11/6/22

Η Κύπρος και η Γ΄ Διεθνής

Νίκος Χαραλαμπίδης, “The Mellow Power of the Russian Torch”, 2021, απόσπασμα video

Του Αλέξη Αλέκου*

ΣΠ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ - Μ. ΧΟΥΜΕΡΙΑΝΟΣ, Η εξέγερση του 1931, η στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου και η Γ' Διεθνής, εκδόσεις Τόπος, σελ. 208

Το βιβλίο έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό που υπήρχε σχετικά με την εξέγερση του Οκτώβρη του 1931 στην Κύπρο, αφού η κυρίαρχη ιστοριογραφία καταπιάστηκε κυρίως με τη στάση των αστών πολιτευτών και της Εκκλησίας, παραγνωρίζοντας τη δράση και το ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου, αλλά και τη σημασία της εξέγερσης στο κυπριακό αριστερό κίνημα.
Η σημασία του βιβλίου για την κυπριακή Αριστερά, αλλά και για τη μελέτη του κομμουνιστικού κινήματος, έγκειται στο ότι, αφενός, είναι η πρώτη φορά που αξιοποιούνται σοβιετικά έγγραφα που αφορούν το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου και, αφετέρου, ότι απαντά σε ένα ερώτημα που παρέμενε αναπάντητο για πολλές δεκαετίες: Τι ακριβώς έγινε στη «δίκη» του ΚΚΚ από το Βαλκανικό Γραφείο της Κομιντέρν. Για πολλά χρόνια, υπήρχε η διχογνωμία για το ποιο αφήγημα ίσχυε σε σχέση με την περιβόητη «δίκη». Σύμφωνα με τον ηγέτη του ΚΚΚ (και μετέπειτα του ΑΚΕΛ) Πλουτή Σέρβα, το κόμμα «καταδικάστηκε» από την Κομιντέρν επειδή δεν συνεργάστηκε από την αρχή της εξέγερσης των Οκτωβριανών με τον Αρχιεπίσκοπο και το τότε ενωτικό κίνημα. Από την άλλη, ο Ορφέας Οικονομίδης, Έλληνας κομμουνιστής δημοσιογράφος ο οποίος ήταν παρών στη διαδικασία του Βαλκανικού Γραφείου της Κομιντέρν, με επιστολή του αρκετά χρόνια αργότερα, το 1976, προς την Κ.Ε. του ΑΚΕΛ, ισχυρίζεται τα αντίθετα, ότι δηλαδή το ΚΚΚ καταδικάστηκε επειδή μετατράπηκε σε ουραγό των εθνικιστών, αφού εντέλει συμμάχησε μαζί τους.
Ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος και ο Μανώλης Χουμεριανός με την έρευνά τους έρχονται να ξεκαθαρίσουν αυτή την γκρίζα ιστορική περιοχή και αποκαλύπτουν, μέσα από τις απολογίες των ηγετών του ΚΚΚ αλλά και τα σχέδια απόφασης του Βαλκανικού Γραφείου, ότι η Κομιντέρν άσκησε πολύ αυστηρή κριτική στην ηγεσία του ΚΚΚ διότι δεν ενήργησε με τρόπο που το κόμμα να καταστεί ο βασικός επαναστατικός μοχλός της εξέγερσης του κυπριακού λαού.
Οι συγγραφείς, με αυστηρή προσήλωση στα έγγραφα απολογισμού των ηγετών του ΚΚΚ, μας προσφέρουν, πέρα από τα πιο πάνω, και πολλά άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία, τόσο για τα εσωκομματικά ζητήματα του ΚΚΚ όσο και για τη θεαματική ανασυγκρότηση του ΚΚΚ μέσα σε ένα μικρό και συμπυκνωμένο χρονικό διάστημα δέκα μηνών πριν από την εξέγερση και την εξορία των ηγετών του.
Σημαντικά βέβαια συμπεράσματα προκύπτουν σχετικά με την αντίληψη της Κομιντέρν για την -υπό βρετανική κατοχή- Κύπρο και το νεοσύστατο κομμουνιστικό κόμμα. Η Κομιντέρν, στο σχέδιο απόφασης, αναφέρει ότι το ΚΚΚ θα έπρεπε να προχωρήσει σε άμεση εξαγγελία και οργάνωση γενικής επαναστατικής απεργίας και δημιουργία επιτροπών δράσης στα πρότυπα των σοβιέτ. Παράλληλα, το ΚΚΚ θα έπρεπε να οργανώσει επιθετικό αγώνα κατά των Βρετανών και να εξοπλίσει τις μάζες με στόχο την εκδίωξη της βρετανικής εξουσίας και εγκαθίδρυση αγροτοεργατικής σοβιετικής δημοκρατίας από τις μάζες των Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου. Το σχέδιο απόφασης κατακρίνει την ηγεσία του ΚΚΚ ότι δεν εκπλήρωσε αυτό το καθήκον και ότι συμβιβάστηκε με τους «προδότες-εθνικιστές» και λιποτάκτησε. Χαρακτηρίζει ως «ανήκουστη» τη συμπεριφορά της ηγεσίας και ως πολιτική και ηθική χρεοκοπία την αδράνειά τους να διαβλέψουν τη δυνατότητα επαναστατικής δράσης και να καθοδηγήσουν τους εργάτες προς αυτή την κατεύθυνση. Το κείμενο δεν κατακρίνει την ηγεσία μόνο για τη στάση της τις μέρες της εξέγερσης αλλά και για τους μήνες που προηγήθηκαν, αναφέροντας ότι η ηγεσία του ΚΚΚ για ολόκληρο το 1931, «παρόλο που οι μάζες επιδείκνυαν μαχητική αγωνιστική διάθεση, δεν έγινε καμία σοβαρή προσπάθεια να οργανωθεί απεργιακός αγώνας». Και χαρακτηρίζει την πολιτική της ηγεσίας ως οπορτουνιστική, αντιμπολσεβίκικη και σοσιαλδημοκρατική.
Τα πιο πάνω μπορούν επιεικώς να χαρακτηριστούν ως υπερβολική και άδικη κριτική προς την ηγεσία του ΚΚΚ από την Κομιντέρν. Το Βαλκανικό Γραφείο, που είχε πληροφόρηση για τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Κύπρο, γνώριζε από πρώτο χέρι και από τον Πλουτή Σέρβα αλλά και από τους ηγέτες του κόμματος, Βάτη και Σκελέα, για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι Κύπριοι κομμουνιστές, είχε την απαίτηση από ένα κόμμα νεαρό, χωρίς καμία ουσιαστική καθοδήγηση και χωρίς ιδιαίτερη πολιτική εμπειρία, να ηγηθεί ενός επιθετικού αγώνα κατά των Βρετανών και να οργανώσει επαναστατικές επιτροπές δράσης. Οι συγγραφείς αποδίδουν αυτή την κριτική στο ότι η Κομιντέρν είχε υιοθετήσει μια πολύ αισιόδοξη εκτίμηση για τη δυνατότητα ξεσπάσματος νέων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, ένεκα και του πρόσφατου της Ρωσικής Επανάστασης. Προφανώς όμως παραγνώριζαν τις ιδιαίτερες συνθήκες μέσα στις οποίες δρούσε το ΚΚΚ.
Οι συγγραφείς, με αυτό το βιβλίο, πέρα από την κάλυψη του ιστορικού κενού στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως, προσθέτουν χρήσιμα στοιχεία σε μια συζήτηση που κρατάει εδώ και αρκετά χρόνια στην κυπριακή Αριστερά, σε σχέση με το ζήτημα της Ένωσης ως αντιαποικιακού συνθήματος και στόχου. Και καταθέτουν τη δική τους προσέγγιση όχι συνολικά αλλά ενταγμένη στο πλαίσιο της εξέγερσης του 1931. Μιας εξέγερσης η οποία αποτελεί κορυφαία στιγμή του αγώνα ενάντια στην αποικιοκρατία και ήρθε ως αποτέλεσμα της άγριας εκμετάλλευσης των αγροτών και των εργατών, της εξοντωτικής επιβολής φόρων και δασμών, που οδηγούσαν σε εξαθλίωση και απελπισία μεγάλη μερίδα του λαού. Εντοπίζουν την αντίφαση που αντιμετώπιζε το ΚΚΚ, όπου εύκολα μεν εξέφραζε τα αιτήματα του λαού για κοινωνικο-οικονομικές μεταρρυθμίσεις, δύσκολα όμως επικοινωνούσε με τα λαϊκά εκείνα στρώματα που υποστήριζαν την Ένωση.
Σε κάθε περίπτωση, το εξαιρετικό αυτό βιβλίο αποτελεί μια πολύ σημαντική έκδοση και συνάμα συνεισφορά στην κυπρολογική βιβλιογραφία, αλλά και στη μελέτη του κομμουνιστικού κινήματος ευρύτερα.

* Ο δρ Αλέξης Αλέκου είναι ιστορικός, μέλος του Δ.Σ. του Ινστιτούτου Ερευνών «Προμηθέας» της Κύπρου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου