(Κατηγοριοποιήσεις
και προβλήματα που ανέδειξε η πανδημία)
ΤΟΥ
ΖΗΣΗ ΚΟΤΙΩΝΗ
Η τρέχουσα πανδημία ξεγύμνωσε την
πραγματικότητα δια μιας, κάνοντας ακόμα και τα πιο αυτονόητα ευάλωτα στη ριζική
κριτική. Έτσι, δημιουργήθηκαν και οι προϋποθέσεις μιας ριζικής αναθεώρησης της
σχέσης των υποκειμένων με το χώρο, της σημασίας των αποστάσεων και της
πυκνότητας, από την εγγύς κλίμακα του ανθρώπινου σώματος και τις αποστάσεις των
καθισμάτων ως την οικουμενική κλίμακα και τις πυκνότητες των πόλεων. Τίθεται εξ
αρχής το ζήτημα της πυκνότητας του πληθυσμού, ζήτημα θεμελιώδες τόσο για την
συγκέντρωση της εργατικής δύναμης και του κεφαλαίου όσο όμως και για την άσκηση
της δημοκρατίας. Η πυκνότητα του πληθυσμού κυριαρχούσε στις συζητήσεις της
αρχιτεκτονικής τις τελευταίες δεκαετίες ως ένα αυτονόητο ιδεώδες, ένα φετίχ, το
οποίο εκπληρεί το φαντασιακό της μητροπολιτικής ζωής, της πολλαπλότητας των
εμπειριών και των απολαύσεων, της έντασης και του υποτιθέμενου πάθους για
ενεργητική συμμετοχή.
Άραγε η υγειονομική κρίση, που υπονομεύει
αναγκαστικά την πίστη στην πυκνότητα, πώς θα μπορούσε να επηρεάσει τη σκέψη μας
για την χωρική ανάπτυξη των πληθυσμών και μάλιστα στην διαρκή εποχή των
περιβαλλοντικών ανατροπών σε βάρος της πλανητικής βιωσιμότητας; Και τι
συμβαίνει ειδικότερα στην Ελλάδα;
Η χωροθέτηση των
πληθυσμών στην Ελλαδική επικράτεια διαμορφώθηκε σταδιακά μετά τον Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο και εμφανίζει μια παγίωση των χαρακτηριστικών της στον εικοστό
πρώτο αιώνα. Σε πρώτη φάση ολοκληρώθηκε η συγκέντρωση των αγροτικών πληθυσμών
στην Αθήνα και η ταχεία αστικοποίησή τους. Στη συνέχεια αστικοποιήθηκαν
εσωτερικά οι περιφερειακές πόλεις με τη συγκρότηση μεσαίας αστικής τάξης, καθώς
συνεχιζόταν η εγκατάλειψη των οικισμών, εξαιρουμένων των περιοχών της νέας
τουριστικής ανάπτυξης. Είναι ενδιαφέρον ότι αυτοί οι μετασχηματισμοί συνέβησαν
στην εποχή του εκμοντερνισμού, όπου το δίπολο υπαίθριο- αστικό και
χωριάτης-αστός ελάμβανε όλα τα χαρακτηριστικά ενός σχιζοειδούς διπολισμού.
Αποκορύφωμα αυτής της σχιζοειδούς δυαδικότητας είναι η περίφημη έξοδος των
αστών στα χωριά τους στις μεγάλες γιορτές της ορθοδοξίας, το Πάσχα και τον
Δεκαπενταύγουστο. Δεν πρόκειται ακριβώς περί εξόδου αλλά περί επιστροφής στο
πατρογονικό έδαφος, την ευρύτερη οικογένεια, τα απολεσθέντα ήθη.
Η ζωή στην
πόλη έχει μια απόλυτη συμπληρωματικότητα με το χωριάτικο φολκλόρ αφού μοιάζει
να συμπληρώνει το ένα την έλλειψη του άλλου. Μια κρίση σαν αυτή, την πανδημική,
που διατρέχουμε αναδεικνύει το χαώδες, δυσαναπλήρωτο πολιτισμικό κενό μεταξύ
της αστικής και της υπαίθριας εμπειρίας διαμονής. Αυτή η σύγχρονη αρχαιότητα,
που είναι ακόμα ενεργή, συγκροτεί υπαρξιακά το υποκείμενο του αστού με το
απωθημένο του χωριάτη, συγκροτεί ακόμη το μοντέρνο ελληνικό υποκείμενο, που
έχει την πρώτη κατοικία στην πόλη και την δεύτερη στην ύπαιθρο, συνήθως πίσω
στο χωριό. Αυτό το υποκείμενο χρήζει ριζικής επανεξέτασης. Για να συμπληρωθεί
όμως η εικόνα του σχιζοειδούς διπόλου της υπαίθρου με την πόλη έτσι όπως
συγκροτήθηκε στην εποχή του μοντερνισμού μέσα στη δυτική κουλτούρα υπάρχει ένα
άλλο πολύ γνωστό φαινόμενο. Δεν είναι άλλο από την προαστιακή οίκηση, αυτή την
απόλυτη πραγματικότητα των “αχανών προαστίων” στις παρυφές των πόλων όπου ο
διπολισμός είναι ενδοαστικός μεταξύ του κέντρου και της περιφέρειας της πόλης.
Η υπερτιμημένη και ταυτόχρονα καταφρονημένη ζωή των προαστίων, η κουλτούρα των suburbia και ό,τι ονομάστηκε urban sprawl (αστική διάχυση)
μοιάζει να συντηρεί ένα μοντέλο διπολισμού, όπου το αστικό υποκείμενο
ταυτόχρονα επωφελείται από τις ευκαιρίες της πυκνότητας —στα κέντρα των πόλεων—
με τις απολαύσεις της σχετικά αραιής υπαιθριότητας των προαστίων.
Μέσα στις λογικές εγκατάστασης των
πληθυσμών εμπεριέχεται μια ιδεολογία του χώρου που συγκροτεί ταυτότητες, ακόμα
και ένα ψυχαναλυτικό φορτίο που προσδιορίζει τη σχέση των υποκειμένων με την
εντοπιότητά τους. Το ερώτημα “ποιά/ός είμαι” δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς
το ερώτημα “πού είμαι” ακόμα και σε μια εποχή ντελιριακής κινητικότητας. Οι
“χωριάτες”, που προσήλθαν στις πόλεις και επιστρέφουν διακαώς στην απωθημένη
ύπαιθρο και τα χωριά τους, μοιάζουν πολύ με τους αστούς των προαστίων, που
βιώνουν το σχιζοειδές πόλης -υπαίθρου με την πολύωρη καθημερινή παραμονή τους
στα αυτοκίνητα μετεπιβιβαζόμενοι από την αραιότητα στην πυκνότητα και
αντιστρόφως. Και φυσικά αν εξεταστεί αυτή η συνεχής κινητικότητα από πλευράς
περιβάλλοντος αναφαίνονται τα αδιέξοδα της μοντέρνας αστικής κουλτούρας που
βασίζεται στο δίπολο αστική πυκνότητα - υπαίθρια αραιότητα με βάση τη συνεχή
μετακίνηση. Το σχιζοειδές του σχήματος της σύγχρονης αστικής κουλτούρας
συμπληρώνεται από τη πολύβουη δράση του τουρισμού. Ο τουρισμός θεμελιώνεται
επάνω στον διαχωρισμό χρόνου εργασίας και χρόνου διακοπών, ζωής στην πόλη και
ξεκούρασης στην εξωτική ύπαιθρο, αυξάνοντας την συνολική πυκνότητα οίκησης,
δραστηριότητας και μετακίνησης στον πλανήτη, καθώς πολλαπλασιάζονται όλες οι
υποδομές που παραλαμβάνουν την μετακινούμενη δραστηριότητα ενός υποκειμένου με
αυξημένες δυνατότητες διαμονής οπουδήποτε.
Μα θα αναρωτηθεί κανείς: Μια τέτοια
περιγραφή της ανθρώπινης κινητικότητας ως πολιτισμικής σχιζοφρένειας ή ως πηγής
περιβαλλοντικών αδιεξόδων δεν στρέφεται ενάντια στις θεμελιώδεις
σημασιοδοτήσεις της ελευθερίας για μετακίνηση που συγκροτεί την ταυτότητα του
νεωτερικού αλλά και του μετανεωτερικού υποκειμένου; Τόσος πολύς και αγεφύρωτος
χρόνος έχει περάσει από τότε που οι Νέγκρι και Χάρντ στη μνημειώδη “Αυτοκρατορία”
τους είχαν διατυπώσει την ελευθερία της μετακίνησης σε πλανητική κλίμακα και το
διαβατήριο για όλους ως στοιχειώδη δικαιώματα του προς χειραφέτηση πλήθους; Από
τότε όμως, αυτό που παρέμεινε ενεργό είναι η ελευθερία της κίνησης των ανώτερων
διαστρωματώσεων του πλήθους και η παράνομη μετακίνηση δεν έπαψε να
ενθυλακώνεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στις μεθορίους των κρατών και των
ηπείρων. Οι τουρίστες επικράτησαν απολύτως των μεταναστών. Μέχρι την πανδημική
κρίση. Πώς μπορεί να επαναπροσδιοριστεί η σκέψη μας τώρα, σε μια εποχή κατά την
οποία κλονίζονται οι βεβαιότητες της μητροπολιτικής πυκνότητας που εξυφαίνεται
στα προάστια, τον τουρισμό, το φολκλόρ της επαρχίας, τον εξωτισμό της υπαίθρου
και την ντελιριακή μετακίνηση; Εν τέλει πόσο χρειάζονται όλα αυτά;
Θα μπορούσαμε εδώ να περιγράψουμε εκ του
προχείρου ένα ενδεχομενικό σύγχρονο υποκείμενο που προβάλει μέσα από τα
αγκρέμιστα ερείπια της πανδημίας: Είναι εκείνο το υποκείμενο που ενσωματώνει
την κινητικότητα στην καθημερινή εμπειρία και τη δραστηριότητα χωρίς να
μετακινείται από τόπο σε τόπο ενώ ταυτόχρονα απολαμβάνει τις ελευθερίες της
πυκνότητας και των διαφορετικών σωματικών καταστάσεων χωρίς να πρέπει να
αλλάζει συνεχώς θέση. Πρόκειται για ένα μετα-υποκείμενο —δεν ξέρω αν πρόκειται
για το μετα-ουμανιστικό υποκείμενο, το ζώο -μηχανή—. Είναι οιοδήποτε cyber υποκείμενο,
που κάνει ευρεία χρήση του διαδικτύου για εργασία, επικοινωνία, εκπαίδευση,
ψυχαγωγία και ταυτόχρονα είναι ζώο που μπορεί να διαμένει κάπου, ταυτόχρονα
εργαζόμενο και σε διακοπές, που κάνει αστικές και αγροτικές δουλειές. Ο Σέρζ
Λατούς στη “Λιτή Αφθονία” και πολλοί άλλοι σήμερα επισημαίνουν την ανάγκη να
αυξηθεί ο αγροτικός πληθυσμός στις ανεπτυγμένες χώρες ακόμα και έως 20% με βάση
τις αλλαγές προς μια βιολογική γεωργία και την αποπύκνωση των πόλεων.
Πού μπορεί να συμβούν ή να συμβαίνουν ήδη
αυτά; Η ελλαδική επικράτεια, οι σύγχρονες περιφερειακές πόλεις αγκυρωμένες σε
εξαιρετικά τοπία είναι ενδεικτικοί τόποι για την εννόηση του σύγχρονου
μετα-αστικού υποκειμένου, όχι βεβαίως μόνο του εντόπιου αλλά και του διεθνούς.
Αλλά εκτός από τις περιφερειακές πόλεις αξίζει να επανεξεταστεί το βίωμα της
μόνιμης διαμονής και στα χωριά, τους πιο καταφρονημένους τόπους για μόνιμη
διαμονή από τον πολιτισμό της μοντερνικότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι τα χωριά
και η ζωή εκεί έξω απωθήθηκαν μεταπολεμικά από την γραμματεία, από την
αρχιτεκτονική έρευνα, από το κοινωνικό φαντασιακό. Και δεν είναι τυχαίο ότι
επιστρέφουν, για παράδειγμα στη λογοτεχνία με σημαντικούς συγγραφείς όπως ο
Καρακίτσος και ο Παλαβός, χωρίς πλέον τα απωθημένα ενός επαρχιωτισμού που
πρέπει να συγκαλυφθεί. Είναι καιρός λοιπόν η ζωή στο χωριό όπως και η ζωή στις
μικρότερες πόλεις να επαληθευτούν ως εκδοχές μιας σύγχρονης μετα-μητροπολιτικής
συνθήκης διαμονής, όπου το να μένεις εκεί έξω, από περιβαλλοντική, εργασιακή,
πολιτισμική άποψη είναι μια πραγματικά βιώσιμη συνθήκη. Ο χωριάτης τού σήμερα
δεν κατάγεται από χωριό αλλά είναι “παντοδαπός”. Είναι δηλαδή “από παντού”,
όπως απάντησε ο αναρχικός φιλόσοφος της αρχαιότητας Διογένης όταν τον ρώτησαν από
πού έλκει την καταγωγή του.
Ο Ζήσης Κοτιώνης είναι αρχιτέκτων και
διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Απόστολος
Παλαβράκης, Untitled,
1994- 95, ακουατίντα σε χειροποίητο χαρτί, 24,5 x 17,6 εκ. (53,8 x 39,6 εκ.) |
Μιαν άλλη πτυχή της εξαιρετικής αυτής ανάλυσης είναι ότι ο παντοδαπός είναι και από την πόλη η οποία τον υποδέχθηκε, τον φρόντισε και τώρα είναι καιρός κι εκείνος κάτι να της αντιγυρίσει καταγωγικά. Οι πολίτες που άνοιξαν την πόρτα τους στην πανδημία, περιπάτησαν τη γειτονιά τους, τα παρκάκια τους ,εκτίμησαν κάθε αστικό τετράγωνο με βλάστηση, συνομίλησαν και αντάλλαξαν απλά με τους γείτονές τους, διεκδίκησαν τις πλατείες τους,τους χώρους ποδηλασίας με τα παιδιά τους, την συνεύρεση εκτός κατανάλωσης μέσω της κίνησης και της ανάσας του σώματος στον αστικό χώρο, αποτελούν δυνητικά ένα νέο αναδυόμενο υποκείμενο, πολίτη μέτοχο των κοινών της πόλης χωριό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΒέρα Παύλου