31/12/22

Το «άγραφο ποίημα» του Γιάννη Δάλλα

Fred Boissonnas, Πέλαγος μεταξύ Σικελίας και Τυνησίας, κύμα και ασημί αντανακλάσεις, 1912, Βιβλιοθήκη της Γενεύης

Του Θεόδωρου Βάσση*

ΕΥΑΓΓΕΛΗ ΑΡ. ΝΤΑΤΣΗ, μη με λησμόνει, εκδόσεις Ηριδανός, σελ. 191

Το βιβλίο αυτό, με το μακρόσυρτο (ηπειρώτικο, ριζοβουνιώτικο) μοιρολόι του, με τους εγκιβωτισμένους, εναλλασσόμενους επιστολιμαίους, συναισθηματικούς/μουσικούς τόνους (piano/forte, adagiο/allegro) και με το τοπικό, σε πολλά σημεία, κλίμα του, θα μπορούσε να εκτρέψει τον (συγ)γραφέα του παρόντος κειμένου σε λογιών-λογιών συνειρμικές σκέψεις, ωθώντας τον να (ξανα)ζήσει τις αγαπημένες παιδικές (και όχι μόνο) στιγμές δίπλα στη βρύση «Μιράκι» του χωριού Ριζοβούνι (Ποδογόρα) Πρεβέζης. Στην ίδια βρύση που, στις αρχές της «γκρι» δεκαετίας του ’50 η Ευαγγελή Αρ. Ντάτση (γενν. 1939), νεαρή γοητευτική κόρη («το αγριοκάτσικο της Ποδογόρας»), έπινε το «νεαρόν ύδωρ» της, βιώνοντας τα πρώτα χτυποκάρδια για τον νέο άντρα (φιλόλογο και ποιητή) από την Φιλιππιάδα Πρεβέζης, Γιάννη Δάλλα (1924-2020), καθηγητή στο εξατάξιο Γυμνάσιο Θεσπρωτικού (Λέλοβα), κατά το σημαδιακό έτος (της γνωριμίας τους) 1953-1954. Ωστόσο, ο γράφων θα (προσπαθήσει να) συγκρατηθεί.
Στο, κατά βάση, αυτοβιογραφικό βιβλίο, τη «σπονδυλική στήλη» του οποίου αποτελεί η αλληλογραφία τους, «παρελαύνουν» στιγμιότυπα τόσο από την «οικογενειακή ιστορία» του ζεύγους (γάμος τους το 1958 με τρία παιδιά: Κωστής, Αλέξης, Χριστίνα) όσο και από την τοπική (ηπειρώτικη) ιστορία (Ριζοβούνι, Θεσπρωτικό, Φιλιππιάδα, Πρέβεζα, Άρτα, Ιωάννινα) και, ευρύτερα, από την εθνική ιστορία. Το βιβλίο, βιωματικό αμάλγαμα επιστολών, αναδρομικών αφηγήσεων και σχολίων μιας ολόκληρης ζωής, αποτελεί, αυτόχρημα, ένα σημαντικό ιστορικό τεκμήριο του β΄ μισού του 20ού αιώνα και των πρώτων δύο δεκαετιών του 21ου, σε σχέση με ορισμένες πτυχές της ελληνικής κοινωνίας.
Μέσα από τις σελίδες του αναδύεται η ζοφερή ατμόσφαιρα της δεκαετίας του ’50 στην επαρχία, με την «ανάπηρη» δημοκρατία (φευ!) στα «ντουζένια» της: μετεμφυλιοπολεμικό κράτος της Δεξιάς με την απηνή δίωξη των αριστερών (και κεντρώων ακόμη) πολιτών, με το «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων», με τις προγραφές, με την (παρα)αστυνομοκρατούμενη / χωροφυλοκρατούμενη εξουσία να σφίγγει τον κλοιό σε κάθε είδους «ξεμύτισμα» ελεύθερης σκέψης, συστατικά στοιχεία της συντηρητικής (το λιγότερο) δομής του σύγχρονου ελληνικού κράτους των «παραδοσιακών» ολιγαρχών και των νεοεισερχόμενων, που (ό,τι ψιμύθιο κι αν μετέλθουν) τούς το γυρίζει πίσω η (γυμνή) αλήθεια, γεγονότα που ο Γιάννης Δάλλας, όπως προκύπτει ανάγλυφα από το παρόν βιβλίο, τα έζησε «στο πετσί του».
Αλλά στο υπό εξέταση βιβλίο παρεισφρέουν και βιωματικά στιγμιότυπα λογοτεχνικής θεματικής, όπως η συνάντηση του ζεγαριού στο άκρως λιτό διαμέρισμα του Μίλτου Σαχτούρη, τα οποία έχουν ξεχωριστή σημασία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον (και για τον ειδικό νεοελληνιστή φιλόλογο /κριτικό λογοτεχνίας) παρουσιάζουν οι (βιωματικές) ερμηνείες ποιημάτων του Γιάννη Δάλλα εκ μέρους της συζύγου του, με παραδειγματικό σημείο αναφοράς τους στίχους Κι ο νους μου πλησιάζει νέον ελάφι/ μεσ’ απ’ την ερημία της εποχής και θέλει/ εδώ πίσω απ’ το φως να διημερεύσει/ στη χαμηλή σου βλάστηση παλεύοντας/ για λίγη αιωνιότητα («Παρθένια»).
Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλεφθεί μια άλλη, ουσιώδης, πλευρά τούτου του βιβλίου: η πνευματική/επιστημονική σταδιοδρομία της ίδιας της συγγραφέως. Η αγάπη της για τα Γράμματα και τις Καλές Τέχνες (π.χ. λογοτεχνία και ζωγραφική) εντείνεται, επεκτείνεται (και υπό την ευεργετική επίδραση του Γιάννη Δάλλα), για να καταλήξει στην επιστημονική ειδίκευση της ιστορικής/ κοινωνικής ανθρωπολογίας. Η Ευαγγελή Αρ. Ντάτση, καθηγήτρια στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας (τομέας Λαογραφίας) της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ύστερα από τις γόνιμες σπουδές της στην Ιταλία και την επαφή της με τον μαρξιστικό στοχασμό του Αντόνιο Γκράμσι και τις νέες ζητήσεις της κοινωνικής ανθρωπολογίας υπό τον Κλωντ Λεβί- Στρως (μέσω της γονιμοποιού σκέψης του Βλάντιμιρ Προπ), εισάγει, με ολίγους άλλους, τα νέα ρεύματα σκέψης στην επιστήμη της, βγάζοντας την Λαογραφία από την «αρχαία σκουριά» της φουστανέλας, του τσαρουχιού και της παραδοσιακής γυναικείας φορεσιάς. Οι παρατηρήσεις της, πότε ευθείες και πότε πλάγιες, αναδεικνύουν εναργώς το συντηρητικό ζόφο του πανεπιστημιακού κατεστημένου Ιωαννίνων, είτε του Τμήματός της είτε του Τμήματος Φιλολογίας, που, υπό την επιρροή του κλασικού τομέα, «ταλαιπώρησε» (και) τον Γιάννη Δάλλα.
Το βιβλίο χρήσιμο είναι να (συν)αναγνωσθεί με την αυτοβιογραφική συνέντευξη του Γ. Δάλλα προς το δημοσιογράφο (και ποιητή) Γιώργο Δουατζή (Γιώργου Δουατζή, Γιάννης Δάλλας «Να βγω από μένα…», Αθήνα: Καπόν, 2013). Ειδικά όσον αφορά στην πανεπιστημιακή σταδιοδρομία του Γ. Δάλλα ως καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (1986-1992), μία μικρή «γεύση» των οποίων δίνει η Ευαγγελή Αρ. Ντάτση: «[…] κατένευσα στην πρόταση του καθηγητή Ερατοσθένη Καψωμένου στα Γιάννενα. Εκείνη την περίοδο ήταν υπό έκδοση το έργο μου Ο Καβάφης και η δεύτερη σοφιστική. Ο Καψωμένος μού είπε να μην το εκδώσω και να το υποβάλω ως διδακτορική διατριβή, πράγμα που έκανα και η διατριβή εγκρίθηκε αμέσως. […] Με εξέλεξαν ως πρωτοβάθμιο καθηγητή στην έδρα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Ικανοποιήθηκα, γιατί ο τομέας Νεοελληνικής Λογοτεχνίας είχε μια πλούσια σύνθεση, που συνδύαζε και τη θεωρία και την ιστορία της λογοτεχνίας. Καθηγητές τότε, είμαστε ο Ερατοσθένης Καψωμένος, η Σόνια Ιλίνσκαγια, ο Ζάχος Σιαφλέκης και ο Γιώργος Βελουδής.» (σ. 112-113).
Ως προς τα «εν οίκω» του ζεύγους, κλείνοντας, παραθέτουμε τα λόγια του Γ. Δάλλα, όταν ερωτάται από τον Γ. Δουατζή ποια είναι η αγαπημένη του μυρωδιά: «Η άγρια ευωδιά του δάσους ή η λεπταίσθητη των λουλουδιών από τη βεράντα της γυναίκας μου». Ενώ, όταν ερωτάται σε ποιον θα έλεγε ένα μεγάλο ευχαριστώ, απαντά: «Στη φύση που με προίκισε και στην οικογένειά μου που με στήριξε.» (σ. 47, 49). Από την άλλη, η Ευαγγελή Αρ. Ντάτση επισημαίνει ότι ο Γ. Δάλλας τής εκμυστηρεύεται, σε «ανύποπτο» χρόνο, ότι «εμείς οι δυο αγαπηθήκαμε πολύ», ενώ σε επιστολή του («Αθήνα, πρωτοχρονιά 1955») την αποκαλεί «το άγραφο ποίημά» του. Πώς αλλιώς, άλλωστε, αφού η ακροτελεύτια εξομολόγηση/ δήλωση της συγγραφέως είναι: «Σ’ αγαπώ. Δεν σε πρόδωσα ποτέ.».

*Ο Θεόδωρος Βάσσης είναι φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου