31/7/22

Πώς αποτιμάται η αξία του ανθρώπου;

Άποψη της έκθεσης «Brice Marden και Ελληνική Αρχαιότητα» στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης

Του ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ*

MICHAEL J. SANDEL, Η τυραννία της αξίας. Τι έχει απογίνει το κοινό καλό; Μετάφραση: Μιχάλης Μητσός, επιμέλεια: Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Εκδόσεις Πόλις, σελ. 447

Ο Μάικλ Σαντέλ, με αυτό το βιβλίο του, μετατοπίζει το πρίσμα μέσα από το οποίο εξετάζουμε το ζήτημα των ανισοτήτων. Εξακολουθώντας να συνδέει το φαινόμενο των διαρκώς αυξανόμενων ανισοτήτων με την αγορά και τη φονταμενταλιστική πίστη στη διαρκή προτεραιότητα και την αυταξία της, συσχετίζει αυτή την πίστη με το δεσπόζον αξιοκρατικό σύστημα. Στο πεδίο αυτού του συστήματος αναδεικνύεται η ατομική ευθύνη, όχι ως γνώρισμα ελεύθερης ατομικότητας, αλλά ως η κατεξοχήν παράμετρος που κρίνει την επιτυχία ή την αποτυχία κάποιου. Επιτυχία ή αποτυχία σε τι; Μα στη ζωή, φυσικά. Ο επιτυχημένος άνθρωπος είναι αυτός που σπούδασε και κατάφερε να αξιοποιήσει - ή, ακριβέστερα, να εκμεταλλευτεί - τις αποκτηθείσες γνώσεις. Υπό την έννοια αυτή, δηλαδή σε αυτό το πεδίο των νοητικών αναπαραστάσεων, η αξία ενός ανθρώπου καθορίζεται από την εν λόγω αποτυχία ή αποτυχία. Ο αξιοκρατικός λόγος καθίσταται κριτικός λόγος, αλλά όχι έτσι όπως μας τον δίδαξε η πολιτική νεωτερικότητα, δηλαδή ως λόγος εκφραστικός της κριτικής αυτενέργειας και της κριτικής, διανοητικής αυτονομίας. Είναι κριτικός ως επικριτικός. Είναι ο λόγος που θίγει αυτούς που δεν τα κατάφεραν. Ως εκ τούτου, μαζί με την εγκωμιαστική ανατίμηση των επιτυχημένων θορυβεί και η προσβλητική υποτίμηση αυτών που δεν ανταποκρίθηκαν στο να συγκεντρώσουν τους συγκεκριμένους δείκτες επιτυχίας. Οι τελευταίοι απλώς φταίνε. Είναι άξιοι της μοίρας τους και, κατά συνέπεια, ανάξιοι να απολαύσουν την αναγνώριση των άλλων. Αναγνωρίζονται, όμως, αλλά ως αποτυχημένοι. Ο Σαντέλ επισημαίνει μία νέα διαιρετική τομή. Ίσως να μην είναι νέα ως πραγματική κατάσταση, αλλά είναι νέα ως προς τη διαπιστωτική της εγκυρότητα, υπό την έννοια ότι κανείς άλλος δεν την επεσήμανε και δεν την περιέγραψε, προχωρώντας και στην αντίστοιχη ανάλυση, όπως ο Σαντέλ, σε αυτό το εξαιρετικό έργο. Αυτή η διαιρετική τομή επιφέρει αντίστοιχες διχαστικές συνέπειες. Εάν δηλαδή αυτός που «τα κατάφερε» είναι υπερήφανος για την αξία του, τότε ο άλλος που απέτυχε να ανταποκριθεί στους δείκτες που πιστοποιούν αυτό το «τα κατάφερε» είναι υπαίτιος για την αποτυχία του και, συνεπώς, υπεύθυνος και για την απαξιωτική του αντιμετώπιση από τους άλλους. Με τους άλλους, όμως, είναι εν κοινωνία, οπότε οι συνέπειες της απαξιωτικής αντιμετώπισης εγγράφονται στον ψυχισμό του και αφήνουν ένα βαθύ αποτύπωμα. Είναι το αποτύπωμα που θα σφραγίσει όχι μόνο την κοινωνική του συμπεριφορά, αλλά και τις πολιτικές του επιλογές. Ο Σαντέλ μάς προτείνει να δούμε έναν διαφορετικό τρόπο θεώρησης του ζητήματος των ανισοτήτων μεταξύ των ανθρώπων. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας στην ίδια την έννοια της αξίας του ανθρώπου, σε σχέση με το συζητούμενο αξιοκρατικό σύστημα και τις αντίστοιχες αξιολογικές κατατάξεις των ανθρώπων, όπως προκύπτουν από τα κριτήριά του και τη χάλκευση αυτών των κριτηρίων στο διανοητικό εργαστήριο της αγοράς. Ας δούμε, λοιπόν, πώς, κατά τον Σαντέλ, αλλάζει η σημασία της αξίας του ανθρώπου: «Η αξιοκρατική αλαζονεία αντανακλά την τάση των νικητών να δίνουν υπερβολική σημασία στην επιτυχία τους, ξεχνώντας πόσο τους βοήθησαν στη διαδρομή η τύχη και οι ευνοϊκές συνθήκες. Εκείνοι που βρίσκονται στην κορυφή έχουν την αυτάρεσκη πεποίθηση ότι αξίζουν την τύχη τους, όπως την αξίζουν και εκείνοι που βρίσκονται στον πάτο. Η στάση αυτή αποτελεί τον ηθικό συνοδοιπόρο της τεχνοκρατικής πολιτικής» (σ.45). Αλλάζει σε σχέση με τι; Το βιβλίο του Σαντέλ μάς επιτρέπει να συνδέσουμε τη κρίση των σύγχρονων δημοκρατιών με αυτήν ακριβώς τη θεώρηση της αξίας του ανθρώπου, η οποία οδηγεί στην εν λόγω αυταρέσκεια και τη συνακόλουθη απαξίωση των άλλων.
Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να σκεφτούμε το ερώτημα περί δίκαιης κοινωνίας με τη νεωτερική θέση περί αξίας του ανθρώπου, η οποία αποτέλεσε τον θεμελιώδη πυλώνα για την έδραση αντίστοιχων αρχών, όπως η ίση αναγνώριση και μεταχείριση όλων, ώστε να είναι εφικτή η ισότιμη συνύπαρξη όλων. Η αναγνώριση της θεμελιώδους σημασίας αυτής της αρχής προϋποθέτει ότι η ιδέα της αξίας του ανθρώπου αποτέλεσε συντακτικό όρο για τη δημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας, άρα και του δημοκρατικού κοινωνικού κράτους δικαίου. Αυτή η ιδέα τίθεται εν ταυτώ με τη αρχή της ίσης ελευθερίας και των συναφών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και προς όλους και προς τον εαυτό μας, εφόσον δεχθούμε ότι έχουμε καθήκοντα και έναντι του εαυτού μας. Χωρίς να οριοθετηθεί ένα ευρύ πεδίο ελευθερίας, εντός του οποίου να διασφαλίζεται πλήρως η ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών δικαιωμάτων, καθώς και η συνεπής τήρηση των αντίστοιχων υποχρεώσεων, δεν μπορεί κανείς να υπερασπισθεί την αξία της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του μέσα από το δικαίωμα ίσης συμμετοχής στην πολιτική, την κοινωνική, την πολιτιστική και την οικονομική ζωή και δραστηριότητα.
Εδώ, όμως, επανερχόμαστε στην προβληματική του βιβλίου. Αυτή η τεχνοκρατική πολιτική, καθώς και το συναφές προς αυτήν αξιοκρατικό σύστημα, οδηγεί τη δημοκρατία σε αδιέξοδο. Το τι συμβαίνει στην Αμερική, τη Γαλλία και τη Βρετανία το δείχνει πολύ καθαρά. Και στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ έχει διανοιγεί ένα βαθύ χάσμα που βαθαίνει όλο και πιο πολύ, με κίνδυνο να καταπιεί τη δημοκρατία, επειδή έχει ήδη καταπιεί την ισότιμη συνύπαρξη όλων. Το τελευταίο έχει ήδη συμβεί, ακριβώς επειδή έχει εδραιωθεί η βαθιά, διχαστική και απαξιωτική διάκριση ανάμεσα σε κερδισμένους και χαμένους, δηλαδή σε επιτυχημένους και ανάξιους. Εκεί αναδεικνύεται αυτό που ο Σαντέλ εύστοχα το αποκαλεί «η ύβρις της αξιοκρατίας». Η ύβρις ορίζεται και λογίζεται πάντα σε αναφορά προς μία υπερβολή. Η υπερβολή ορίζεται και λογίζεται πάντα σε αναφορά προς ένα μέτρο, το οποίο υπερβαίνει. Ποιο είναι αυτό το μέτρο, στην συγκεκριμένη περίπτωση και σε τι συνίσταται η υπέρβασή του; Είναι η αναγνώριση της εγγενούς αξίας του ανθρώπου. Μόνον αυτή αποτρέπει από το να θεωρεί κανείς ότι η επιτυχία του και το κέρδος που του αποφέρει δεν οφείλεται απλώς στο ότι το αξίζει, αλλά ούτε και το ότι η αποτυχία των άλλων οφείλεται στο ότι είναι ανάξιοι. Σε αυτό συνίσταται η, κατά Σαντέλ, «ύβρις της αξιοκρατίας». Και αυτή επιφέρει έναν τόσο βαθύ διχασμό, τον οποίον η σύγχρονη Αριστερά και Κεντροαριστερά δεν έχουν ακόμη συλλάβει, παρότι οι συνέπειες που επιφέρει είναι εμφανείς και αποτυπώνονται στην ενίσχυση και του Τραμπ και της Λεπέν και εν μέρει και στο Brexit.
Τι είναι όμως αυτό που έχει αξία για την κοινωνία, ώστε να κατανοήσουμε ποιοι είναι οι ηθικοί και αξιολογικοί όροι της κοινωνικής επιτυχίας; Σε τι συνίσταται αυτό το «κοινό καλό», για το οποίο αναρωτιέται ο Σαντέλ, στον υπότιτλο του βιβλίου του, «τι έχει απογίνει;». Ποια η σχέση του κοινού καλού με τα κοινά αγαθά; Και αυτά τα ερωτήματα συνδέονται με την αντιστροφή του μέτρου, το οποίο συνίσταται στην αναγνώριση της εγγενούς αξίας των ανθρώπων. Η αντιστροφή οδηγεί στο να θεωρείται άξιος ο πλούσιος, άρα ότι αξίζει απολύτως τον πλούτο του (χωρίς άλλους, τυχαίους ή μη, παράγοντες), και ανάξιος ο φτωχός. Το ζήτημα αφορά τον δεύτερο. Αφορά μια κοινωνία που μισεί τους φτωχούς, οι οποίοι δεν έχουν θέση στο κοινό καλό. Εφόσον κάποιος είναι πλούσιος, το να το αξίζει είναι συλλειτουργία πολλών παραμέτρων σε ένα πολυπαραμετρικό σύστημα, που περιλαμβάνει και την τύχη. Η μονομερής - και, συχνά, μονομανής - σύνδεση με την ατομική ευθύνη, που, στην αντεστραμμένη μορφή της συνδέει τη φτώχεια με την αποκλειστικά ατομική ευθύνη του φτωχού, παραβλέποντας το ότι επίσης εγγράφεται σε ένα πολυπαραμετρικό σύστημα πολυσχιδών ανισοτήτων και ατυχιών, οδηγεί στην ναρκισσιστική αποθέωση της επιτυχίας για τον πρώτο και την καταβαραθρωτική απαξίωση της αξιοπρέπειας και του αυτοσεβασμού για τον δεύτερο. Ο Σαντέλ, όμως, θα μας δείξει ότι αυτό σχετικοποιείται από τους ίδιους τους «προσοντούχους»: «Οι ελίτ αντιπαθούν τους ανθρώπους χαμηλής μόρφωσης περισσότερο απ’ ό, τι αντιπαθούν τους φτωχούς ή τους ανθρώπους των εργατικών στρωμάτων, επειδή θεωρούν ότι η φτώχεια ή η κοινωνική θέση ενός ανθρώπου οφείλεται, εν μέρει τουλάχιστον, σε παράγοντες πέρα από τον έλεγχό του. Αντιθέτως, οι χαμηλές εκπαιδευτικές επιδόσεις δείχνουν κατά τη γνώμη τους μια αποτυχημένη ατομική προσπάθεια, και κατά συνέπεια όποιος δεν έχει σπουδάσει στο πανεπιστήμιου ευθύνεται ο ίδιος για αυτό» (σ. 161). Αυτό οδηγεί στη λαϊκιστική εναντίωση προς τις ελίτ, διότι η απαξίωση, η υπεροπτική στάση και αλαζονική αντιμετώπιση πονάει τα υποτιμημένα στρώματα της κοινωνίας, ενίοτε, περισσότερο από τις οικονομικές ανισότητες. Γι’ αυτό έχει δίκιο ο Σαντέλ, όταν αντιτάσσει την αξιοπρέπεια της εργασίας προς την υπεροχή της αξιοκρατίας. Και έχει δίκιο, επειδή η άξια απάντηση στον λαϊκισμό δεν είναι η υπεροπτική του περιφρόνηση, αλλά ο κριτικός αναστοχασμός του φαινομένου και ίσως η επίγνωση ότι μόνο μια πλουραλιστική, δίκαιη κοινωνία, δηλαδή μια πολιτική δημοκρατία με κοινωνική δικαιοσύνη, να είναι η πραγματικά ριζοσπαστική απάντηση. Αυτό, όμως, προϋποθέτει και έναν μετριασμό του ατομικισμού, χάριν της ελεύθερης αναστοχαζόμενης ατομικότητας, του ανθρώπου που μαθαίνει να σχετικοποιεί το «εγώ» του, για να κατακτά, βήμα-βήμα, πότε σκοντάφτοντας και πότε ορθοβαδίζοντας, την αυτεξούσια προσωπικότητά του. Αυτό ίσως και να είναι χειραφέτηση από την τυραννία της «καταξιωμένης» υπεροψίας και της συναφούς μεγαλαυχίας. Αυτή είναι η δημοκρατική λύση. Και η δημοκρατία χωρίς μετριασμό δεν ευδοκιμεί.

* Ο Στέφανος Δημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου