5/6/22

Ποιητικός «νατουραλισμός»

Dennis Oppenheim, “Ghost Tantrums. Static Tremors”, 1989, γραφίτης, χρωματιστό μολύβι, αραιωμένο λάδι, λαδοπαστέλ, φωταυγής χρωστική σε χαρτί, 194 x 127 εκ.

Της Ευσταθίας Δήμου*

ΒΙΚΥ ΔΕΡΜΑΝΗ, Μικρές ταριχεύσεις, εκδόσεις ΑΩ, σελ. 56

Ο τίτλος της πρόσφατης ποιητικής συλλογής της Βίκυς Δερμάνη, Μικρές ταριχεύσεις, διαμορφώνει μια ευθεία σύνδεση με το ποίημα, ως αποτέλεσμα της δημιουργικής σκέψης και έκφρασης, αλλά και ως ένα είδος μνημείου το οποίο, μετά τη λεκτική επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται, μπορεί να αποκτήσει την προοπτική της διάρκειας, όπως ακριβώς ένα ταριχευμένο σώμα. Ο επιθετικός προσδιορισμός «μικρές» παραπέμπει και αντανακλά την έκταση των ποιημάτων, τα οποία αποτελούνται, σχεδόν κατά κανόνα, από λίγους στίχους, με τη Δερμάνη να προκρίνει έτσι την πυρηνικότητα και, κατ’ επέκταση, την εκρηκτικότητα, ως ιδιότητα και αρετή, η οποία έχει μια καίρια και καταλυτική λειτουργία και επενέργεια στον αναγνώστη. Η ποιητική γλώσσα διακρίνεται από αυτό που θα όριζε κανείς ως αιχμηρή ευαισθησία, ως μια διάθεση και τάση της ποιήτριας να μιλήσει ευθέως και ευθαρσώς, για όλα αυτά που η ίδια αντιλαμβάνεται υπό το πρίσμα της πτώσης και της κατάπτωσης των ανθρώπων και του τόπου, χωρίς όμως να απεκδύεται, να αδιαφορεί και να παρακάμπτει τον πόνο και τον σπαραγμό της, την οργή της και τη λύπη. Είναι αξιοσημείωτη η τόλμη με την οποία μιλά για τις μαύρες, θολές, αξεκαθάριστες πτυχές της σύγχρονης πραγματικότητας, για την παρακμή των ανθρώπων και των ηθών, για τις ντροπιαστικές καταστάσεις που μοιάζουν εξωανθρώπινες και εξωπραγματικές, τόλμη η οποία αντικατοπτρίζεται στο λεξιλόγιο που επιλέγει προκειμένου να υπηρετήσει και να σχηματοποιήσει την ποιητική της, που έγκειται σε αυτό που θα μπορούσε κανείς να προσδιορίσει ως ποιητικό «νατουραλισμό».
Ο θάνατος είναι πανταχού παρών, μόνο που πρόκειται για έναν θάνατο ο οποίος επισυμβαίνει μέσα στη ζωή ή καλύτερα αποτελεί την ίδια τη ζωή, έτσι όπως την προσλαμβάνει η ποιητική συνείδηση. Η Δερμάνη, αντί να μεταστοιχειώσει και να μεταπλάσει την πραγματικότητα, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να οραματιστεί την αναμόρφωσή της, επιλέγει την ευθεία και ευθύβολη αποκάλυψη, το «κατηγορώ», την καταδίκη. Η πορεία και η διαδρομή αυτή έχει όμως τα λυγίσματά της. Γιατί είναι φορές που η ποιήτρια δεν θέλει να κρύψει ή να καλύψει την ελπίδα και την προσμονή της, μια προσμονή όμως που συχνά πνίγεται μέσα στο δάκρυ και το παράπονο, από τη στιγμή που, καθώς φαίνεται, οι δυνάμεις του κακού και της καταστροφής υπερισχύουν και υπερνικούν. Είναι η κυριαρχία του μαύρου που σαν επιθετικός προσδιορισμός, αλλά και σαν διάθεση, απαντά πολύ συχνά στις συνθέσεις, κυριαρχία η οποία δίνει το στίγμα, τη ροπή προς τη δημιουργία ενός σκοτώδους σκηνικού μέσα στο οποίο, όμως, παραδόξως, υπάρχει ζωή, υπάρχει κίνηση. Πρόκειται για ένα σχήμα οξύμωρο, πάνω στο οποίο δομούνται και πλάθονται πολλά από τα ποιήματα και το οποίο φέρνει κοντά και συνυφαίνει την παγερότητα και την παντελή έλλειψη φωτός, με μια κινητικότητα που κάνει τον κόσμο να θυμίζει υπόγεια κατοικία και τους ανθρώπους ενοίκους και κατόχους μιας ζωής που δεν βγαίνει ποτέ στο φως. Δεν είναι μονάχα οι καταστάσεις του σύγχρονου βίου, αλλά και το ίδιο το ήθος των ανθρώπων, ως αποτέλεσμα του έθους, των συνηθειών και των πάγιων συμπεριφορών τους, που ευθύνεται για τον ξεπεσμό και την κατάντια: με ζήλο του νόμου και της τάξης/ ακοίμητος στέκομαι φρουρός// είμαι ένας άνθρωπος βολεμένος/ μα κάποιοι λένε πως/ είμαι ένας άνθρωπος νεκρός («Ένας άνθρωπος νεκρός»)
Το στοιχείο εκείνο που προεξάρχει, και πολλές φορές φαίνεται πως κινεί και κατευθύνει τη δημιουργία είναι το πάθος της ποιήτριας το οποίο, παρόλο που μεταφράζεται κάθε φορά σε διαφορετικό συναίσθημα, είναι αυτό που δίνει τον ρυθμό και τον τόνο, και το οποίο, ακριβώς επειδή είναι τόσο έντονο και χειμαρρώδες, διοχετεύεται σε λίγες μόνο λέξεις για να μπορέσει να φανεί, να προβληθεί, να ακουστεί. Δεν πρόκειται όμως για το πάθος ενός ανθρώπου που πονά και πάσχει, που ερωτεύεται και αγαπά, που νοσταλγεί και θυμάται, που βλέπει και συνειδητοποιεί, που θυμώνει και οργίζεται, είναι το ίδιο το πάθος της γραφής, που στέκεται σε ένα επίπεδο υψηλότερο και από εκεί μπορεί να κοιτά χαμηλά και να διαπιστώνει πως τα συναισθήματα αυτά, αν δεν μετατραπούν σε ποίηση, θα μένουν πάντα να αποτελούν το δηλητήριο της ψυχής. Η Δερμάνη χειρίζεται πολύ αποτελεσματικά το πάθος της, όχι επειδή το μετουσιώνει σε ποίηση, σε τέχνη, αλλά κυρίως επειδή, αντιστρέφοντας τους όρους, κάνει την ποίηση, την τέχνη της δηλαδή, πάθος και μάλιστα πάθος ακοίμητο. Έτσι, μέσα από αυτήν την ευθεία αντιστροφή η ζωή εισχωρεί στην τέχνη του λόγου και από εκεί στέλνει το στίγμα και τον παλμό της.

*Η Ευσταθία Δήμου είναι κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου