6/6/20

Τα τέσσερα δάχτυλα

ΔΙΗΓΗΜΑ

Ελένη Ζερβού, Παιχνίδι ρόλων για την επικείμενη πτώση, 2020, εγκατάσταση 




ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Στον Νίκο και στον Μιχάλη

Το ξενοδοχείο είναι κεντρικό, στην οδό Πανεπιστημίου. Σφηνωμένο ανάμεσα σ’ ένα μεγάλο θέατρο κι ένα κτίριο γραφείων. Η πρόσοψη, καθώς και η πίσω όψη του στην οδό Φειδίου, είναι από τζάμι.
Έξω από κάθε δωμάτιο, ένα διακοσμητικό από αλουμίνιο, σε σχήμα πι. Οριζόντιο. Ελαφριά κατασκευή, βιδωμένη στο πλαίσιο της τζαμαρίας του κάθε δωματίου. Πάχος πέντε εκατοστά. Μέσα κούφιο. Όλο κι όλο, δύο φύλλα αλουμινίου, στερεωμένα με περτσίνια πάνω σε στραντζαριστή μπορντούρα από φύλλο αλουμινίου. Απορεί κανείς, πώς όλα αυτά τα πι στέκονται στη θέση τους, τόσες δεκαετίες.
Κάθε μήνα, ένας ωραίος άντρας, ψηλός και λεπτός, έρχεται άνετος, με το τζην και τα αθλητικά παπούτσια του, το μπλουζάκι του ή το φούτερ ανάλογα την εποχή, και καθαρίζει τα τζάμια του ξενοδοχείου. Αυτή είναι η δουλειά του.
Ξεκινάει πολύ πρωί, αρχίζοντας από τον έβδομο όροφο και τα άδεια δωμάτια. Μπαίνει σε κάθε ένα, αντικρίζει τη τζαμαρία στο βάθος, παίρνει βαθιά ανάσα. Τρία τζάμια στο κάτω μέρος, σταθερά, μη ανοιγόμενα. Τρία τζάμια πάνω, αντίστοιχα με τα κάτω, αλλά διπλάσια σε ύψος. Τα δύο πάνω είναι σταθερά. Μόνο το μεσαίο είναι ανοιγόμενο. Το ανοίγει, δηλαδή το σέρνει πάνω στον σιδηρόδρομο, κι αυτό έρχεται μπροστά από το πάνω αριστερό τζάμι.
Αφήνει κάτω τον κουβά με το νερό, ακριβώς στο κέντρο, κάτω από το άνοιγμα. Καβαλά τον σιδηρόδρομο, κάθεται. Ισορροπεί. Απλώνει το δεξί του πόδι προς τα έξω και το πατά στο αλουμινένιο πι. Σκύβει προς τα μέσα και παίρνει το εργαλείο βρεξίματος από τον κουβά. Σηκώνεται, πατώντας πάντα με το δεξί του πόδι στο πι. Το αριστερό του, όπως και το αριστερό του χέρι, είναι στη μέσα πλευρά και ακουμπάνε πάνω στην τζαμαρία. Το κεφάλι του περισσότερο έξω παρά μέσα, γιατί πρέπει να βλέπει τι κάνει.

Βρέχει το πάνω τζάμι. Κάθεται, πάλι. Φέρνει μέσα το βρεχτήρι και παίρνει τώρα το λάστιχο, το εργαλείο, όπως λέγεται στην αργκό του επαγγέλματος. Σηκώνεται, απλώνει το χέρι του, καθαρίζει το βρεγμένο τζάμι. Κάθεται πάλι, με το δεξί πόδι να πατά πάντα στο πι. Σκύβει, βρέχει το κάτω τζάμι∙ το καθαρίζει κι αυτό.
Κατεβαίνει. Ανεβαίνει πάλι, κοιτώντας τώρα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Πάλι η ίδια διαδικασία, πατώντας το αριστερό του πόδι στο πι.
Όταν τελειώνει, δεν κατεβαίνει. Βγάζει και το άλλο του πόδι έξω, το πατά κι αυτό στο διακοσμητικό αλουμινένιο πι. Στο δεξί του χέρι έχει το εργαλείο βρεξίματος. Με το αριστερό, τραβά μαλακά το μεσαίο τζάμι. Σχεδόν μέχρι να κλείσει. Όχι τελείως. Μένει ένα εκατοστό ανοιχτό, όσο το πάχος της παλάμης του. Γιατί η παλάμη του αγκαλιάζει το τζάμι.
Μέσα στο δωμάτιο είναι πια μόνο τα τέσσερα δάχτυλά του. Βρέχει το τζάμι. Το ανοίγει πάλι, μαλακά. Σκύβει, αφήνει το εργαλείο βρεξίματος από μέσα, στον κουβά. Παίρνει το λάστιχο. Κλείνει πάλι μαλακά το τζάμι. Το καθαρίζει. Το ανοίγει. Στρίβει, πατώντας το ένα του πόδι στο αλουμινένιο πι. Σηκώνει το άλλο του πόδι και το περνά μέσα στο δωμάτιο. Κάθεται στον σιδηρόδρομο. Ισορροπεί. Κατεβαίνει.
Τα χρήματα που παίρνει, κάθε μέρα, είναι πολύ καλά. Αντιστοιχούν σε έναν μηνιαίο κατώτατο μισθό. Τρεις μέρες κάθε μήνα, φτιάχνουν ένα σημαντικό ποσό. Εκείνη την εποχή, όλοι πηγαίνουν στο Δημόσιο, έχουν ανοίξει οι πόρτες. Χωριάτες και εργάτες της συνοικίας, κορίτσια ή και γυναίκες μεγαλύτερες, νιώθουν πως επιτέλους εξανθρωπίστηκαν. Κάποιοι βέβαια, όπως εκείνος, δεν πήγαν. Είχαν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση; Δεν ξέρω.
Μεγάλη έλλειψη στις χειρωνακτικές δουλειές, οι αμοιβές εκτοξεύονται. Πόσο μάλλον σε μια δουλειά επικίνδυνη, αλλά και ακόμη καινούρια, αδιαβάθμητη. Οι καθαριστές τζαμιών ισχυρίζονται πως βάζουν μέσα στο νερό του κουβά κάποιο ειδικό φάρμακο, έτσι το λένε, που το φέρνουν από την Αμερική, όπου το επάγγελμα έχει μεγάλη παράδοση. Δεν είναι παρά υγρό πιάτων, το οποίο το έχουν σ’ ένα μπουκάλι χωρίς ετικέτα. Όμως τα τζάμια καθαρίζουν, και λάμπουν. Δεν μπορούν να το κάνουν αυτό οι καθαρίστριες, ούτε κανείς άλλος. Πρόκειται απλώς για δεξιοτεχνία, που μαθαίνεται σε λίγο καιρό. Το εργαλείο είναι από μαλακό μπρούντζο, εύπλαστο για να του δίνει ο χειριστής του κάποιες αδιόρατες, απαραίτητες κλίσεις. Έχει ενσωματωμένο το λάστιχο, που αυτό κάνει την τελική δουλειά. Αλλάζεται κάθε μέρα, ή και στη διάρκεια της μέρας, γιατί είναι πολύ μαλακό, ώστε να εφαρμόζει τέλεια στο τζάμι, κι έτσι φθείρεται πολύ γρήγορα.
Δεν είναι φυσικά υπάλληλος του ξενοδοχείου. Σε περίπτωση ατυχήματος, η επιχείρηση θα έμπλεκε άσχημα. Έτσι, έχει δικό του γραφείο καθαρισμών. Ιδιοκτήτης, διευθυντής, και μοναδικός υπάλληλος, ο ίδιος. Το ξενοδοχείο έχει αναθέσει, με λεπτομερή σύμβαση, τη δουλειά στο γραφείο του, το οποίο κάθε μήνα εκδίδει το σχετικό τιμολόγιο, και όλα είναι άψογα. Σε περίπτωση ατυχήματος, μπορεί να διωχθεί μόνο ο ίδιος, ως επιχειρηματίας, που δεν πήρε τα ενδεικνυόμενα μέτρα ασφαλείας για το προσωπικό του.
Τι άλλο να έκανε το ξενοδοχείο; Πόσο μάλλον, που κανένας απ’ όσους έχει συνεργαστεί μέχρι τώρα δεν φορά ζώνη ασφαλείας. Το ίδιο είπε κι αυτός στον διευθυντή, όταν υπέγραφαν τη σύμβαση. Ότι δηλαδή είναι μεγάλη φασαρία να κουβαλάς μαζί σου τη ζώνη, να τη δένεις κάθε φορά από ένα κρεβάτι, να ανεβαίνεις και να βγαίνεις έξω, και κυρίως να έχεις συνεχώς αυτή στον νου σου, μη μπερδευτείς. Επικίνδυνη είναι τελικά η ζώνη.
Κι ένας άλλος κίνδυνος υπάρχει, ακόμη μεγαλύτερος, αλλά ευτυχώς προσέχουν οι καθαρίστριες του ξενοδοχείου. Επειδή κι εκείνες δουλεύουν παράλληλα με αυτόν, τις μέρες που τον βλέπουν να έρχεται για δουλειά ανοίγουν και κλείνουν πολύ προσεκτικά την πόρτα του κάθε δωματίου. Ένα βίαιο άνοιγμα, δημιουργεί ένα παλμικό κύμα αέρα, με αποτέλεσμα η τζαμαρία του δωματίου να πάλλεται ελαφρώς, μαζί και το χέρι του με το οποίο αυτός κρατιέται. Και, μέσω του σώματός του, ο κραδασμός πολλαπλασιάζεται στο αλουμινένιο πι. Να είναι καλά οι γυναίκες∙ τον προσέχουν.
Έχει αναλάβει ένα ακόμα ξενοδοχείο, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Εκεί πηγαίνει μόνο νύχτα. Είναι πιο εύκολα εκεί. Κάτω τζάμια δεν υπάρχουν, στη θέση τους είναι στέρεο μπετό. Και τα πάνω, είναι μόνο δύο τζάμια, κινούμενα και τα δύο πάνω στον σιδηρόδρομο. Μπορείς να τα καθαρίσεις πολύ εύκολα, καβαλώντας απλώς πάνω στον σιδηρόδρομο, καθαρίζοντας το μισό μέρος τους από κάθε πλευρά. Το κάνει κι ένας αρχάριος.
Το πρόβλημα όμως με τα ξενοδοχεία είναι άλλο. Αρχίζεις το πρωί να καθαρίζεις τα άδεια δωμάτια, και περιμένεις σιγά σιγά να αδειάσουν τα υπόλοιπα. Τρέχεις από όροφο σε όροφο, μόλις αδειάζει κάποιο. Μεγάλη φασαρία, και χάσιμο χρόνου. Με την προϊσταμένη να γκρινιάζει, ότι οι επόμενοι πελάτες περιμένουν στη ρεσεψιόν. Κι όταν καθαρίζεις έτσι, ανακατεμένα δωμάτια, πρέπει να βάζεις όλη την τέχνη σου, ώστε το νερό να μη στάξει στα τζάμια του αποκάτω ορόφου, τα οποία τα έχεις ήδη καθαρίσει. Ο εφιάλτης της σταγόνας, λέει χαμογελώντας, κάθε φορά που βλέπει μία να στάζει στο καθαρό τζάμι του κάτω ορόφου.
Έτσι, σε αυτό το ξενοδοχείο πηγαίνει βράδυ. Και αρχίζει κανονικά, από τον πάνω όροφο. Συνήθως, σε κάθε όροφο υπάρχει τουλάχιστον ένα δωμάτιο άδειο. Ανοίγει τα συρόμενα τζάμια, βγαίνει στο τσιμεντένιο περβάζι, το οποίο είναι σχετικά άνετο, περί τα πενήντα εκατοστά, και καθαρίζει με την ησυχία του. Περνά στο δίπλα περβάζι, προσέχοντας πολύ όμως, γιατί στο ενδιάμεσο διάστημα το τσιμεντένιο περβάζι στενεύει, γίνεται το μισό. Καθαρίζει το διπλανό, μετά το επόμενο, και όλα τα τζάμια του ορόφου. Όταν ξημερώνει, σταματά. Μόνο που προσέχει να δουλεύει αθόρυβα, γιατί οι πελάτες του ξενοδοχείου κοιμούνται μέσα από τα τζάμια. Κανείς όμως, ποτέ, δεν διαμαρτυρήθηκε. Κανείς δεν αντελήφθη τι συμβαίνει έξω από το τζάμι του. Βοηθάει σε αυτό και ο θόρυβος της λεωφόρου, που είναι συνεχής. Αλλά κι εκείνος προσέχει. Ποτέ δεν καθάρισε τα τζάμια κάποιου δωματίου, βλέποντας ότι έχει φως. Πήγε στο επόμενο, τελείωσε όλον τον όροφο, εν ανάγκη έκατσε σε ένα περβάζι, πήρε ένα τσιγάρο από το πακέτο που έχει πάντα στην κάλτσα του δεξιού ποδιού του, ώστε να μην τον εμποδίζει όταν δουλεύει, και το κάπνισε, απολαμβάνοντας τη θέα και τη δροσιά του Πεδίου του Άρεως, μέχρι που είδε ότι το φως έσβησε. Φως αναμμένο, έστω και χαμηλό φως, που σημαίνει πως ίσως οι ένοικοι έχουν περιπτύξεις, δεν είδε για πάνω από μισή ώρα.
Μια χαρά βγαίνει η δουλειά έτσι. Τελειώνει σε μία μέρα, δηλαδή σε μία νύχτα, αν θέλει, αλλά αφήνει έναν-δύο ορόφους για την επόμενη νύχτα, επειδή έχει πάρει τη δουλειά σε ψηλή τιμή, δηλαδή λίγο πιο πάνω από την τιμή που την είχε ο προηγούμενος, ο οποίος όμως δούλευε μέρα. Έτσι, τρέχοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο, έκανε μία ολόκληρη εβδομάδα, ήταν δε λίγο αμελής και του έσταζαν σταγόνες στις μοκέτες, όπως δούλευε από μέσα, οπότε η διεύθυνση διέκοψε τη σύμβαση μαζί του.
Αυτή είναι η δουλειά του κάθε μήνα, δουλεύει μόνο πέντε μέρες στα δυο ξενοδοχεία, συν άλλη μία σε ένα κτίριο γραφείων που έχει επίσης αναλάβει. Εκεί, πηγαίνει το απόγευμα, όταν φεύγουν οι υπάλληλοι κι έρχονται οι καθαρίστριες. Τα γραφεία έχουν το κλασικό μαρμάρινο περβάζι, συνήθως δεκαπέντε εκατοστών έξω, και δέκα μέσα. Τα τζάμια είναι συρόμενα, οπότε η δουλειά είναι άνετη, σχεδόν παιχνίδι. Απλώς ανεβαίνεις στο περβάζι, πατώντας το ένα πόδι μέσα και το άλλο έξω. Υπάρχουν βέβαια και κάποια τζάμια που είναι μονά, δηλαδή που όταν ανοίγουν μπαίνουν μέσα στον τοίχο, οπότε για να τα καθαρίσεις πρέπει να βγεις ολόκληρος στο περβάζι, με πρόσωπο στο τζάμι∙ τα τέσσερα δάχτυλά σου μέσα, φυσικά. Εκεί, τα πράγματα είναι όντως δύσκολα.
Μάλιστα, στο ξενοδοχείο της Πανεπιστημίου υπάρχει ένας φωταγωγός με τέτοια τζάμια, μεγάλα, που ξεκινάνε από το δάπεδο κι έχουν ύψους δύο μέτρα. Ο προηγούμενος συνάδελφος, που στην ουσία μου πάσαρε τη δουλειά, έβγαινε ολόκληρος στο περβάζι, με τα δάχτυλα μέσα φυσικά, και καθάριζε, μέχρι που γεννήθηκαν οι δίδυμοι γιοι του. Τότε, έκανε πως ξέχασε τους φωταγωγούς τον πρώτο μήνα, το ίδιο και τον δεύτερο, τον τρίτο μήνα όμως η προϊσταμένη του έκανε παρατήρηση. Έτσι σύστησε εμένα, προφασιζόμενος ότι τον έχει πιάσει η μέση του και δεν μπορεί να συνεχίσει. Το ίδιο έκανα κι εγώ μετά από κάποια χρόνια, όταν γεννήθηκε ο γιος μου, κι έτσι περιορίστηκα σε πιο εύκολα κτίρια, στα οποία υπήρχε καλάθι που κρεμόταν από την ταράτσα με συρματόσχοινα. Ακόμα και στον Πύργο των Αθηνών όταν δουλεύεις έτσι, δεν κινδυνεύεις πάνω από το συμβατικό όριο των εργατικών ατυχημάτων.
Όμως, στο εν λόγω ξενοδοχείο της Πανεπιστημίου, ο επόμενος συνάδελφος δεν άντεξε, ούτε τους φωταγωγούς ούτε το αλουμινένιο πι με τους κραδασμούς του. Μάλιστα, δύο από τα πι κουνιόντουσαν επικίνδυνα, γιατί κάποιες από τις τέσσερις βίδες, με τις οποίες ήταν στερεωμένα σε κάθε πλευρά, είχαν φαίνεται χαλαρώσει και φύγει. Για ένα δυο χρόνια, τη δουλειά την πήραν άλλοι συνάδελφοι, που όμως όλοι την εγκατέλειψαν γρήγορα. Γιατί πια δεν δούλευαν οι ίδιοι. Οι μετανάστες από τις ανατολικές χώρες είχαν εγκλιματιστεί εδώ, από τα χωράφια και την οικοδομή πέρασαν σε πιο επικερδείς δουλειές, και άρχισαν να δουλεύουν και στον καθαρισμό τζαμιών, κυρίως Ρουμάνοι. Μεροκάματο φυσικά, με ΙΚΑ και θηριώδη ιδιωτική ασφάλεια, ώστε να είναι καλυμμένοι οι συνάδελφοι εργοδότες, οι οποίοι, μη δουλεύοντας πλέον οι ίδιοι, άρχισαν να παίρνουν κάποια κιλά, να χάνουν τη φόρμα τους. Οπότε, και να ήθελαν, δεν μπορούσαν να βγουν οι ίδιοι στα πι. Πόσο μάλλον στον φωταγωγό, αφού η ελαφριά έστω κοιλίτσα τους θα έβρισκε στο τζάμι και θα τους απομάκρυνε προς τα έξω. Ακόμα και δύο εκατοστά κοιλίτσα θα ήταν απαγορευτική, γιατί το περβάζι δεν φαρδαίνει. Δεκαπέντε εκατοστά είναι πάντα, κι εσύ πρέπει να είσαι το πολύ μέχρι είκοσι εννιά, ώστε να ισορροπείς. Αλλιώς, το κέντρο βάρος σου είναι στο κενό, δεν μπορείς να δουλέψεις. Έτσι, οι ξένοι ξύπνησαν πολύ γρήγορα, και ζητούσαν υπέρογκα ποσά, περισσότερα και απ’ όσα έπαιρνε το γραφείο. Η πλεονεξία των απελεύθερων. Πιο εύκολα κτίρια τα καθάριζαν, αλλά αυτό το ξενοδοχείο όχι.
Το ένα συνεργείο αντικαθιστούσε το άλλο, και στην ουσία δουλειά δεν γινόταν, γιατί σε τέτοια δουλειά δεν πάει κανείς μεροκάματο. Κάτι σαν ηθικός κώδικας. Μπορεί ένας συνάδελφος να έχει πάρει τον καθημερινό καθαρισμό ενός ολόκληρου κτιρίου, με καθαρίστριες, με άντρες που κάνουν τις μοκέτες, γυαλίζουν τα μάρμαρα, καθαρίζουν τα εύκολα τζάμια. Κανονική εργολαβία και επιχείρηση, με ωράρια, ένσημα και λογιστή. Όμως τα δύσκολα τζάμια, ακόμα και δυο τρία να είναι σε ολόκληρο κτίριο, τα κάνει ο ίδιος ο συνάδελφος. Τουλάχιστον τα έκανε μέχρι τότε. Ή τα έδινε υπεργολαβία, στην ουσία μοιραζόμενος το κέρδος τού μήνα με αυτόν που ερχόταν άνετος και ωραίος για λίγες ώρες.
Η διεύθυνση του ξενοδοχείου της Πανεπιστημίου, αποφάσισε να εκλογικεύσει τα πράγματα. Ακολουθώντας την τάση της εποχής, έδωσε όλο τον καθαρισμό σε ένα από τα συνεργεία που πια είχαν γίνει κανονικές επιχειρήσεις. Επιπλέον, για να μειώσει τα προβλήματα και το κόστος, κόλλησε μια φιμέ μεμβράνη πάνω σε κάθε τζάμι των φωταγωγών, που πλέον δεν καθαρίστηκαν ποτέ μέχρι σήμερα. Επίσης, το συρόμενο μεσαίο τζάμι των δωματίων το αντικατέστησε με ανοιγόμενο προς τα μέσα, ώστε η έκθεση του τζαμοκαθαριστή στο κενό να μην είναι ολοκληρωτική. Να βγαίνει μόνο ο μισός, και λίγο περισσότερο, πατώντας εξωτερικά στο αλουμινένιο πι με το ένα μόνο πόδι.
Αλλά πότε η έκθεσή του ήταν ολοκληρωτική; Όπως προείπα, τα τέσσερα δάχτυλα του αριστερού χεριού ήταν πάντα μέσα. Ναι, αυτό το λίγο, ελάχιστο μέρος του σώματος ήταν μέσα∙ ελάχιστο, αλλά πάντως ήταν. Με αποτέλεσμα, αφού το μεσαίο τζάμι δεν έκλεινε τελείως, μια αντίστοιχη λωρίδα του, στην απέναντι πλευρά από εκεί που κρατιόταν ο ίδιος, να μένει κρυμμένη πίσω από το άλλο τζάμι, και κατά συνέπεια βρώμικη. Μια μόνιμη λωρίδα βρώμας, πλάτους ενός εκατοστού. Τόσος είναι και ο φόβος του θανάτου, που μου απέμεινε έκτοτε. Μαζί, μου απέμεινε και μια φράση που άκουσα κάποτε από τα μεγάφωνα μιας εκκλησίας, και την επαναλάμβανα κάθε φορά που έβγαινα στο αλουμινένιο πι ή στο μαρμάρινο περβάζι: απροσδεής έναντι όλων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου