15/5/22

Δημιουργική γραφή

Του Φοίβου Γκικόπουλου*

«Για να γράψεις» σημειώνει ο Μπουκόφσκι «δεν αρκεί ο πόνος, χρειάζεται κι ένας συγγραφέας». Με αυτές τις προϋποθέσεις, δεν φαντάζεσαι τις σκέψεις του κακού μαέστρου Μπουκόφσκι για τις λεγόμενες σχολές δημιουργικής γραφής, τώρα πια και διά αλληλογραφίας, και για όποιον, που με μαθήματα, σημειώσεις, εγχειρίδια και ασκήσεις, θα ισχυριζόταν ότι μπορεί να διδάξει τη συγγραφή;
Αν, μετά την ανώδυνη έξοδο από την υποχρεωτική εκπαίδευση, δεν σε ενθουσιάζει να ανατρέξεις σε μια σχολή δημιουργικής γραφής, ανασυντάσσοντας τις δυνάμεις σου μπορείς να «προπονηθείς» στο γράψιμο. Όπως ένας αθλητής που επιθυμεί να καλυτερεύσει την απόδοση στο άθλημά του. Όπως και ο Τζακ Κέρουακ, που –κατά τον Τρούμαν Καπότε- δεν είναι ένας εξαιρετικός συγγραφέας, αλλά έχει ικανοποιητική απόδοση στο να …χτυπά τα πλήκτρα της γραφομηχανής.
Εφοδιασμένος με τα απαραίτητα (μολύβια με μαλακή μύτη, στυλό με λαμπερό μελάνι, έναν υπολογιστή που δεν γνωρίζει βλάβες και δεν αναγνωρίζει με μηνύματα ως λαθεμένες τις σωστές λέξεις) και μη ξεχνώντας το πλέον σημαντικό, δηλαδή όλους τους καλούς λόγους για να γράψεις ή να μην γράψεις, θα μπορούσες, αν δεν μάθεις στην εντέλεια τη συγγραφή, «να δεις» τι ακριβώς είναι: κάθε φορά παρατηρώντας τους βασικούς κανόνες της γραμματικής για να αποφύγεις λάθη και γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει μια διδακτική του ταλέντου, και ακόμη λιγότερο της εξυπνάδας, ούτε της φαντασίας, ούτε του ύφους. Έτσι ο Σέξπιρ ή ο Δάντης δεν θα μπορούσαν να διδάξουν σε κανέναν, έναν τρόπο να γίνουν Σέξπιρ ή Δάντης.
Ποιος; Τι πράγμα, Που; Πότε; Γιατί; Αν δεν είσαι απόλυτα πεπεισμένος ότι είσαι γεννημένος συγγραφέας, αρχίζοντας να γράψεις απάντησε στα παραπάνω ερωτήματα (λείπει το πιο σημαντικό «πώς;») της αγγλοσαξονικής δημοσιογραφικής σχολής, ικανά για κάθε συγγραφική τυπολογία. Να έχεις όμως πάντα στο μυαλό σου ότι δεν διδάσκεται και δεν μπορείς να μάθεις το φαντασιακό ως προϋπόθεση κάθε τέχνης.
«Κανείς δεν μπορεί να σας συμβουλεύσει και να σας βοηθήσει, κανείς», γράφει ο Ρίλκε από το Παρίσι, στις 17 Φεβρουαρίου του 1903, σε έναν νεαρό ποιητή που αναζητούσε υποδείξεις. «Κοιτάξτε μέσα σας. Αναζητήστε τον λόγο που σας καλεί να γράψετε∙ εξετάστε αν αυτός απλώνει τις ρίζες του στα πιο ενδόμυχα της καρδιάς σας. Αυτό μόνο: αναρωτηθείτε στην πιο σιωπηλή ώρα της νύχτας σας: είμαι υποχρεωμένος να γράψω;».
Η αξίωση ότι μπορείς να διδάξεις τη συγγραφή είναι απατηλή, όσο και η οπορτουνιστική ιδέα σύμφωνα με τη οποία «όλοι γράφουν». Αντίθετα, είναι λίγοι αυτοί που γράφουν: όπως είναι και λίγοι αυτοί που διαβάζουν. Πόσο μάλλον που σήμερα στην Ελλάδα το 5% των ενηλίκων δεν είναι σε θέση να διαβάσει και το 33% έχει σοβαρά προβλήματα στο να διαβάζει και να γράφει.
Εξάλλου, σύμφωνα με τις στατιστικές, τα τελευταία χρόνια το ποσοστό των Ελλήνων που σε ένα χρόνο καταφέρνει να διαβάσει τουλάχιστον ένα βιβλίο δεν φτάνει το 30%, ενώ ο αριθμός των αναγνωστών κάθε χρόνο όλο και φθίνει. Πρέπει επίσης να προσθέσουμε ότι τέσσερις Έλληνες στους δέκα δεν καταλαβαίνουν το νόημα μιας φράσης, ακόμη και απλής∙ και ότι το 50% των βιβλίων που είναι στο εμπόριο δεν πουλάει σχεδόν ούτε ένα αντίτυπο.
Για αρχή, περισσότερο από μια σειρά μαθημάτων για συγγραφείς είναι αναγκαία η πρακτική εξάσκηση στην ανάγνωση, που θα έθετε και το ερώτημα γιατί στην Ελλάδα δεν διαβάζονται βιβλία. Θα μπορούσαν να εμφανιστούν διαφωτιστικές απαντήσεις, καθεμιά και ένα αντικείμενο για χρήσιμες σκέψεις.
Δεν διαβάζουν βιβλία και λόγω ατάλαντων συγγραφέων. Μετά, γιατί δεν είναι της μόδας. Γιατί κυριαρχεί το κουτσομπολιό. Γιατί η συγκεχυμένη, μπερδεμένη, εκκωφαντική τηλεοπτική πάρλα υποβαθμίζει την προσοχή που απαιτεί η συγγραφή. Γιατί το βιβλίο δεν αποτελεί θέαμα. Γιατί το διάβασμα δεν κάνει ρίμα με την θεαματική επιτυχία και, πόσο μάλλον, με την καριέρα και το οικονομικό κέρδος. Γιατί δεν επιθυμούν ν’ αλλάξουν τις ιδέες τους (ειδικά όταν δεν υπάρχουν). Γιατί τα βιβλία βάζουν πολλούς ψύλλους στ’ αυτιά και «καταστρέφουν» τη νεολαία. Γιατί τα βιβλία τα γράφουν οι μισητοί διανοούμενοι. Γιατί η ζωή είναι δύσκολη και τα βιβλία είναι ακόμη πιο δύσκολα. Γιατί πρέπει να κρατάς τα πόδια σου στο έδαφος. Γιατί απασχολούμε τον ελεύθερο χρόνο μας με videogames και εικονικό σεξ. Γιατί χανόμαστε μέσα στην κίνηση. Γιατί έχουμε άλλα πράγματα να κάνουμε. Γιατί τα φιλμ είναι πιο αληθινά και δεν χρειάζεται να τα ξεφυλλίσουμε. Γιατί τα βιβλία καταλαμβάνουν πολύ χώρο στο σπίτι. Γιατί οι δημόσιες βιβλιοθήκες δεν λειτουργούν ικανοποιητικά. Γιατί ένα βιβλίο, σήμερα, κοστίζει σχεδόν όσο δυο πίτσες.
Αν πάλι διαβάζουμε το τελευταίο, πολυδιαφημισμένο, «το βιβλίο για το οποίο όλοι μιλάνε», το «μυθιστόρημα-σκάνδαλο», είναι «για να σκοτώσουμε το χρόνο μας» ή «για να ξεσκάσουμε».
Αλλά τίποτε όπως ένα βιβλίο –ένα καλό βιβλίο, εκείνο το «ακατανάλωτο» στο οποίο μπορούμε να επιστρέψουμε σε κάθε στιγμή- δεν είναι κατάλληλο για να σκοτώσουμε το χρόνο μας ή για να ξεσκάσουμε. Αντίθετα, το βιβλίο είναι χρήσιμο για να σκεφτούμε, να αισθανθούμε, ν’ ανακαλύψουμε, να αντικρίσουμε τη ζωή με μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Αλλά όποιος, έχοντας χάσει την επαφή με τον εαυτό του, δεν έχει εσωτερική ζωή, όποιος είναι ήδη νεκρός, δεν μπορεί να τα καταλάβει όλ’ αυτά. Όποιος είναι νεκρός δεν διαβάζει.
Κάθε πράγμα είναι εφήμερο, αλλά υπάρχουν βιβλία άφθαρτα και συγγραφείς αιώνιοι. Δεν έχει σημασία ότι ο Όμηρος έζησε στα χρόνια του πολέμου της Τροίας ή τον 7ο αιώνα π.Χ., ότι ο Δάντης πέθανε εδώ και αιώνες ή ότι από τον Μοντaίν, τον Σέξπιρ, τον Θερβάντες και τον Ντοστογιέφσκι, τον Νίτσε, τον Κάφκα, τον Σβέβο και τον Τζόις δεν έχουν μείνει ούτε τα κόκαλα.
Συχνά όλοι αυτοί αντιμετωπίστηκαν ως παρίες από τους σύγχρονούς τους, συχνά πένητες και περιθωριακοί, χλευασμένοι από τους μέτριους αλλά πιο ζωντανοί από τους ζωντανούς, παραμένουν δυναμικοί μάρτυρες του καιρού τους. Αστείρευτοι, προφητικά αληθινοί, σου μιλούν για καθετί το ανθρώπινο, σου δείχνουν τον εαυτό σου, σε σώζουν από την εγκληματική ηλιθιότητα της ιστορίας που υπαγορεύεται από την τυραννία, από την υποδούλωση της συνήθειας, από τον αλλοτριωτικό κομφορμισμό και την προπαγάνδα ή την κακοπιστία της εξουσίας.
Δεν είναι αθώοι, όπως δεν είναι και η γραφή τους. Αν είναι ικανοί να σε αναστατώσουν ή ακόμη και να σε πληγώσουν, σε ξεπληρώνουν και με τόκο υποστηρίζοντας εκείνη τη δημιουργική αξιοπρέπεια, τη μόνη αληθινή, που καθιστά τη ζωή αντάξια να τη ζήσεις.

*Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ

Βασίλης Βασιλακάκης, Άτιτλο, 2021, λάδι σε χαρτί, 50 x 70 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου