13/8/22

Το πάθος στον Παλαμά

Ηλίας Παπαηλιάκης, Το ηλιοβασίλεμα στο παλάτι, 2021, χρώματα λαδιού σε καμβά, 200 x 200 εκ. 


Του Γιώργου Βαρθαλίτη*

Ο Δημοτικισμός είναι θεμελιώδης για την ποιητική εξέλιξη του Παλαμά. Η προσχώρησή του όμως στη δημοτική από μόνη της δεν αρκούσε για να τον αναδείξει σε μεγάλο ποιητή. Μεγάλο ποιητή θα τον έκανε μόνο το ζωτικό στοιχείο που εκείνος, με τη σειρά του, θα εμφυσούσε στη γλώσσα. Τί είναι, εν τέλει, αυτό που ξεχωρίζει τον Παλαμά από τους άνευρους συνοδοιπόρους του, από έναν Δροσίνη, λ.χ., ή έναν Πολέμη; Πιστεύω πως αυτό είναι το πάθος του Παλαμά, ένα πάθος που παίρνει πολλές μορφές:

Φλόγα, στη γλώσσα τη δική μου, θεός γιατρός,
στη γλώσσα των ανθρώπων πυρετός, ω χάρη,
μη σβήσεις μέσα μου να καις και να με τρως,
φωτιά να κάμεις και ό, τι κρύο σε με κουφάρι.
Κι αλλού:
Το πάθος το στοιχειό, το πάθος που μας φτείρει
και που ποτέ δεν φτείρεται, και πάει μπροστά σαν νά ειταν
η αρχή των όντων, η φωτιά η γεννήτρα κι η κινήτρα..

Θα ήθελα να προσπεράσω τα “ποιήματα της αγάπης”, που απορρέουν από περιστατικά της συναισθηματικής του ζωής κι όπου πίσω τους αχνοφέγγουν οι κατά καιρούς μούσες του ερωτόληπτου πρεσβύτη, και να σταθώ σε εκείνα τα ποιήματα -κατά τη γνώμη μου, τα καλύτερα-, όπου αναφαίνεται η αρχέτυπη γυναίκα, το ιδεατό πρότυπο, που κυνηγούσε σ' όλη του τη ζωή τον Παλαμά. Εδώ είναι που ξεσπά το πάθος του ποιητή σ' όλη την παραφορά του.

Ξεχωρίζω, πρώτα-πρώτα, την Πανδώρα του “Ασκραίου”:
του σκοταδιού η αρχόντισσα, του δολερού η μοιράστρα,
η μυστική κι η δίγνωμη κ' η επίβουλη κ' η οχιά,
κοίτα! λουλούδι γίνηκε και βγήκε σε μια γάστρα,
που δαίμονες απάνθρωποι την πλάσανε θεϊκιά.
Θυμός θεού την έπλασε, να καίει, να συνεπαίρνει,
κρατάει μες το πανέρι της (μακριά! μακριά! μακριά!)
τα πονηρά και τα δεινά και τ' άγρια και τα φέρνει
για να σας λιώσει, άνθρωποι, μιαν ώρα πιο μπροστά.
Έπειτα την τσιγγάνα και τη γύφτισσα:
Μωρή ζητιάνα γύφτισσα, για πιάσε μου το χέρι,
πες μου κι εμέ τη μοίρα μου, κανείς δεν μας κοιτάζει,
μου τρώει γιαγκίνι την καρδιά και το κορμί μαράζι
κι ο λογισμός μου τι ποθώ, τι τρέμω δεν το ξέρει.
Συρτό σαν άγρια μουσική γρικώ το λάλημά σου,
κι είναι γητεύτρα η όψη σου, δοξεύτρα είναι η ματιά σου,
κι είμαι πρωτάρης ντροπαλός, τσιγγάνα καταλύτρα.
Στη συνέχεια τη Θεοφανώ της Φλογέρας:
Του ροδοστάματου κανί, της Αλεξάνδρας μόσχος,
ποτήρι πορφυρόχειλο γεμάτο από τον πόθο!
....................................................................

Με σκλάβωσες. Με υπόταξες. Παιδί σου. Πρόσταξέ με.
Στη σάρκα σου είν' η χώρα μου, στα μάτια σου η φωτιά μου.
Μια νύχτα στο κρεββάτι σου, στη Δαμασκό μια νίκη.
Μιλάς; Θερίζεις τις καρδιές. Γελάς; Τρυγάς τις γνώμες.
Γητεύτρα κ' η ομορφάδα σου και πνίχτρα κι η αγκαλιά σου,
κ' η δύναμή σου αλύπητη κ' η απόφασή σου τίγρη.
Με το σπαθί, και καταλείς, με το φαρμάκι, λιώνεις..
Και τέλος την ανώνυμη ερωμένη του Λουκρητίου από τους Βωμούς:
μάισα δεν πότισεν εσέ θανατερό βοτάνι,
αγάπη ήταν η μάγισσα και το πιοτί γυναίκα
κ' η πείνα για την ομορφιά κι η δίψα για τη σάρκα.

Το πάθος στον Παλαμά εκβάλλει στον θάνατο, όπως θα ήθελε και το Άσμα Ασμάτων, που διατρανώνει την “κραταιάν ως θάνατον αγάπην”. Το πάθος το ερωτικό σκοτώνει και τον Λουκρήτιο του “Θριάμβου” και τον Ησίοδο του “Ασκραίου”:

Και πότε μεσουράνιζε του λογισμού σου τ' άστρο
πλούσια παντού μοιράζοντας την αχτιδοβολιά του,
και πότε κατρακύλαγε του λογισμού σου τ' άστρο
στο νύχτωμα μιας άβυσσος ξανά για ν' ανατείλη
πια μ' ένα φως πιο θλιβερό κι απ' το βασίλεμά του.
Όσο που βρήκες λυτρωμό, και μ' όλα τα σκοινιά σου,
μια ορμή νικήτρας δύναμης τα ίδια σου τα χέρια,
τα χέρια που σε λύσανε και που σε παραδώκαν
από τα νύχια του Έρωτα στην αγκαλιά του Χάρου..

Εδώ ο Παλαμάς βρίσκεται ακέριος. Δεν ακούς πια τον απόηχο των γαλλικών διαβασμάτων του. Κάθε φράση, κάθε λέξη απαγκιστρώνεται βίαια απ' την καρδιά του. Δεν υπάρχει ίχνος εκείνης της ρητορικής οινοφλυγίας, που τον κάνει συχνά να αραδιάζει στίχους κι όταν η έμπνευση έχει κοπάσει. Δεν ξέρω πόσοι τέτοιοι στίχοι έχουν γραφτεί στη νεώτερη -κι όχι μόνον- ποίησή μας. Στον Σικελιανό, μ' όλη τη λυρική μέθη που τον συγκλονίζει, δεν διαβλέπεις ένα τέτοιο πάθος. Ο Ελύτης κινείται σ' άλλες περιοχές του ερωτικού. Ο Εμπειρίκος εκπίπτει σε χθαμαλή γενετήσια λαγνεία. Το ίδιο κι ο Καραγάτσης -για να περάσουμε στην πεζογραφία-, παρά κάποιες αιθρίες συναισθήματος.

*Ο Γιώργος Βαρθαλίτης είναι ποιητής και δρ φιλολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου