφανση ΙΙ, μελάνι σε χαρτί

Της Ξένιας Συμεωνίδου*

ΙΩΑΝΝΑ ΛΙΟΥΤΣΙΑ, Ανοιχτά φωνήεντα και δαγκωμένα σύμφωνα, εκδόσεις Θράκα, σελ. 56

Η Ιωάννα Λιούτσια (γένν. 1992) είναι ήδη γνωστή στους λογοτεχνικούς κύκλους, καθώς το ποιητικό της ντεμπούτο έγινε το 2014, με τη συλλογή Συνομιλίες σε Μη+ (Αrs Poetica). Έκτοτε, κάθε δύο χρόνια περίπου, εκδίδει μία νέα ποιητική συλλογή: το 2016, τις Αρρυθμίες (ιδιωτική έκδοση), το 2018, τη Σιωπή σε δύο χώρους (Οροπέδιο), και με μια αγρανάπαυση τεσσάρων ετών, το τελευταίο της βιβλίο Ανοιχτά φωνήεντα και δαγκωμένα σύμφωνα (Θράκα), που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες. Η γραφή της, ωστόσο, δεν περιορίζεται μόνο στον χώρο της ποίησης, αλλά επεκτείνεται και σε άλλα πνευματικά πεδία: γράφει και διασκευάζει κείμενα που προορίζονται για τη θεατρική σκηνή ή για παραστασιακή επιτέλεση (performance) –ορισμένα μάλιστα έχουν αποσπάσει και διακρίσεις, όπως το κείμενο Τη Μοναξιά και τους Ανθρώπους να Φοβάσαι– εκδίδει επίσης έργα εκπαιδευτικού χαρακτήρα, όπως το 12 σκετς για 19 Παγκόσμιες Ημέρες (Σοφία, 2021), μεταφράζει μεγάλους ξένους συγγραφείς, όπως πρόσφατα τη Νόρμα του Ίψεν (Δωδώνη, 2020), και αρθρογραφεί, τέλος, τακτικά γύρω από τη λογοτεχνία, το θέατρο και το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Όλα τα παραπάνω φυσικά, βρίσκονται σε άμεση σχέση με το υπόβαθρο των σπουδών της και τις επαγγελματικές της κατευθύνσεις: έχει αποφοιτήσει από δύο τμήματα του ΑΠΘ, της Ιστορίας-Αρχαιολογίας και του Θεάτρου, και από μία δραματική σχολή· ασχολείται, σήμερα, σε επίπεδο διδακτορικής έρευνας, με την αισθητική και κοινωνικοπολιτική ταυτότητα της βαλκανικής περφόρμανς, ενώ παράλληλα εργάζεται ως ηθοποιός, σκηνόθετιδα και θεατροπαιδαγωγός. Η προσωπική μου γνωριμία βέβαια με την Ιωάννα, δεν έγινε μέσα σε κάποιο θέατρο ή στη διάρκεια κάποιας βιβλιοπαρουσίασης, όπως ενδεχομένως θα ανέμενε κανείς. Καθώς υπήρξε μία από τις πρωτεργάτριες της «Πρωτοβουλίας κατοίκων για την περιοχή της Αλυσίδας», η πρώτη μου επαφή μαζί της υπήρξε στο πλαίσιο του πολύμηνου αγώνα που δόθηκε και εντέλει κερδήθηκε, προκειμένου να μην αναγερθεί μία ακόμα πολυκατοικία στην περιοχή Χαριλάου, αλλά ένα νηπιαγωγείο. Ήθελα να τονίσω το τελευταίο αυτό στοιχείο, γιατί υπάρχει ακόμα η τάση να θεωρείται πως η δουλειά του καλλιτέχνη ή του λογοτέχνη (ιδίως του ποιητή) είναι ασύμβατη με την ενασχόληση με τα κοινά και τους κοινωνικούς αγώνες ευρύτερα· μία αντίληψη βέβαια που υποβιβάζει τη δημιουργική εργασία σε μία ομφαλοσκοπική και ναρκισσιστική ασχολία, με περιορισμένη απήχηση.
Η Λιούτσια σίγουρα δεν βλέπει την ποίηση ως έναν χρυσελεφάντινο πύργο, αποκομμένο από την κοινωνία, αλλά ούτε και γράφει επαναστατικές μπροσούρες. Η κοινωνική κριτική ή το πολιτικό σχόλιο, παρότι δεν αποτελούν κυρίαρχη όψη της ποίησής της, δεν θα λέγαμε ότι απουσιάζουν εντελώς. Στην κατεύθυνση του κοινωνικού προβληματισμού, λ.χ., κινείται το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής της, με τίτλο «Καμιά ελπίδα», όπου αποτυπώνεται η υποκρισία των δημόσιων κοινωνικών σχέσεων, αλλά και η δύσκολη και αντιφατική πραγματικότητα του άσημου –συνήθως άνεργου ή επισφαλώς εργαζομένου– καλλιτέχνη (σ. 7):

(…)
Στα θέατρα, στα μέγαρα, στις εκδηλώσεις
αλληλοθαυμαζόμαστε, ματιάζουμε
μιλάμε για την Τέχνη
–παλεύουμε όλοι, καθένας με τον τρόπο του–
Χαριεντιζόμαστε, γυρνάμε πίσω.

Στο σπίτι βγάζεις τα παπούτσια που σε χτύπησαν,
χαϊδεύεις το μεγάλο δάχτυλο που βγαίνει
απ’ το σκισμένο σου καλσόν,
φοράς τη μια ζακέτα πάνω απ’ την άλλη να ζεσταθείς
χωρίς πετρέλαιο το χειμώνα
ξαπλώνεις με τα γάντια στο κρεβάτι
και προσπαθείς ν’ αλλάξεις τις σελίδες σ’ ένα δοκίμιο
περί αισθητικής.
Με τα γάντια.

Καμιά ελπίδα.

Αλλού πάλι εικονογραφείται η γεμάτη αντινομίες όψη των μεγαλουπόλεων, η οποία προκύπτει από τις κοινωνικές τους ανισότητες: από τη μία, οι πένητες και ανέστιοι που πλανώνται στην πόλη, από την άλλη, οι πολυτελείς βιτρίνες, τα κατ’ εξοχήν σύμβολα της καπιταλιστικής και καταναλωτικής κοινωνίας («Η πόλη τη νύχτα», σ. 29):

κουβέρτες
κι άλλες κουβέρτες
σωρός κουβέρτες
μόνο κουβέρτες
(…)
ένας δρόμος στρωμένος κουβέρτες
κάτω πάνω γύρω από τον άνθρωπο
κουβέρτες
(…)

– πίσω του όμως στο γωνιακό πολυκατάστημα
κούκλες, κουκλάκια και τα ζωάκια τους
κοιμούνται στα κρεβατάκια τους
μακάρια.

Σε άλλα ποιήματα, τέλος, το δημόσιο/συλλογικό συμπλέκεται με το προσωπικό, η πολιτική νύξη με την εσωτερική, συναισθηματική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου. Ενδεικτικό είναι το ποίημα «Διαδρομές» (σ. 37).

Για τίποτα δε λυπάμαι

ούτε για τις λέξεις που δεν σημαίνουν τίποτα
ούτε για το κενό ανάμεσά μας
ούτε για τις μετά βίας διαδρομές
ανάμεσα από τραμπούκους μακεδονομάχους
ούτε καν γι’ αυτήν την πόλη που κάθε χρόνο
μας (εχ)θρέφεται δε νιώθω λύπη.

Το μόνο που κάπως με στεναχωρεί
και με στενεύει μες στο σώμα
είναι που όταν γυρνώ το βράδυ σπίτι

δεν είναι κανείς εκεί ν’ αγαπηθούμε.

Η θεματική που δεσπόζει, εντούτοις, σε αυτή τη συλλογή, όπως και στις προηγούμενες, είναι οι ερωτικές σχέσεις. Ο έρωτας, σε όλες του τις εκφάνσεις, μονόπλευρος ή αμοιβαίος, ανεκπλήρωτος ή πραγματωμένος, και με όλες του τις συναισθηματικές επενέργειες (χαρά, επιθυμία, αγωνία, ματαίωση, θλίψη, απόγνωση κ.λπ.) πρωταγωνιστεί σε πολλά από τα ποιήματα της συλλογής (βλ. λ.χ. «Δεσμός, σ. 9, «Στενό πέρασμα», σ. 15 κ.ά.). Μία νέα διάσταση, από την άλλη, προσδίδουν τα ποιήματα που θα λέγαμε «αυτοαναφορικά», ποιήματα στα οποία επιχειρεί γενικότερα να προσδιορίσει τι είναι και τι κάνει η ποίηση, είτε από την οπτική της ποιήτριας είτε από την οπτική του δέκτη. Από τι αφορμάται ο/η δημιουργός, τι πυροδοτεί τη γέννηση ενός ποιήματος; Ποιος ο ρόλος της ποίησης στη ζωή μας; Έτσι, βλέπουμε την ποιητική τέχνη να προβάλλεται, ανάμεσα σε άλλα, ως ένας τρόπος διαχείρισης των κάθε είδους ματαιώσεων: «Βλέπεις η ποίηση / Αντίθετα από την ιστορία / Γράφεται από τους ηττημένους» (σ. 12), θα γράψει. Αλλού πάλι εμφανίζεται να τροφοδοτείται από τα βιώματα του πόνου, καθώς: «Οι ποιητές δεν αγαπούν το Πάσχα / αγαπούν τον Γολγοθά» (σ. 22). Η ποίηση όμως εμπνέεται και από θετικά συναισθήματα, λ.χ. από την εσωτερική πληρότητα που προσφέρει ο αμοιβαίος έρωτας: «ποίηση είναι να μ’ αγαπάς και να μου το λες, ποίηση είναι να μ’ αγαπάς και να σ’ αγαπώ κι εγώ» (σ. 44). Σε ένα άλλο ποίημα, η αναγνωστική εμπειρία της ποίησης προσομοιάζεται με μία διαδικασία θεραπευτική: «Ανέλαβα την αγωγή εγώ προσωπικά. / (…) του διάβασα Dickinson, Καβάφη, Dylan Thomas Τόμας, / του έστειλα Cummings, και λίγο Rilke, λίγο Ελύτη,/ του διάβασα και δυo δικά μου» (σ. 24). Η ποίηση, τέλος, εξυμνείται ως καταφύγιο και σανίδα σωτηρίας από την πεζότητα της καθημερινής ζωής: «Τα ποιήματα είναι αστερισμοί σε χάρτη ναυσιπλοΐας / (…) οι σημαδούρες της μαύρης θάλασσας που μας σκεπάζει» (σ. 17).
Ένα άλλο στοιχείο που ξεχωρίζει κανείς σε αυτή τη συλλογή είναι η προσπάθεια της ποιήτριας να συνομιλήσει με την ελληνική λογοτεχνική παράδοση, αφομοιώνοντας και αξιοποιώντας δημιουργικά το έργο των μεγάλων «κλασικών» της λογοτεχνίας μας. Το επιχειρεί και ως δραματουργός, όταν λ.χ. δραματοποιεί διηγήματα του Παπαδιαμάντη (βλ. παράσταση «Αγρυπνία»), αλλά και ως ποιήτρια όταν αφορμάται από στίχους άλλων ποιητών, για να τους «επικαιροποιήσει» και να τους μεταφέρει στη σύγχρονή της πραγματικότητα, αναπτύσσοντας πάνω σε αυτούς τον δικό της ποιητικό λόγο. Το πιο χαρακτηριστικό ποίημα είναι το «Ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα» (σ. 27), το οποίο ανοίγει και κλείνει κυκλικά με έναν στίχο του Σεφέρη από το ποίημα «Ο βασιλιάς της Ασίνης», στην αρχή αυτούσιο και στο τέλος παραλλαγμένο

Με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη
λέει ο ποιητής
Και μέσα μου καθαρίζουν αιώνες αποκόμματα.
Πού έφτασε ο άνθρωπος
να κόβεται η καρδιά του
όταν ραγίζει μια οθόνη.
Πώς ξεμπερδεύει με λυκοφιλίες
με τη βοήθεια τηλεφώνων που χαλάνε.
Πώς πια δεν έχει χέρι στην επιλογή του
κι επιλογή στο χέρι του.
Η μόνη μνήμη που θυμάται είναι η RΑΜ του κινητού του.
Διαγραφή – Κάδος – Επαναφορά
Είσαστε σίγουροι πως θέλετε
Διαγραφή – Κάδος – Επαναφορά
Ο χρήστης που ίσως γνωρίζετε είναι στο…
(…)

Με τα σύγχρονα μνημεία και την αρχαία θλίψη
λέμε εμείς

Συμπερασματικά, θα λέγαμε πως η τελευταία ποιητική συλλογή της Λιούτσια φανερώνει μία διευρυμένη αντίληψη των πραγμάτων και μία ωριμότερη γραφή σε επίπεδο σκέψης και ύφους. Τα ποιήματα που συμπεριέλαβε προσδίδουν μία ενδιαφέρουσα ποικιλία, άλλα στοχαστικά, άλλα πιο λυρικά, άλλα κοινωνικοκριτικά – στο σύνολό τους όμως ιδιαίτερα δουλεμένα από μορφολογική άποψη. Η εικονοποιία, η ρυθμικότητα, η ανοικειωτική γλώσσα, οι ευρηματικές γλωσσοπλασίες, οι πρωτότυπες και εύστοχες μεταφορές είναι μερικές από τις αρετές της συλλογής, οι οποίες προοιωνίζονται ακόμα μεγαλύτερα ποιητικά επιτεύγματα στο μέλλον.

*Η Ξένια Συμεωνίδου είναι υπ. δρ Νεοελληνικής Φιλολογίας ΔΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου