21/8/22

Μπλε πλεμόνια

Έξετερ. Θάξτεντ.

Τον Αύγουστο αδειάζουν οι δρόμοι κι απωθούνται οι έγνοιες,
σαν τότε. Ένα βράδυ, ανέτοιμοι σχεδόν, κρυώναμε στο κατάστρωμα.
Το παλιό λεωφορείο κατέβασε το στριμωξίδι στην ακτή.
Το δικό μας σπίτι ήταν τέσσερα τετραγωνάκια στον βράχο
που έκοβε κάθετα την παραλία κι έμπαινε για πάντα στο νερό,
τέσσερα δωμάτια για πέντε οικογένειες, τέσσερις κύβοι Κνορ
κι ένα ξωκλήσι. Πέντε, γιατί ήταν κι η θεία Έλλη η εξ αγχιστείας,
του Θυροειδή παιδί.
Όταν δεν σφουγγάριζε, έπλενε σώβρακα στη σκάφη.
Όταν δεν έπλενε, έπαιρνε τα χάπια της στο παράθυρο.
Το πέλαγος απλωνόταν ασφουγγάριστο δίπλα στο καμπαναριό
του Άη Νικόλα. Στον λευκό σταυρό κάθονταν γλάροι με την πλάτη
στη θάλασσα. Οι γάτες της θείας, ζαλισμένες απ’ τη χλωρίνη,
κατέβαιναν να χέσουν στην άμμο.

Μια μέρα ήρθαν ανήσυχες, είπε η θεία, «κάτι είδαν».
«Ένιωσαν τον θάνατο κι ήρθαν πάνω».
Ίσως απλά να πεινούσαν, αλλά η θεία Έλλη, που κανονικά
τη λέγαν Μαρουλία, κι όταν τις χάιδευε, μελαγχολούσε,
«είδε κάτι στα μάτια τους», σκιάχτηκε και κατέβηκε στην πλαζ.
Είχαν ήδη ρίξει σεντόνι. Ήταν Άγγλος.
Ήταν παιδιά μπροστά, μα κάποιος το σήκωσε.
Ένας άσπρος ακίνητος Άγγλος. Ένα Μάντσεστερ.
Πιωμένο και τώρα, με θολό πρόσωπο. Μ’ ένα φύκι στο μέτωπο.
Χωρίς φλέβες.

Ω Λονδίνο, ω Ντόβερ, Μπράιτον, Πλίμουθ…
Ω μέρα που περπάτησες στον Τάμεση ευτυχής
νομίζοντας και ποθώντας.

Αλέξιος Μάινας
Από την ανέκδοτη συλλογή,
Καλοκαίρι στα λόγια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου