Theodore Leblanc (1800-1837), Ελληνικός χορός, Ρωμαίικα, 19ος αι., λιθογραφία, 17 × 24 εκ., Μουσείο Μπενάκη |
Του Στάθη Παυλόπουλου*
ΛΙΝΑ ΛΟΥΒΗ, Η Ευρώπη των Ελλήνων. Πρότυπο, απειλή, προστάτις, 1833-1857, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2020, σελ. 344
Επέτειοι όπως η φετινή, των διακοσίων χρόνων από την Επανάσταση του 1821, πέραν μιας επικαιρότητας εορτασμών που παράγουν, αφήνουν ουσιαστικότερα το αποτύπωμά τους στην κοινωνία όταν συνοδεύονται από αναστοχασμό και αυτογνωσιακές θεωρήσεις γύρω από τα γεγονότα, τη μνήμη και τις κληρονομιές τους ανά τους αιώνες. Ελπιδοφόρο αποτύπωμα αυτού του αναστοχασμού είναι η τρέχουσα παραγωγή πληθώρας νέων ιστορικών μελετών, εκδόσεων και ερευνητικών προγραμμάτων από πανεπιστήμια, ερευνητικούς και αρχειακούς φορείς, που ενισχύουν την κατανόησή μας γύρω από διαφορετικές κοινωνίες κι εποχές. Μεταξύ αυτής της πρόσφατης παραγωγής, ξεχωρίζει και η μονογραφία της ιστορικού Λίνας Λούβη.
Εύλογα στο σημείο αυτό θα αναρωτηθεί κανείς πώς μια μελέτη, τα χρονικά όρια της οποίας εκκινούν το 1833, μπορεί να σχετίζεται με το 1821. Απαντώ στο ερώτημα ευθέως× η μελέτη της Λίνας Λούβη αποτελεί πρωτίστως μια ενδελεχή έρευνα όχι γι’ αυτό που έγινε αλλά γι’ αυτό που δεν έγινε: για το «ανεκπλήρωτο 1821». Αυτό που οι Έλληνες του μικρού, εδαφικά, νεοσύστατου κράτους οραματίστηκαν και επεδίωξαν, βιώνοντας όμως συχνά την εκκωφαντική κατάρρευση και ματαίωση των προσδοκιών τους.
Η συγγραφέας, μέσα από μια ενδελεχή έρευνα στον Τύπο, επισκοπώντας διαρκώς στο κείμενό της την πολιτική και διπλωματική ιστορία του 19ου αιώνα, συγκροτεί μια μελέτη όπου ποικίλα επεισόδια και φάσεις του εθνικού ζητήματος διασταυρώνονται με το διαρκώς ποθούμενο «νέο 1821», απότοκο ενός καλπάζοντος συλλογικού φαντασιακού. Για να καλπάσει όμως περήφανα κι αγέρωχα πάνω στο άρμα της Μεγάλης Ιδέας, χρειαζόταν την προστασία της Ευρώπης. Ποιας Ευρώπης όμως; Για την απάντηση ας ανατρέξουμε στον τίτλο του βιβλίου: «της Ευρώπης των Ελλήνων». Η Ευρώπη αυτή -έννοια ρευστή, προσδιοριζόμενη όχι τόσο γεωγραφικά αλλά κυρίως πολιτισμικά- απαρτίζεται από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις, την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία. Δυνάμεις που, από εγγυήτριες για την ίδρυση του ελληνικού κράτους στα χρόνια της Επανάστασης και του Ναβαρίνου, μετατράπηκαν σύντομα σε «προστάτιδες», όρος που, όπως παρατηρεί η συγγραφέας, δεν απαντά σε κανένα διπλωματικό έγγραφο. Συνομιλώντας εκτενώς με τη σχετική βιβλιογραφία, η συγγραφέας καταδεικνύει ότι τα κύρια συστατικά αυτής της πολιτισμικής συνάφειας Ελλάδας και Ευρώπης τα είχε προσφέρει η ίδια η Ευρώπη στην Ελλάδα, μέσα από την εμπειρία του Διαφωτισμού και του Φιλελληνισμού. Η «προίκα» της ελληνικής αρχαιότητας και των χριστιανικών συμβόλων, μπολιασμένη με άλλα νέα ρητορικά σχήματα, θα αξιοποιούταν ως νομιμοποιητική βάση των ελληνικών αιτημάτων προς την Ευρώπη, ως πρόσφορο πεδίο διάκρισης και υπεροχής των Ελλήνων έναντι του «βάρβαρου» Οθωμανού Άλλου× εντέλει θα αξιοποιούνταν ως απόδειξη για τα διαχρονικά δίκαια του ελληνισμού.
Η μελέτη της Λίνας Λούβη αρθρώνεται σε τρία μέρη, καθένα από τα οποία αντιστοιχίζεται με τον τρίσημο υπότιτλο του βιβλίου: Πρότυπο - απειλή - προστάτις. Τρεις έννοιες που συμπυκνώνουν τις ιδιότητες που ο πολιτικά στρατευμένος Τύπος του 19ου αιώνα απέδωσε στην Ευρώπη, ανάλογα με την επίτευξη ή διάψευση των συλλογικών προσδοκιών των Ελλήνων. Ο άξονας ανάλυσης της μελέτης αναπτύσσεται γύρω από τρία ζητήματα - ορόσημα: τους πολιτειακούς θεσμούς, το εκκλησιαστικό - θρησκευτικό ζήτημα και την πολιτική πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας. Η μελέτη τεκμηριώνεται στέρεα, μέσα από μια εξαντλητική έρευνα στον Τύπο, κυρίως δε στις εφημερίδες Αιών και Αθηνά, βασικούς εκφραστές των δύο πόλων του καταστατικού διλήμματος ταυτότητας για το ελληνικό κράτος: Ανατολή ή Δύση; Όπως καθίσταται σαφές σε όλο το ανάπτυγμα του βιβλίου, το δίπολο αυτό παραμένει ανοιχτό και ανασημασιοδοτείται με βάση τη συγκυρία, ενώ διαθλάται μέσα από την πολιτική στράτευση των εφημερίδων, της Αθηνάς στο αγγλικό κόμμα και του Αιώνα στο ρωσικό. Πολιτικές ταυτίσεις που συχνά υποστέλλονται, όπως κατά τη δεκαετία 1833-1843, όταν το αίτημα για παραχώρηση συντάγματος από τον Όθωνα αποτελεί γενικευμένη στόχευση, συγκροτώντας έτσι ένα ενωτικό πεδίο στην δημόσια σφαίρα. Στην περίπτωση αυτή, οι δύο εφημερίδες, με οξύτερα ή ηπιότερα επιχειρήματα, σκιαγραφούν ένα ελληνικό έθνος-κράτος που έχει ως πρότυπό του την ευρωπαϊκή συνταγματική παράδοση, διοχετεύοντας το αίτημά τους στα ευρωπαϊκά ακροατήρια, ως οφειλή της Ευρώπης απέναντι στην Ελλάδα, μια δέσμευση που χρονολογείται από την εποχή της Επανάστασης.
Όταν όμως η δημόσια συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τα θρησκευτικά ζητήματα, οι κομματικές ταυτότητες ξαναϋψώνονται, οδηγώντας σε διαμάχη μεταξύ των εφημερίδων, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση την κήρυξη του Αυτοκέφαλου της Ελληνικής Εκκλησίας το 1833. Γύρω από το γεγονός, ο Αιώνας θα κηρύξει «ιερό αγώνα» εναντίον αυτού που θεωρεί ως σχίσμα από την κεφαλή της Ορθοδοξίας, το Πατριαρχείο, κάνοντας επαναλαμβανόμενες αναφορές σε δόλια σχέδια της Δύσης και του καθολικισμού εναντίον του ορθόδοξου ελληνικού έθνους. Η φιλοδυτική Αθηνά, από την άλλη, δηλώνοντας και πάλι πίστη στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, θα απαντήσει στις αντεγκλήσεις του Αιώνα μέσα από κοσμικά και θεολογικά επιχειρήματα, θεωρώντας τη δημιουργία ανεξάρτητου εκκλησιαστικού θεσμού ως δείγμα εκμοντερνισμού, παρακάμπτοντας θεολογικά το δίλημμα του Αιώνα, θέτοντας ως αδιαμφισβήτητη κεφαλή της Ορθοδοξίας τον Ιησού Χριστό και όχι έναν από τους δύο θεσμούς.
Η συγγραφέας παρακολουθεί την αναπαράσταση της Ευρώπης ως «απειλής» για την ορθόδοξη ταυτότητα των Ελλήνων και μέσα από άλλα επεισόδια, όπως οι δυτικές ιεραποστολές στην Ελλάδα και οι καθολικοί πληθυσμοί των Κυκλάδων. Στο τρίτο μέρος του βιβλίου της, καταδυόμενη στην πολεμική ατμόσφαιρα του Κριμαϊκού πολέμου και τη σφοδρή αναζωπύρωση του εθνικού ζητήματος, παρακολουθεί τις συχνά παραληρηματικές εθνικές εξάρσεις του Τύπου, ανασυνθέτοντας τις δύο διαφορετικές εκδοχές του λόγου περί «ελληνικής αυτοκρατορίας», όπως και τις πιο λόγιες επεξεργασίες περί «ελληνικού δυϊσμού» από το έντυπο Spectateur de l’Orient, επισημαίνοντας παράλληλα την τομή του Κριμαϊκού πολέμου για τη φιλορωσική μεταστροφή της ελληνικής κοινής γνώμης. Συνολικά, η μελέτη της Λίνας Λούβη, μέσα από γόνιμα και συμπληρωματικά πεδία εστίασης, καθώς και μια ρέουσα αφήγηση, συγκεντρώνει και παρουσιάζει τα κυρίαρχα μοτίβα ερμηνείας και αναπαράστασης της Ευρώπης στη δημόσια σφαίρα του ελληνικού 19ου αιώνα. Εισφέρει έτσι μια συνθετική και αυτογνωσιακή αποτύπωση των συλλογικών εθνικών προσδοκιών και διαψεύσεων που συνόδευσαν την ελληνική ανεξαρτησία.
* Ο Στάθης Παυλόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτορας Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου