31/7/22

Τελετουργική στόχευση

Άποψη της έκθεσης «Brice Marden και Ελληνική Αρχαιότητα» στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης

Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΠΟΥΡΑ*

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΛΟΥΡΗ, Αστικό ελάφι, ποιήματα, εκδόσεις Μελάνι, σελ. 48

Το ελάφι είναι σύμβολο ελευθερίας για όλους τους καταπιεσμένους αστούς. Χορτοφαγικό, αυτάρκες, μονογαμικό, ολιγότεκνο, τρυφερό, με τα τεράστια υγρά μάτια του κοιτάει μέσα στις πωρωμένες καταναλωτικές και καταναλώσιμες ψυχές μας. Η αθωότητα είναι πρόκληση στην αστειότητα της παραισθητικής Κοινωνίας της Αφθονίας, που ονομάτισε και ανέλυσε τόσο διεξοδικά ο Χέρμπερτ Μαρκούζε. Το αστός παρηχεί/συνηχεί με το αστείος και το πολιτισμένος είναι ευφημισμός, αφού «Ο Πολιτισμός ως Πηγής Δυστυχίας» έχει ήδη καταγγελθεί από τον πατέρα της Ψυχανάλυσης.
Οι ποιητές όλου του κόσμου, είτε είναι κινηματογραφιστές είτε πεζολογούν μετ’ ευτελείας και δραματουργούν άνευ δοκησισοφίας, έχουν αναγάγει το ελάφι ως σύμβολο του «φυσικού ανθρώπου» κατά Ρουσώ. Η «επιστροφή στη Φύση» είναι απολύτως λογικό και δίκαιο αίτημα στον αιώνα της κλιματικής αλλαγής, εκτός αν συγκρούεται με συμπλέγματα κατωτερότητας βιαίως εξαστικοποιημένων χωρικών, που χάνοντας τις αγροτοκτηνοτροφικές και τις αλιευτικές τους ασχολίες διαφθείρονται κι αλλοτριώνονται τόσο πολύ, έτσι ώστε να περιχαρακώνονται σε τσιμεντένια προπύργια, και στο ευάλωτο θωρηκτό του αυτοκινήτου τους βεβαίως, απαραίτητο αξεσουάρ και απόδειξη της ψευδαισθητικής ευημερίας τους. Ήδη από την εποχή του Μολιέρου «ταρτούφοι», αρχοντοχωριάτες, κατά φαντασίαν ποιητές και ψευδοδιανοούμενοι συνωστίζονταν γύρω από τα κέντρα εξουσίας, προκειμένου να αρπάξουν ένα κοκαλάκι από το πλούσιο γεύμα. Προσομοίαζαν όμως ελάχιστα με τους αρχαίους ποιητές, που τρέφονταν «με ψίχουλα από το τραπέζι του Ομήρου». Εκείνοι είχαν συνείδηση της μεγαλειώδους ταπεινότητάς τους. Η Τέχνη απαιτεί αυτογνωσία και οδηγεί στην αυτοβελτίωση, παραγωγό και συνδημιουργικό αποδέκτη. Είναι ένα επιτραπέζιο ή σκηνικό παιχνίδι, που απαιτεί τουλάχιστον δύο. Και είναι ήδη υπεραρκετοί. Πλήθος πολύ. Κι ενίοτε μη διαχειρίσιμο. Στην αναγνωστική περιπέτεια είμαστε πολλοί. Σύμβολα, κείμενα, διακείμενα, υποκείμενα κι αρχέτυπα, κολυμπούν (κι ενίοτε επιπλέουν) στην θάλασσα του ενεργοπληροφοριακού πεδίου, που συνέχει το νοητικό σύμπαν κι εμπεριέχει τουλάχιστον μία εμπλουτισμένη ή διευρυμένη νόηση, καταλύοντας έτσι τα όρια του ατομικού, ερωτοτροπώντας με κάποια φευγαλέα, ρευστή και ακαθόριστη εν πολλοίς Συλλογικότητα, που τέμνεται με ετερόκεντρους κύκλους και σφαίρες ιδιωτείας.
Μετά από αυτή την τηλεγραφική και γενικολόγο εισαγωγή, επανερχόμαστε στην υπαινικτική ποιητική συλλογή με τον συμβολικό τίτλο και το άκρως υποτιτλιστικό εξώφυλλο, όπου οι χαοτικές τηλεοπτικές κεραίες στις ταράτσες των ατάκτως χωροθετημένων πολυκατοικιών επισημαίνουν την προχειρότητα και το ευάλωτο κάθε «ιδιωτικού» ιδανικού οχυρού υπερπληροφόρησης, που απομακρύνει την δυνατότητα της Γνώσης, στην οποία είχαν βεβαίως πρόσβαση οι «πρωτόγονοι», παρακολουθώντας την Φύση και τα φαινόμενα και συντονίζοντας τον ενιαίο ψυχοσωματικό φορέα του σώματός τους με τον παγκόσμιο ρυθμό.
Οι αληθινοί ποιητές, ανεξαρτήτως χωροχρονικής προελεύσεως και χωρίς διάκριση φύλου, θρησκεύματος ή φυλής, επιφυλάσσουν για το ελάφι μια ξεχωριστή θέση στη Συλλογική Πανανθρώπινη Ενοχή, που το μόνο της «προπατορικό αμάρτημα» δεν ήταν το σεξ αλλά το διαζύγιο με την Φύση, την Μεγάλη Μητέρα Θεά, την Πανγαία - Παναγία.
Πέρα από κάθε ανιμισμό όμως, χωρίς «μαγική σκέψη», ποιητική σκέψη και λειτουργία δεν υφίσταται. Αυτός είναι και ο λόγος που έχει απαξιωθεί και περιθωριοποιηθεί ο Ποιητής και η Ποιήτρια, στερούμενοι το αρχετυπικό πνευματικό τους λειτούργημα. Απομένει μόνον μια ιδιότητα, που έχει ανάγκη της έξωθεν καλής μαρτυρίας και των παράπλευρων προστατευτικών εχεγγύων, προκειμένου να επιβιώσει σε έναν υλιστικό περίγυρο κατ’ εξοχήν πραγματιστικό και στεγνά, στυγνά, στενά ωφελιμιστικό.
Η Μαρία Κουλούρη γεννήθηκε στην Χαλκίδα το 1975. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Από τις εκδόσεις Μελάνι κυκλοφορούν άλλα τέσσερα ποιητικά της βιβλία. Στο Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου 2019 παρουσιάστηκε το υβριδικό της κείμενο, με τον συμβολικό τίτλο «Τροφή». Εργάζεται ως λογοθεραπεύτρια, σύμβουλος ψυχικής υγείας, εκφραστική θεραπεύτρια και ως εμψυχώτρια θεατρικών ομάδων ενηλίκων ατόμων με αυτισμό. Αυτά διαβάζουμε στο «αυτί» του βιβλίου και είναι άκρως κατατοπιστικά.
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο «στις ασήμαντες πόλεις». Επιτέλους, ένας ποιητής υψώνει φωνή και καταγγέλλει, εμμέσως πλην σαφώς. Ίσως γιατί μεγαλωμένη στην ρυθμική Χαλκίδα με την περιοδική παλίρροια, η ποιήτρια έχει αίσθηση του γήινου ρυθμού κι ως εκ τούτου μπορεί να πειραματιστεί (αναλογικά ή κβαντικά) με την συμπαντικό χάος, αλλά και με την αρμονία βεβαίως (για να θυμηθούμε το μνημειώδες έργο του Ζακ Μονό «Τύχη και Αναγκαιότητα»).
Σαράντα και δύο ποιήματα στεγάζει αυτό το βιβλίο, με τίτλους τόσο χαρακτηριστικούς, που δημιουργούν ένα άλλο «μετά-ποίημα» και λειτουργούν ως παραινέσεις ή ως παραγγέλματα για μια εσωτερική (κι εσωτεριστική ίσως) γυμναστική. Ας διαβάσουμε το ομότιτλο ποίημα της σελίδας 29: «ΑΣΤΙΚΟ ΕΛΑΦΙ// Αυτή την εποχή στην πόλη/ ένα ελάφι επιστρέφει/ Στο κοπάδι δεν θα λείψει/ Κάτω απ’ το χιόνι πίσω απ’ το βουνό/ μια έκπληξη άφησε παλιά/ Όπως τα λόγια του νεκρού/ πια μόνο ο ήχος επιμένει…». Νομίζω πως είναι χαρακτηριστικό σαν δείγμα, εξόχως περιγραφικό αλλά και δραματικό. Η δραματικότητα είναι ένα βασικό συστατικό στοιχείο σε αυτή την γραφή, που δεν υπερβαίνει τα εσκαμμένα/εσκεμμένα, αλλά παλεύει με το στοιχειό μέσα μας, ακόμα κι αν δεν το κατατροπώνει, το εξημερώνει παρ’ όλα αυτά (όπως συμβουλεύει ο «Ευτυχισμένος Πρίγκιπας» του Σαιντ-Εξυπερύ).
Λόγος συμπυκνωμένος και τελεστικός. Τελετουργική η στόχευση. Φράσεις σαν γνωμικά, όπως: «Ακόμα κι η πιο μεγάλη ανατροπή/ κάποτε έχει ξαναγίνει» [έτσι τελειώνει το ομότιτλο με την συλλογή ποίημα]. Ακόμα και το πρώτο ή δεύτερο ενικό πρόσωπο λειτουργεί γενικευτικά, αφαιρετικά, ως τρίτο ενικό, πρώτο πληθυντικό, ακόμα και ως τρίτο πληθυντικό. Το ατομικό διαχέεται στο συλλογικό και η δραματικότητα γίνεται θεατρικότητα, επιτρέποντας σε αυτά τα μονολογικά κείμενα τη σκηνική τους πραγμάτωση, δεδομένου ότι κυριαρχεί η απεύθυνση, η ανάγκη του υποκειμένου όχι μόνον να επικοινωνήσει αλλά να βοηθήσει τους άλλους γύρω του, με αποτέλεσμα να βελτιώσει το περιβάλλον, κατέχοντας βεβαίως την αρχετυπική σοφία του ανέφικτου κάθε τελειότητας. Η γοητεία της ποιητικής γραφής δεν συνηχεί τυχαία με την «γητειά». Ευτυχώς που υπάρχουν ακόμη λογοτέχνες που μας επιτρέπουν να ονειρευόμαστε, να διαλογιζόμαστε, να οραματιζόμαστε ένα φωτεινότερο μέλλον.

* Ο Κωνσταντίνος Μπούρας είναι επισκέπτης καθηγητής Θεατρικής Κριτικής στο ΕΚΠΑ και ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου