8/5/22

Ο Χαίλντερλιν στην Ελλάδα

Του Γιώργου Βαρθαλίτη*

Επιχειρώντας να μιλήσω για τον Χαίλντερλιν στην Ελλάδα, σκέφτομαι πως αυτός ο τίτλος αντεστραμμένος θα μπορούσε να είναι το θέμα ενός άλλου μελετήματος (η Ελλάδα στον Χαίλντερλιν), οπωσδήποτε πιο αναμενόμενου. Δεν γίνεται, βέβαια, να μη θίξουμε και αυτή την πτυχή του Γερμανού λυρικού, πολυσυζητημένη οπωσδήποτε. Εκείνο όμως που με ενδιαφέρει τώρα, με αφορμή και με την πρόσφατη μετάφραση του Θανάση Λάμπρου (Ποιήματα, εκδόσεις Αρμός), είναι εκείνη η απρόβλεπτη εκ των προτέρων μοίρα που έριξε τη σκιά του Νέου Υπερίωνος στο όψιμο έργο ενός σπουδαίου ποιητή μας. Μιλάω για τον Οδυσσέα Ελύτη. Είναι η δεύτερη φορά που το γερμανικό πνεύμα επιδρά γόνιμα στον νεότερο λυρισμό μας, με πρώτη, βέβαια, την επιρροή του γερμανικού ιδεαλισμού στον ύστερο Σολωμό.
Σε ελυτικούς στίχους όπως: Επειδή οι άνθρωποι αγαπούν τους τάφους και/ με ευλάβεια σωρεύουν όμορφα λουλούδια εκεί ακούγεται ευδιάκριτη η φωνή του Χαίλντερλιν, λες και τους ψιθύρισε στον Νεοέλληνα, σαν υποβολέας, το φάσμα του Γερμανού, ένα φάσμα που το βλέπουμε και αλλού να εμφιλοχωρεί στα γραπτά του αιγαιολάτρη. Πίσω απ’ την ευγενική Διοτίμα που «νοερά τραγουδώντας έφτασε να μεταβάλει το νου του ανθρώπου και τον ρου στης Σουαβίας τα ύδατα», εξαίρεται κι ο διογενής εραστής της: Επειδή από τέκνο τους Διός εκείνος/ Μες τις Άρπυιας τις αρπάγες πάλευε/ Κι ευλαβέστατα υπογραφόταν Scardanelli. Οι στίχοι αυτοί, οι τόσο εμπνευσμένοι, προέρχονται από τα Ελεγεία της Οξώπορτας, ενώ στο Φωτόδεντρο, γραμμένο κάποιες δεκαετίες πριν, διαβάζουμε: Ώστε λες δίκαιο θά ’χε ο Υπερίων που μιλούσε για άλλες μνήμες ευγενέστερων καιρών και προσέθετε «μας υπολείπεται πολλή και ωραία δουλειά όσο ν’ αγρεύσουμε το μεγαλείο».
Την τελευταία ετούτη φράση την αρύεται ο Ελύτης από τους Θρήνους του Μένωνος για τη Διοτίμα. Το παράθεμα αποτελεί φόρο τιμής και στον πρώτο άξιο μεταφραστή του Χαίλντερλιν στα ελληνικά, τον Τάκη Παπατσώνη, αφού δική του είναι η μετάφραση. Ο Παπατσώνης μετέφρασε τρεις κορυφαίους ύμνους του Γερμανού, αυτόν που προαναφέραμε, καθώς και τον Άρτο και Οίνο και την Πάτμο, στους οποίους προέταξε λαμπρά εισαγωγικά δοκίμια. Ποιητικά και ως αίσθηση γλώσσας και ρυθμικότητας, οι μεταφράσεις του Παπατσώνη είναι μια ιδιοφυής παραχάραξη. Εξηγούμαι: Ο Παπατσώνης ενοφθαλμίζει στον εξελληνισμένο Χαίλντερλιν, ο οποίος στην πρωτότυπην αλήθειά του χαρακτηρίζεται από παναρμόνια λεκτικήν απλότητα, όλη τη δαψίλεια της λόγιας ελληνικής. Η αλχημεία όμως πέτυχε. Οι προσμίξεις μοιάζουν με τα πρόσθετα σάκχαρα που αυξάνουν τις αλκοόλες στον οίνο. Ο κατά Παπατσώνη Χαίλντερλιν είναι ένα εκφραστικόν επίτευγμα.
Είπα πως δεν γίνεται να μη θίξουμε την ελληνολατρία του ποιητή, η οποία μπορεί να μας παραπλανήσει, ώστε να εκλάβουμε τον Χαίλντερλιν ως έναν νοσταλγό του παρελθόντος, τη στιγμή που υπήρξε, όσο κι αν εμφορήθηκε απ’ το ελληνικό θαύμα (ή ίσως ακριβώς για αυτό, μιας κι η επόπτευση του παρελθόντος δεν εσήμαινε, στην περίπτωσή του, τίποτε άλλο παρά απόσταση από το παρόν, ώστε να αγναντέψει τα ερχόμενα), τη στιγμή που υπήρξε, λοιπόν, υποφήτης του μέλλοντος. Έτσι τον θεωρεί κι ένας από τους συνεχιστές του, ο Στέφαν Γκεόργκε, δηλαδή ως πρόδρομο του «νέου βασιλείου».
Αλλά και στην ανασύσταση του παρελθόντος καταφέρνει, ακολουθώντας μια παράλληλη γραμμή με αυτή των πρώτων εμπνευσμένων αρχαιολόγων, να ξεσκεπάσει εκείνες τις εκφάνσεις του Ελληνισμού που αποσιώπησαν οι ίδιοι οι αρχαίοι κι έτσι να μας κομίσει μιαν έντονη και διαρκώς παρούσα αίσθηση ζωής.
Αφορμή για τούτες τις σκέψεις είναι ο μεγαλόπνευστος ύμνος του Αρχιπέλαγος, που κεντρικό θέμα του έχει τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Ο Χαίλντερλιν όμως, παραλαμβάνοντας τη σκυτάλη από τον Αισχύλο, τον αυτόπτη ανυμνητή της μεγάλης νίκης, εξιστορεί όσα παραλείπει εκείνος: την ερήμωση των Αθηνών από την περσική επιδρομή, την αγωνία των γυναικόπαιδων που παρακολουθούν την έκβαση του αγώνα (μια σκηνή, που όπως εύστοχα παρατηρεί ο Τάκης Παπατσώνης, έχει καταπλήσσουσες αναλογίες με τις Μεσολογίτισσες του Σολωμού, πρόσφυγες στη Ζάκυνθο, που κι αυτές αγωνιούν και ζητιανεύουν για τους πολεμιστές) και τέλος την ανοικοδόμηση του κλεινού άστεως, μετά τη συντριβή της περσικής ύβρεως.

*Ο Γιώργος Βαρθαλίτης είναι ποιητής

Αχιλλέας Απέργης, Χωρίς τίτλο, 1961-62, μπρούντζος, 178 x 81 x 35. εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου