6/6/20

Πώς φτιάχνεται η εργατική τάξη;

Αθηνά Κουμπαρούλη, Simulation, 2019, έργο υπό διαμόρφωση



ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ

E. P. THOMPSON, Η συγκρότηση της αγγλικής εργατικής τάξης, μετάφραση: Γιάννης Παπαδημητρίου, Πολιτιστικό Ίδρυμα του Ομίλου Πειραιώς, σελ. 842

Ορφανά είμαστε και μπάσταρδα της κοινωνίας
James Morrison, Pioneer, 22 Μαρτίου 1832

Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου του o Edward Palmer Thompson παραθέτει την παραπάνω φράση με το παράξενο σχόλιο πως, «δεν είναι αυτός ο τόνος της παραίτησης –είναι ο τόνος της περηφάνιας». Εννοώντας πως η ταξική συνείδηση, που εκδηλώνεται σε αυτήν, αφήνει ελάχιστο περιθώριο στην υποτακτικότητα.
Η μετάφραση και έκδοση του The Making of the English Working Class αποτελεί πραγματικά ένα ανεκτίμητο δώρο για την ελληνική κοινότητα των αναγνωστών. Είναι, σίγουρα, μέσα στα σημαντικότερα βιβλία που εκδόθηκαν στη χώρα εδώ και δεκαετίες. Και δεν υπάρχει ίχνος υπερβολής σε αυτήν την εκτίμηση –όποιος αποφασίσει να το διαβάσει είμαι βέβαιος πως θα συμφωνήσει.
Ο Τόμσον ενδιαφέρεται πολύ για τα ορφανά και μπάσταρδα της κοινωνίας, όπως είναι σε μια ορισμένη στιγμή της συγκρότησης της αγγλικής εργατικής τάξης ο τρόπος που η ίδια αντιλαμβάνεται τον εαυτό της. Το ενδιαφέρον του προφανώς πηγάζει από τις πολιτικές και ιδεολογικές του προτιμήσεις –τη στράτευσή του, ορθότερα.
Είναι, όμως, και επιστημονική επιλογή – ο Τόμσον ξέρει πως η ιστορία είναι «η ιστορία της πάλης των τάξεων». Αν θέλεις να κάνεις επιστημονική δουλειά στην ιστορία είσαι υποχρεωμένος να ασχοληθείς με τις τάξεις, οι οποίες, μάλιστα, δεν προϋπάρχουν της σύγκρουσής τους, αλλά συγκροτούνται μέσω της σύγκρουσης. Οι τάξεις δεν προσέρχονται για να παλέψουν, υπάρχουν μόνο παλεύοντας.
Έχοντας μια τέτοια «ταξική θεωρία» είναι προφανές ότι είναι ο ίδιος απολύτως και αδιάλλακτα εχθρικός απέναντι σε οποιαδήποτε δομιστική προσέγγιση των κοινωνικών τάξεων. Είναι περιβόητη, άλλωστε, η επίθεση που εξαπέλυσε εναντίον του Λουί Αλτουσέρ και του στρουκτουραλιστικού μαρξισμού της δεκαετίας του ’70. Νομίζω πως σε ό,τι υποστήριζε είχε εν πολλοίς δίκιο. Αυτό για το οποίο δεν είμαι βέβαιος είναι αν δικαίως ο στόχος του έγινε ο Αλτουσέρ. Για δύο λόγους: ο ίδιος ο Αλτουσέρ, με την Αυτοκριτική του, είχε παραδεχτεί πως, στα κείμενα της δεκαετίας του ’60, «το κουταβάκι του στρουκτουραλισμού είχε περάσει κάτω από τα πόδια» του, αλλά και, ακόμη περισσότερο, η προαγωγή, από μέρους του, της ιδέας του «υλισμού του αστάθμητου» τον έκανε, μάλλον, προνομιακό συνομιλητή παρά αντίπαλο του Τόμσον. Σε αυτά τα συμφραζόμενα, δεν είναι καθόλου παράξενο που ο Πουλαντζάς θα ξεπατίκωνε κυριολεκτικά τις διατυπώσεις περί τάξεων που υπάρχουν μόνο μέσα στην πάλη τους -και με κανέναν άλλο τρόπο.

Όπως το θέτει ο ίδιος ο Τόμσον: «Η εργατική τάξη δεν ανέτειλε ξαφνικά σαν τον ήλιο σε ένα δεδομένο χρονικό σημείο. Δεν συγκροτήθηκε παθητικά, αλλά συμμετείχε και η ίδια ενεργά στη συγκρότησή της. Τάξη και όχι τάξεις, για λόγους τους οποίους το παρόν βιβλίο σκοπεύει, μεταξύ άλλων, να εξετάσει […] Είναι αδιανόητος ο έρωτας χωρίς εραστές, όπως και η υποτακτικότητα δίχως γαιοκτήμονες και αγρεργάτες. Και η τάξη συμβαίνει όταν κάποιοι άνθρωποι, εξαιτίας των κοινών τους εμπειριών […] καταλαβαίνουν ότι έχουν κοινά συμφέροντα οι ίδιοι και, ακόμη, ότι αυτά είναι διαφορετικά και αντίθετα από τα συμφέροντα άλλων. Η ταξική εμπειρία προσδιορίζεται εν πολλοίς από τις παραγωγικές σχέσεις μέσα στις οποίες οι άνθρωποι γεννιούνται –ή εισέρχονται παρά την θέλησή τους. Ταξική συνείδηση είναι ο τρόπος με τον οποίο αυτές μεταπλάθονται με πολιτισμικούς όρους: γίνονται παραδόσεις, συστήματα αξιών, ιδέες και θεσμικές μορφές. Αν η εμπειρία εμφανίζεται ως προσδιορισμένη, δεν ισχύει το ίδιο για την ταξική συνείδηση» (σελ. 28).  
Ο Τόμσον, λοιπόν, παρακολουθεί καταλεπτώς τη διαδικασία συγκρότησης της πρώτης εργατικής τάξης στην ιστορία –και της ταξικής συνείδησης– με μοναδικές λεπτομέρειες, στα πενήντα χρόνια από την εκκίνηση της βιομηχανικής επανάστασης, με όλες τις κοινωνικές της συνδηλώσεις, μέχρι και τη δεκαετία του 1830. Διαμορφώνει μια γοητευτική αφήγηση, η οποία, πέραν του συγγραφικού του ταλέντου, χρωστάει πολλά στην μεθοδολογική του επιλογή να μιλήσει για την τάξη με κέντρο την, μυθιστορηματική κυριολεκτικά, βιωμένη εμπειρία της και τα κατασταλάγματά της. Κι ακόμη περισσότερα χρωστάει στη απεριόριστη συμπάθεια που αισθάνεται για τα υποκείμενα αυτών των βιωμάτων, εκείνους τους «εργαζόμεν[ους], που δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται απλώς ως οι χαμένες μυριάδες της αιωνιότητας, [αλλά είναι αυτοί] που φρόντισαν, επί πενήντα χρόνια και με ασύγκριτο ψυχικό σθένος, το Δέντρο της Ελευθερίας» (σελ. 812).
Όπως γράφει: «Θέλω να διασώσω τον φτωχό καλτσοπλέκτη, τον λουδίτη κόπτη υφασμάτων, τον υφαντή με τον «ξεπερασμένο» χειροκίνητο αργαλειό, τον «ουτοπιστή» τεχνίτη […] από την τρομερή υπεροψία των μεταγενέστερων» (σελ. 30).
Πράγμα, αυτή η διάσωση, που δεν απασχόλησε όλους όσους ενεπλάκησαν με το εργατικό κίνημα. Ίσα ίσα, πόσοι στην ιστορία του κινήματος, ηγέτες και θεωρητικοί, δεν αντιμετώπισαν τους «λουδίτες», για παράδειγμα με περιφρόνηση για την «καθυστέρησή» τους; «Που σπάγανε τις μηχανές», οι, έστω και δικαιολογημένα, μικρόμυαλοι –αλλά, πάντως, μικρόμυαλοι. Μόνο που οι «μικρόμυαλοι», ασύγγνωστα «από ιστορικής απόψεως» ενάντιοι στην «πρόοδο», είχαν χίλια δίκια. Ήξεραν πως η επέλαση της «προόδου» σήμαινε πολύ χειρότερη ζωή για τους ίδιους, τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, που αντί για παιχνίδι βρέθηκαν να εργάζονται στις βρωμερές καπιταλιστικές βιομηχανίες από τα πέντε και τα έξι τους χρόνια. Έβλεπαν ότι οι τόποι τους, που τόσο αγαπούσαν, μετατρέπονταν σε θανάσιμες χαβούζες, πραγματικές επιδημιολογικές βόμβες.
Είχαν τα δίκια τους οι «λουδίτες», όπως τα έχουν και σήμερα, απέναντι στη νέα επέλαση της «προόδου», ψηφιακής ή άλλης. Πολύ περισσότερο, πάντως, από τους τεχνολάτρες, που θεωρούν την συγκεκριμένη «εξέλιξη» αναπόφευκτη και δεν μπορούν να φανταστούν καμιά άλλη. Λες και η τεχνολογία είναι μία και μονόδρομη, αναγκαστική επιλογή για όλους, ό,τι κι αν σημαίνει η κυριαρχία της. 
Ήξερε εκείνη η σπουδαία «πλέμπα», η εμφορούμενη, σε αντίθεση με τους τόρηδες και τους ουίγους «φιλελεύθερους», από αδιάλλακτη προσήλωση στις εξισωτικές και δημοκρατικές αξίες, πως αυτό που συνέβαινε τότε δεν ήταν εξέλιξη γενικώς, αλλά άθλιος και κανιβαλικός καπιταλισμός. Αντιστέκονταν και καλά έκανε –και μαζί σκέφτονταν κι οργάνωνε τη δυνατότητα μια άλλης κοινωνίας.
Ποιος το λέει πως όλη αυτή η δυστυχία για γενιές μετέπειτα ήταν κάτι «παραγωγικώς αναπόφευκτο»; Γιατί δεν θα μπορούσε μια εξισωτική κοινότητα εργατών, ήδη από τότε, να είναι και πολύ –ποσοτικά και ποιοτικά- παραγωγικότερη;
Στο κάτω κάτω, όπως σημειώνει ο Τόμσον πολύ γλαφυρά, όλες οι παραγωγικές επιτυχίες των αφεντικών δεν ήταν παρά διανοητική και πρακτική υπεραξία αντλημένη, δια πυρός και σιδήρου, από τους εργάτες. Ήταν η υπεξαίρεση της εργασιακής –και όχι μόνο- κουλτούρας τους, που έκανε τον καπιταλισμό τόσο «νεωτερικό και καινοτόμο»
«Επρόκειτο ενδεχομένως για την πιο αξιοσημείωτη λαϊκή κουλτούρα που γνώρισε ποτέ η Αγγλία.  Εξέφραζε την τεράστια ποικιλία δεξιοτήτων των εργαζομένων […] Δίχως τα παραδοσιακά τους «μυστικά» και την εντυπωσιακή τους επινοητικότητα στον χειρισμό πρωτόγονων εργαλείων, οι εφευρέσεις της Βιομηχανικής Επανάστασης δύσκολα θα είχαν προχωρήσει πέραν του σχεδιαστηρίου» (σελ. 811).
Το βιβλίο είναι πραγματικός πνευματικός θησαυρός, σπουδαίο «μυθιστόρημα», μάθημα προχωρημένης θεωρίας, τόσο επίκαιρο που εκπλήσσει. Και βοηθάει πολύ να συζητήσουμε σημερινά ζητήματα στρατηγικής. Από τα πιο απαραίτητα αναγνώσματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου