28/3/21

«Ελλάδα 2021»

Η συζήτηση που δεν έγινε

Του Δημοσθένη Κ. Γαβαλά*

Σε μεγάλο βαθμό, ζητήματα όπως αυτό που προσπάθησε να φέρει εις πέρας η Επιτροπή για το 1821 ήταν εκ προοιμίου αποτυχημένα. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι τέτοιου είδους τελετουργίες αντλούν τη νομιμοποιητική τους ισχύ μέσα από τη μαζική συμμετοχή, η οποία εκ των πραγμάτων ματαιώθηκε από τη μακρά συγκυρία της πανδημίας, αλλά ήταν πολύ περισσότερο η αίσθηση ότι η συγκρότηση ενός νέου μεγάλου αφηγήματος για την Επανάσταση, μιας νέας θεσμικής μεγάλης ιστορίας, εκκινούσε από κοινωνικά ρήγματα εξαιρετικά νωπά, ώστε να είναι δυνατή η εξασφάλιση έστω και μιας ελάχιστης συναίνεσης. Άλλωστε, οποιαδήποτε προσπάθεια υπονομευόταν από την ατελή ακροβασία μεταξύ της αφορμής για την εμβάθυνση και ενίσχυση της ιστορικής έρευνας και ενός φθηνού εορτασμού με συγκεκριμένο ιδεολογικό πρόσημο· αυτό κατά βάση ήταν και το περιεχόμενο της Επιτροπής για το 1821.
Αναζητώντας το ιδεολογικό στίγμα της επιτροπής, οφείλουμε να κινηθούμε σε δύο βασικούς άξονες· από τη μια, στα πρόσωπα που συγκρότησαν την επιτροπή και, από την άλλη, στη σχετική αρθρογραφία των μελών της, σε συνδυασμό με τα δελτία Τύπου της προέδρου, όπως φιλοξενούνται στο site και στα κοινωνικά δίκτυα της επιτροπής. Παράλληλα, θα μπορούσε να γίνει λόγος και για το «ημερολόγιο εκδηλώσεων», δηλαδή τις δημόσιες δραστηριότητες υπό τη διοργάνωση ή την αιγίδα της επιτροπής. Όμως, κατά πάσα πιθανότητα, από τη στιγμή που η συνθήκη της πανδημίας, είτε άμεσα είτε έμμεσα, φαίνεται να εμποδίζει τη διοργάνωση τέτοιων εκδηλώσεων, η επιτροπή κινήθηκε συμπεριληπτικά, χωρίς να θέσει ποιοτικά κριτήρια, και ενσωμάτωσε στους κόλπους της από τοπικές εκδηλώσεις για το «έπος του Διγενή Ακρίτα» έως και ακαδημαϊκά συνέδρια υψηλού κύρους και επιπέδου.
Αναφορικά με τη συγκρότηση της επιτροπής, την Γιάννα Αγγελοπούλου πλαισίωσε μια φαινομενικά ανομοιογενής ομάδα. Αρχικά, στην ολομέλεια συναντάμε άξιους ιστορικούς και ερευνητές των κοινωνικών επιστημών· μάλιστα, μέσα σε αυτούς μπορούμε να βρούμε μερικούς από τους σημαντικότερους διανοητές που συνδιαμόρφωσαν τις ιστορικές και κοινωνικές σπουδές στην Ελλάδα. Φυσικά, η επιτροπή δεν θα μπορούσε να απαρτίζεται μόνο από ιστορικούς. Μπορεί να συναντήσει κανείς άτομα που είχαν εμπλακεί οργανωτικά στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, «προσωπικότητες διεθνούς εμβέλειας και ακτινοβολίας» (;), έναν ναύαρχο σε αποστρατεία, καλλιτέχνες αλλά και τυχοδιώκτες που επένδυαν, με όχημα τον θεσμικό μανδύα, στην απόκτηση συμβολικού κεφαλαίου που θα μπορούσε να ρευστοποιηθεί σε μια πολιτική ή ακαδημαϊκή ατζέντα. Ανάμεσα τους και η Εκκλησία της Ελλάδας, προκαταλαμβάνοντας ακόμη περισσότερο το περιεχόμενο του διαλόγου που θα μπορούσε να διεξαχθεί. Ταυτόχρονα όμως, μίλησαν και οι σιωπές· μίλησε η απουσία σημαντικών ερευνητών του πεδίου, η οποία ουσιαστικά αποστερούσε την απαιτούμενη συναίνεση που προϋπέθετε η συγκρότηση ενός ενιαίου αφηγήματος. Φυσικά, ο ορισμός της Γιάννας Αγγελοπούλου, ενός προσώπου με συγκεκριμένο πολιτικό κεφάλαιο, ως προέδρου της επιτροπής, προεξοφλούσε τόσο το έργο όσο και το ιδεολογικό της περιεχόμενο. Σε αυτήν τη σημειολογία που σχηματίζεται, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας ότι η ανάθεση της προεδρίας ήρθε ως η πρώτη πράξη της νέας κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη μετά τις εκλογές του 2019, αποτελώντας, με έναν τρόπο, και τη φορτισμένη αφετηρία του ιδεολογικού της αφηγήματος. Η σε πρώτη ανάγνωση ανομοιογενής επιτροπή, εντέλει, εμφανίζει πολύ περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές.
Στον άξονα του δημόσιου διαλόγου, οφείλουμε σε πρώτη φάση να αναδείξουμε ακριβώς τη συζήτηση που δεν έγινε. Είναι γεγονός ότι η επιτροπή δεν κατάφερε να θέσει τα θεμέλια ενός γόνιμου διαλόγου, ούτε γύρω από την έρευνα της Επανάστασης ούτε όμως και για τις πολιτικές αφετηρίες που δυνητικά δημιουργούσε το ορόσημο του εορτασμού. Στο εσωτερικό της επιτροπής, οι όποιες εσωτερικές συγκρούσεις φαίνεται ότι αποσυμπιέστηκαν με την πρώιμη παραίτηση της καθηγήτριας Ιστορίας κ. Μαρίας Ευθυμίου, αναδεικνύοντας μια εικόνα εσωτερικής σύμπνοιας. Αντίστοιχα, η περιορισμένη πολεμική που δημιούργησε η αρθρογραφία του καθηγητή Φιλοσοφίας του Δικαίου κ. Αριστείδη Χατζή για τον Καποδίστρια, κινητοποιώντας τα πάντοτε θορυβώδη εθνολαϊκιστικά αντανακλαστικά, μάλλον έφερε στο προσκήνιο συζητήσεις οι οποίες είχαν διεξαχθεί στο παρελθόν εντός και εκτός της επιστημονικής κοινότητας, και με έναν τρόπο είχαν ολοκληρώσει τον κύκλο τους, παρά πρόσθεσε κάτι πραγματικά καινούργιο στον δημόσιο διάλογο.
Στην μεγάλη τους πλειονότητα, οι τοποθετήσεις των μελών της επιτροπής φαίνεται να περιστρέφονται γύρω από το τετριμμένο αφήγημα του εκσυγχρονισμού και τις μεγάλες του μάχες: παρελθοντικές, παροντικές αλλά κυρίως μελλοντικές, απέναντι στις ομάδες της «αντίδρασης και της συντήρησης». Άλλωστε, κεντρικό ζητούμενο για τους εορτασμούς για το 2021 ήταν πλέον η εμπέδωση ενός νέου εθνικού αφηγήματος. Ένα κράτος που γεννήθηκε μέσα από την Επανάσταση του 1821 και με ενδιάμεσες στάσεις, επιτυχίες και αποτυχίες, βρίσκεται στο ιστορικό παρόν της κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη και αναζητά τον σύγχρονο βηματισμό του. Αδιαπραγμάτευτα εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου διεκδικεί μια νέα θέση σε έναν κόσμο που αλλάζει με γρήγορους ρυθμούς. Με έναν τρόπο, ο εορτασμός, όπως καταστατικά κάθε εορτασμός και δημόσια εκδήλωση, αφορά κατά κύριο λόγο τους όρους της πολιτικής ηγεμονίας και του πολιτικού προσανατολισμού στο μέλλον, μέσα από μια διαδρομή που έχουν συγκροτήσει τα ιδεολογικοποιημένα ερωτήματα του παρόντος. Το αφήγημα, μάλιστα, ίσως να είχε και πιθανότητες διάχυσης, αν δεν είχε μεσολαβήσει η πανδημία και η αποστέρηση κάθε συζήτησης που αφορά τον μελλοντικό ορίζοντα, πόσο μάλλον τον συμβολικό, οδηγώντας το στην απαξίωση.
Βέβαια, είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός της εκσυγχρονιστικής οπτικής για την οποία έγινε λόγος. Άλλωστε, το πολιτικό στίγμα της επιτροπής δεν εκπορεύεται μόνο από την αρθρογραφία, αλλά συνολικά από τους άξονες που συγκροτούν την παρουσία της. Πρόκειται για μια εξαιρετικά συντηρητική εκδοχή του εκσυγχρονισμού· η «μυθολογική» εξωτικοποίηση της ελληνικής περίπτωσης, όπως αυτή προβάλλεται από τις κατά τόπους δηλώσεις και επισκέψεις της Γιάννας Αγγελοπούλου, συναντά ακριβώς την αναγωγή της μνήμης σε τουριστικό προϊόν μέσα από την πώληση των ακαλαίσθητων αναμνηστικών. Υπό τους ήχους του σαββοπούλειου «Ας κρατήσουν οι χοροί», όπως παρακολουθήσαμε και στο βιντεοκλίπ στο Καλλιμάρμαρο, και «πάντα με ορθοδοξία», όπως αυτή εκπροσωπείται και στην επιτροπή, συγκροτείται ένα αφήγημα πολλαπλών αποκλεισμών και κοινωνικών ιεραρχήσεων, ντυμένο με μια εκσυγχρονιστική αρθρογραφία. Μια ξεθωριασμένη μελλοντολογία κατ’ επίφασιν εξωστρέφειας, που καταλήγει να απευθύνεται πολιτικά και πολιτισμικά σε ομογενείς και τουρίστες, αναζητώντας τη μυθολογία του νέου εσωτερικού εχθρού της αντιμεταρρύθμισης. Η κρίση όμως δεν ήταν ατύχημα και το 2021 δεν είναι 2004. Ας αφήσουμε τους νεκρούς στην ησυχία τους.

* Ο Δημοσθένης Κ. Γαβαλάς είναι υποψήφιος διδάκτορας Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο)

Κωστής Δεσύλλας, Ο Αθανάσιος Διάκος, περ. 1870, λάδι σε μουσαμά, 154 × 117 εκ. Μουσείο Μπενάκη,
αποκτήθηκε με τη συνδρομή του Iδρύματος Iωάννου Φ. Kωστοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου