28/11/21

Ο «καλός» Αυστριακός στον ελληνικό κινηματογράφο

Του Γιώργου Ανδρίτσου*

Η διαφορετική αντιμετώπιση των Αυστριακών στον ελληνικό κινηματογράφο ξεκινά με την ταινία του Νίκου Τσιφόρου Τελευταία αποστολή, στην οποία έχουμε δυο διαμετρικά αντίθετες αναπαραστάσεις των Γερμανών κατακτητών. Δίπλα στους σκληρούς και κυνικούς αξιωματικούς έχουμε τη συμπαθητική εικόνα ενός νεαρού στρατιώτη, ο οποίος παρουσιάζεται σαν θύμα του πολέμου. Ωστόσο δεν είναι Γερμανός αλλά Αυστριακός, γεγονός που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη διαφορετική αντιμετώπισή του. Η ταινία, με την οποία εγκαινιάστηκε μεταπολεμικά ο ασφυκτικός έλεγχος της λογοκρισίας στον ελληνικό κινηματογράφο, που συνεχίστηκε, με μικρά διαλείμματα χαλάρωσης, μέχρι το 1974,[1] εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Φεστιβάλ των Κανών το 1950 και κατατάχτηκε 3η ανάμεσα σε 8 ταινίες τη σεζόν 1948-1949, με 78.318 εισιτήρια στην Αθήνα, ενώ την επόμενη σεζόν ήταν 7η ανάμεσα σε 13 ταινίες, με 16.434 εισιτήρια.
Σε παρόμοιο κλίμα, στην ταινία Ολοκαύτωμα του Δημήτρη Παπακωνσταντή, σε σενάριο του Γιώργου Λαζαρίδη, έχουμε έναν αντιφασίστα Αυστριακό στρατιώτη, τον υποδύεται ο Χρήστος Πολίτης, που μισεί τους Γερμανούς και κατηγορεί τον Χίτλερ ότι «επιστράτευσε δωδεκάχρονα παιδιά». Μολονότι τραυματίστηκε βαριά από τους αντάρτες, θυσιάζει τη ζωή του για να σώσει τα παιδιά που επιχειρούν να αρπάξουν οι Γερμανοί σε αντίποινα για τον θάνατο 5 στρατιωτών. Ο Βασίλης Ραφαηλίδης σχολίασε ειρωνικά: «[...] Ο Αυστριακός που ’ναι ο καλός της ταινίας (ελληνομαθής μάλιστα) κι ο οποίος χρίεται Αυστριακός εξαιτίας της βαθύτατα ριζωμένης και σε μας φυλετικής ιδέας, σύμφωνα με την οποία όλοι οι Γερμανοί είναι από τη γέννα τους κακοί. Πρόκειται για αντεστραμμένη εφαρμογή του χιτλερικού δόγματος ‘του αμετάβλητου του πυρήνα της ανθρώπινης συνείδησης’ που βρίσκουμε και στο ‘Μάιν Καμπφ’ και που απετέλεσε τη βάση της ναζιστικής άποψης για τη μοναδικότητα της γερμανικής φυλής [...]».[2] Κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας πρώτου έργου νέου σκηνοθέτη και το βραβείο Β΄ ανδρικού ρόλου για τον Λαυρέντη Διανέλλο στο 12ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου το 1971 και κατατάχτηκε 28η ανάμεσα σε 90 ταινίες τη σεζόν 1971-1972, με 171.857 εισιτήρια.
Αξίζει να υπογραμμιστεί το παράδοξο φαινόμενο της διαφορετικής αντιμετώπισης των Αυστριακών στον ελληνικό κινηματογράφο, μολονότι δύο Αυστριακοί, ο Νοϋμπάχερ και ο Λερ, ασκούσαν τη στρατιωτική και την πολιτική εξουσία στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 1943.[3] Η διαφορετική αντιμετώπιση οφείλεται στην αθώωση των Αυστριακών μετά τον πόλεμο για το ναζιστικό τους παρελθόν και την ένταξή τους στο στρατόπεδο των θυμάτων, παρόλο που η Γερμανία προσάρτησε το 1938 την Αυστρία χωρίς να συναντήσει καμία στρατιωτική αντίσταση, ενώ ο εθνικοσοσιαλισμός απέκτησε πολύ μεγάλη δύναμη στη χώρα.[4]

* Το κείμενο βασίζεται στο βιβλίο του Γιώργου Ανδρίτσου, Κινηματογράφος και Ιστορία. Η Κατοχή και η Αντίσταση στις ελληνικές ταινίες μυθοπλασίας μεγάλου μήκους από το 1945 μέχρι το 1981, ΚΨΜ, Αθήνα 2020, σελ. 408

[1] Γιώργος Ανδρίτσος, «Η λογοκρισία στον ελληνικό κινηματογράφο (1945-1974)» στο Πηνελόπη Πετσίνη - Δημήτρης Χριστόπουλος (επιμ.), Η λογοκρισία στην Ελλάδα, Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, Αθήνα 2016, σ. 35-42.
[2] Βασίλης Ραφαηλίδης, «Ελληνικές ταινίες μεγάλου μήκους», Σύγχρονος Κινηματογράφος 16, Οκτώβριος-Νοέμβριος 1971, σ. 12.
[3] Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994, σ. 250.
[4] Eric Hobsbawm, Η εποχή των άκρων. Ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914-1991, μτφρ. Βασίλης Καπετανγιάννης, Θεμέλιο, Αθήνα 1991, σ. 191, 228.

Ρένα Παπασπύρου, Σκιές, πέτρες και τα δακτύλα μου, 1974 - 6, μελάνι,
προβολή μεγενθυμένου βότσαλου σε σελίδα εφημερίδας, μελάνι 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου