28/3/21

Το ’21 από τον 21ο αιώνα

Του Πέτρου-Ιωσήφ Στανγκανέλλη

Προδημοσίευση από τον πρόλογο του συλλογικού τόμου, Μάρθα Πύλια, Π.-Ι. Στανγκανέλλης (επιμέλεια), 1821. Διαδρομές εθνικού προσδιορισμού, με κείμενα από τα ετήσια αφιερώματα των “Aναγνώσεων”, που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Διαπολιτισμός

Ο τάφος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη βρίσκεται στο Πρώτο Νεκροταφείο της Αθήνας, δίπλα σε εκείνον της Σοφίας Βέμπο. Στο ίδιο νεκροταφείο βρίσκεται και ο τάφος του Κοραή∙ τα οστά του διακομίστηκαν εδώ απ’ το Παρίσι το 1877, παρά την επιθυμία του ιδίου, σε ένα γιγαντιαίο μνήμα διακοσμημένο με αιγυπτιακές σφίγγες. Αλλά και τα οστά του Κολοκοτρώνη έχουν μεταφερθεί στην Τρίπολη, και βρίσκονται σε κρύπτη στη βάση του κακόγουστου αγάλματός του, που δεσπόζει εκεί όπου κάποτε ήταν το σαράι, κοιτάζοντας ακριβώς απέναντι, στο δικαστικό μέγαρο, στα υπόγεια του οποίου κρατήθηκαν χιλιάδες πολίτες την δεκαετία του ’40, πολλοί δε από αυτούς οδηγήθηκαν στον όροφο του στρατοδικείου και στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ένα πανομοιότυπο άγαλμά του με εκείνο της αθηναϊκής οδού Σταδίου βρίσκεται στην Πλατεία Συντάγματος του Ναυπλίου, ενώ πίσω του ορθώνεται το Παλαμήδι, όπου φυλακίστηκε ο «Γέρος του Μοριά» αλλά και εκατοντάδες αριστεροί στην Ακροναυπλία...
1821 και 1940, στον δημόσιο χώρο και στον δημόσιο λόγο, μαζί και ταυτοχρόνως να μπλέκονται, σε έναν πάντοτε παροντικό και οριζόντιο χρόνο, δίχως χάσματα και παλινωδίες. Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα από το Πρώτο Νεκροταφείο, στο Μοναστηράκι, όχι μακριά από τα τσιφλίκια του Μακρυγιάννη, πλαστικά κακέκτυπα αρχαιοελληνικών γλυπτών πωλούνται μαζί με ασιατικής κατασκευής τσολιαδάκια. Αρχαίο κλέος και ανάδελφο έθνος, ελληνοχριστιανικός πολιτισμός και συλλογική αυτοεικόνα μιας πλαστής και πλαστικής παρελθοντολαγνείας.
Και κάπως έτσι, εν μέσω πανδημίας, θα γιορτάσουμε φέτος τα 200 χρόνια από την Επανάσταση – κι όχι τα 200 χρόνια «από την Ανεξαρτησία», ούτε φυσικά τα 200 χρόνια «σύγχρονου Ελληνικού Κράτους», όπως πανηγυρίζει η Επιτροπή «Ελλάδα 2021» και η κυρία Γιάννα Αγγελοπούλου.
Διακόσια χρόνια μετά, οι εθνικοί μύθοι καλά κρατούν. Θα εορτασθούν από το κράτος, τις κατά τόπους αρχές, τους κύριους Νομάρχες, τις απανταχού ομογενειακές οργανώσεις, τους καθ’ ύλην και ανέκαθεν αρμόδιους για την τόνωση του φρονήματος («σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές που περνά ο τόπος»), για τη διατράνωση της εθνικής μας ιδιαιτερότητας, την επίκληση στην Ενότητα, την Ομόνοια, την Ομοψυχία. Μπάντες θα παιανίζουν, ακόμα και σε άδειους, πανδημικούς δρόμους. Άλλη μια ευκαιρία για κακογραμμένα λογύδρια και πανηγυρικούς.
Άλλωστε, το 2021 ποιος θα μιλήσει για Επανάσταση; Σίγουρα όχι οι οργανικοί διανοούμενοι του ακραίου κέντρου, οι σοβαροί και πάντοτε νηφάλιοι απολογητές της εκάστοτε εξουσίας, οι εθνικοί τηλεπωλητές που έγιναν υπουργοί. Ούτε οι θιασώτες της «μεσότητας», οι πάλαι ποτέ και εσαεί κήρυκες του εκσυγχρονισμού, οι διαμένοντες μιας φαντασιακής Ευρώπης. Ούτε και μια κάποια Αριστερά που επαναλαμβάνει τους ίδιους μύθους, αλλάζοντας τα ονόματα των ηρώων, αντιστρέφοντας, ίσως, τα πρόσημα ενός εθνικού αφηγήματος, πασπαλισμένου, κάποτε, με μια εσάνς «λαϊκής ψυχοσύνθεσης».
Θα γραφούν, ίσως, άρθρα που θα αντιδιαστέλλουν την Επανάσταση από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και την εθνογένεση, συχνά χωρίς να τονίζουν την επαναστατική ρήξη που επέφερε το ’21 στην κοινωνία που το σκέφτηκε, το σχεδίασε και το έπραξε, παράγοντας μια νέα σκέψη και μια νέα κοινωνική πραγματικότητα, που θα άρχιζε να μη χωρά πια τα ίδια της τα μέλη.
Σε μια χώρα που, κάθε άλλο παρά της λείπουν οι σοβαροί ερευνητές –αντίθετα, περισσεύουν οι άνεργοι και απλήρωτοι– θα εκδοθούν σημαντικές μονογραφίες για την ελληνική Επανάσταση, που θα πουλήσουν μερικές εκατοντάδες αντίτυπα, στην καλύτερη των περιπτώσεων. Κι ακόμα περισσότερα βιβλία μιας χρήσης, «για το πλατύ κοινό», γεμάτα από τα πάθη και τους έρωτες της Μπουμπουλίνας, της Μαντώς Μαυρογένους ή του Υψηλάντη.
Με λίγα λόγια, στον χώρο της εθνικής-λαϊκής μονοφωνικής πολυφωνίας, θα συνεχιστεί το ίδιο έργο, που παίζεται τόσα χρόνια, με περισσότερους θεατές αυτή τη φορά. Κι αυτό που θα μείνει, είναι αυτό που συνήθως μένει. Κάποιες μνήμες από σχολικά εγχειρίδια, κάποιες εικόνες από πανηγυρικούς, κάποιες νότες από παιανίζουσες μπάντες.
Αυτό το βιβλίο δεν επιδιώκει να επαναλάβει το ίδιο, μονότονο, εθνωφελές τροπάριο. Είναι αποτέλεσμα μιας δύσκολης (και, εν πολλοίς, αυθαίρετης) επιλογής κειμένων από τα πάνω από εκατό που δημοσιεύθηκαν, τις δυο τελευταίες δεκαετίες, στις “Αναγνώσεις” της κυριακάτικης Αυγής.
Γράφοντας αυτές τις λίγες γραμμές, δεν θα μπορούσα παρά να αναφερθώ στη Μάρθα Πύλια. Χρόνια μετά τον θάνατό της, το όνομά της δεν βρίσκεται στο εξώφυλλο μόνο ως ένας επιβαλλόμενος φόρος τιμής. Υπήρξε η πρωτεργάτρια και το κέντρο του συλλογικού εγχειρήματος, των «Διαδρομών εθνικού προσδιορισμού», των αφιερωμάτων των “Αναγνώσεων” της Κυριακάτικης Αυγής στο ’21. Πολλά από τα κείμενα που ακολουθούν, από τη Μάρθα ζητήθηκαν, στη Μάρθα στάλθηκαν, από τη Μάρθα πρωτοδιαβάστηκαν.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η Μάρθα Πύλια, ιστορικός του οθωμανικού ελλαδικού κόσμου, αποτελούσε η ίδια πρότυπο, γι’ αυτό που προσπαθούσαν και προσπαθούν οι “Αναγνώσεις”, διά των Αφιερωμάτων, να συμβάλλουν. Σε μια δημοσιοποίηση των έγκυρων πορισμάτων της Ιστορίας, αλλά και των υπόλοιπων κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, σε ένα κοινό που διαβάζει εφημερίδες. Για την κοινωνική και, ουσιωδώς, πολιτική κίνηση της ανατροπής κραταιών αντιλήψεων για το παρελθόν – αλλά και το παρόν αυτής εδώ της χώρας.
Πιστοί και πιστές, οι συγγραφείς και οι συντελεστές αυτών των αφιερωμάτων, σε ένα νεωτερικό πρόταγμα διάχυσης της γνώσης σε ένα, όσο το δυνατόν, ευρύτερο κοινό. Χωρίς ποτέ να το κοιτούν αφ’ υψηλού, χωρίς ποτέ να παραμένουν στην επιφάνεια των πραγμάτων, αλλά, ανασκάπτοντας τα βαθιά εδραιωμένα στερεότυπα, προσπάθησαν και προσπαθούν να αναδείξουν το πώς κατασκευάστηκε το υφάδι ενός παρόντος που θα πρέπει επειγόντως να αλλάξει. Γνωρίζοντας, όπως θα έλεγε κι ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ότι είναι δύσκολη η προσπάθεια της εκ νέου αρπαγής της παράδοσης από τον κoμφoρμισμό, που είναι έτοιμος να την καταδυναστεύσει.
Σε καιρούς περασμένους, όταν η αστική τάξη ήταν ακόμα επαναστατική, κι έδινε μάχες κατά της αυθεντίας και της απόκρυψης, οι ευρωπαϊκές ακαδημίες επιστημών, και ιδίως η Royal Society, αναζητούσαν το σοκ που προκαλούσε η επαφή με το θαυμαστό, το περίεργο, το παράδοξο, το ετερόκλητο, το μοναδικό, για να κλονίσουν τα θεμέλια των αρχαίων θεωριών. Θεωρούσαν ότι ήταν αναγκαίο να ξεκινήσει κανείς από αυτό που προκαλεί έκπληξη (ως μη δυνάμενο να εξηγηθεί), διότι αυτό ήταν το μοναδικό πεδίο εμπειρίας που δεν είχε μολυνθεί από θεωρητικές επικαλύψεις, το μοναδικό πεδίο στο οποίο θα μπορούσε να θεμελιωθεί το νέο οικοδόμημα της αυθεντικής γνώσης.
Στους σκοτεινούς καιρούς που διανύουμε, ας έχουμε υπόψη και τις θετικές συνέπειες του σοκ για την έξαψη μιας περιέργειας προσανατολισμένης στην ανατροπή κοινών τόπων και κατεστημένων. Εκείνο το φως που θα αστράψει, έστω και την τελευταία στιγμή, ίσως να αποβεί ικανό για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας – και να διασώσουμε τους νεκρούς, από τους νικητές που διαρκώς επελαύνουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου