10/7/22

«Εναλλακτικές» σκηνοθεσίες, ματιές του πραγματικού

Burt Turrido Kadence Neill, Bence Mezei & Gabel Eiben φωτ.Jessika Schäfer


Της Παρασκευής Τεκτονίδου*

Ένας τηλεοπτικός αστέρας είναι σήμερα πρωθυπουργός μιας χώρας. Στιγμιότυπα από ψηφιακά βιντεοπαιχνίδια παρουσιάζονται ως αποδείξεις αεροπορικών επιδρομών, ολογράμματα θυμάτων δολοφονίας κάνουν «εμφανίσεις» σε τηλεοπτικές εκπομπές. Σκηνοθετημένες «οικογενειακές ιστορίες» εναλλάσσονται με «θεάματα πραγματικότητας» (reality shows), ανάλογης δραματικότητας, προς κατανάλωση και τέρψη των τηλεθεατών. Διαδηλωτές διαμαρτύρονται ενάντια στην οικολογική καταστροφή κρατώντας ένα πανό στο οποίο αναγράφεται η φράση «look up», ένα σύνθημα δανεισμένο από μια κινηματογραφική ταινία.
Πώς μπορεί άραγε η τέχνη να απαντά σε αυτές τις αλλεπάλληλες επικαλύψεις; Σε μια στιγμή που η «μικρή οθόνη» μοιάζει ολοένα να εκτείνεται και να διαστέλλεται, καθιστώντας τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό και τη μυθοπλασία, την παράσταση και την αναπαράσταση, θαμπά και πορώδη;
Ένας τρόπος φαίνεται να είναι, όλο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια, η αποκάλυψη των μηχανισμών της αναπαράστασης, η ανάδειξη της «τεχνητότητας» (artificiality) που ενυπάρχει εγγενώς στο καλλιτεχνικό έργο. Αυτή την οδό επέλεξαν δύο –τουλάχιστον– από τις διεθνείς παραγωγές που παρουσιάστηκαν στην Πειραιώς 260 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, μία από τη Βόρεια και μία από τη Λατινική Αμερική. Αναμετρήθηκε η κάθε μία με τα δικά της φαντάσματα, καλώντας μας να εξετάσουμε τόσο τις εντυπώσεις –ή άλλοι τις γνώσεις– που έχουμε για εκείνες όσο και την οικεία μας σχέση με το πραγματικό.

Burt Turrido, μια όπερα-περφόρμανς των Nature Theater of Oklahoma. Τρία αρχετυπικά φαντάσματα (με λευκά σεντόνια και δύο τρύπες στα μάτια) σώζουν την τελευταία στιγμή από βέβαιο πνιγμό έναν άντρα που δεν θυμάται το όνομά του. Ένα από αυτά, μια όμορφη μυστηριώδης γυναίκα του ζητά ως αντίτιμο «την καρδιά του», μια υπόσχεση που εκείνος δίνει αλλά αθετεί. Ο άντρας ναυαγεί σε ένα έρημο νησί, που κάποτε λεγόταν Greenland, γίνεται σκλάβος μιας δεσποτικής «βασίλισσας» και ενός «βασιλιά» που τον βαφτίζουν Burt Turrido. Όταν δεν ανταποκρίνεται στον ρόλο του τον φυλακίζουν. Μέσα από συναντήσεις και διαλόγους με ζωντανούς και φαντάσματα, αποκαλύπτεται ένα παρελθόν, γεμάτο, φόνους, ίντριγκες και έρωτες, που έχει οδηγήσει σε μια οικολογική καταστροφή, ενώ επί σκηνής συμβαίνουν, μεταξύ άλλων, εκτελέσεις, μια εγκυμοσύνη, μια γέννα, μια προδοσία, ερωτικές εξομολογήσεις και απορρίψεις όπως αρμόζει σε μια [αντι]όπερα. Όσοι ξεκίνησαν ζωντανοί τελικά πεθαίνουν, κάτι που δεν τους αποτρέπει να συνεχίσουνε τη σκηνική τους «δράση» ως φαντάσματα. Τα κύματα, οι καταιγίδες, τα ξεραμένα δέντρα, ένας ιπτάμενος δίσκος, το εσωτερικό του «παλατιού», το φόντο στήνονται και ξεστήνονται με την οικονομία, τον σουρεαλισμό, τη θεαματικότητα και το χιούμορ που έχει ένα παιδικό σχολικό θέατρο, ενώ η κινησιολογία ακολουθεί την ίδια λογική. Τρεισήμισι ώρες οι εξαιρετικοί περφόρμερ τραγουδούν σε «κάντρι» μουσική υπόκρουση, φορώντας καουμπόικες μπότες, –κάποιοι και καπέλα– ενώ χορεύουν ζωηρά στα «επεισόδια» που παρεμβάλλονταν Line dances, τους πιο «λευκούς» από τους αμερικάνικους χορούς. Οι μακροσκελείς διάλογοι που επιβραδύνουν την εξέλιξη της «πλοκής» υπονομεύοντας την οποιαδήποτε σκηνική «δράση» με παραπέμπουν στη σύγχρονη κουλτούρα της τηλεοπτικής σειράς, που έχει επιβληθεί στον σύγχρονο ελεύθερο χρόνο, συρρικνώνοντάς τον. Όπως ένας μεγεθυντικός φακός αποκαλύπτει λεπτομέρειες μιας υφής δίνοντάς μας ταυτόχρονα την αίσθηση ότι την απομακρύνει, έτσι, στην απόσταση που επιβάλλει πάντα η σκηνή, μεγεθύνονται και διαστέλλονται ενώ ανασυντίθενται τα συστατικά μιας Αμερικής όπως αντηχεί μέσα από τις πολιτισμικές της αναπαραστάσεις. Μια εύστοχη, οξυδερκής σάτιρα, που μου φέρνει στο νου παραφρασμένο έναν στίχο του Ελύτη ως ερώτηση: «Αν αποσυνθέσεις την [Βόρεια] Αμερική τι θα δεις στο τέλος να σου απομένουν έτσι ώστε να την ξαναφτιάξεις»;

Oassis de la Impunidad performers Diego Acuña, Nicolás Cancino, Lucas Carter, Mónica Casanueva, Carolina Fredes, Imanol Ibarra, Carolina de la Maza, Pedro Muñoz


Oasis de la Impunidad. Ένα διαφορετικό φάντασμα, ζωγραφισμένο σε ένα μεγάλο κάδρο μας υποδέχεται στη Όαση ατιμωρησίας του Marco Layera, με υπόκρουση ένα κονσέρτου του Μότσαρτ. Κάτω από το πανοπτικό, ελεγκτικό του βλέμμα, οι οχτώ περφόρμερ, ένας-ένας ή συχνότερα όλοι μαζί, εκτελούν με ακρίβεια και εξαιρετική τεχνική «πειθαρχημένες» χορογραφίες. Ο τρόπος που κινούνται, με αρκετές αναφορές στον ψηφιακό κόσμο, σωματοποιεί τις επιπτώσεις της καταστολής, του ελέγχου, των βασανιστηρίων και της βίας, με τέτοιο τρόπο ώστε κάποιες στιγμές αναρωτιέται κανείς ποιο είναι το όριο ανάμεσα στην αναπαράσταση και την πραγματική κακοποίηση (των περφόρμερ).
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και υπονομευτική η χρήση της μουσικής. Παραδοσιακά λατινοαμερικάνικα, αστικά και ποπ τραγούδια σε αυθεντικές εκτελέσεις ή «πειραγμένα» εναλλάσσονται με ήχους από πορείες, συνθέτοντας ένα ηχοτοπίο που καθρεφτίζει τις δικές μας ίσως φαντασιακές αντηχήσεις της λατινικής Αμερικής: παραδοσιακή, εορταστική, μελαγχολική, επαναστατική, αισθησιακή και σέξι.
Μια παράσταση που ανταποκρίνεται στις πρόσφατες διαδηλώσεις της Χιλής (2019) για την «αντιμετώπιση» των οποίων εφαρμόστηκαν σκληρά κατασταλτικά μέτρα που θύμισαν την ωμή δικτατορία του Πινοσέτ. Μια μορφή ακτιβιστικού θεάτρου που απαντά στην ανάγκη να πυκνώνουν οι συζητήσεις για την σύγχρονη ολοένα και περισσότερο επισφαλή κοινωνική εμπειρία που βιώνει το μεγαλύτερο κομμάτι του παγκόσμιου πληθυσμού. Στο πλαίσιο αυτό, δεν ενόχλησε τόσο η επιλογή, ιδιαίτερα στις σκηνές που περιλάμβαναν λόγο, να γίνει ιδιαίτερα επεξηγηματική, και κυρίως συναισθηματικά εκβιαστική, όπως όταν το γυμνό σώμα μιας ηθοποιού «τοποθετήθηκε» σε μια καρέκλα στην πλατεία και έμεινε εκεί μέχρι και μετά το χειροκρότημα.
Και στις δύο περιπτώσεις, με διαφορετικό τρόπο, ο «τέταρτος τοίχος» (που αδιαφανής περικλείει τη θεατρική σκηνή δίνοντάς μας την αίσθηση ότι παρακολουθούμε κάτι πραγματικό χωρίς να μας αντιλαμβάνονται εκείνοι που μπροστά μας με συναισθηματικό και ψυχολογικό βάθος εκδραματίζουν καταστάσεις) μοιάζει αδιάκοπα να μετατοπίζεται επιβάλλοντάς μας συνεχώς να αλλάζουμε –και ίσως να παίρνουμε– θέση.

*Η Παρασκευή Τεκτονίδου είναι δραματουργός, ερευνήτρια και κριτικός χορού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου