31/5/20

Φιλοσοφία, Φύση, Επιστήμη, Ιστορία

Προδημοσίευση από το βιβλίο του Leo Strauss, Η πόλη και ο άνθρωπος (Αριστοτέλης, Πλάτωνας, Θουκυδίδης), μτφρ.: Γιώργος Μερτίκας, εκδόσεις κουκκίδα, που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες

Αλέξης Ακριθάκης, Χωρίς τίτλο, περ. 1972, λάδι σε χαρτί, 110 x 175 εκ. 


TOY LEO STRAUSS

Η μοντέρνα πολιτική φιλοσοφία προϋποθέτει τη Φύση όπως κατανοείται από τη μοντέρνα φυσική επιστήμη, και την Ιστορία όπως κατανοείται από τη μοντέρνα ιστορική συνείδηση. Τελικά, όμως, αυτές οι προϋποθέσεις αποδείχτηκε ότι ήσαν ασύμβατες με τη μοντέρνα πολιτική φιλοσοφία. Έτσι φαίνεται ότι πρέπει κανείς να επιλέξει είτε την πλήρη εγκατάλειψη της πολιτικής φιλοσοφίας είτε την επιστροφή στην κλασική πολιτική φιλοσοφία. Ωστόσο μια τέτοια επιστροφή φαίνεται πως είναι αδύνατη. Ό,τι προκάλεσε την κατάρρευση της μοντέρνας πολιτικής φιλοσοφίας φαίνεται να έχει ενταφιάσει και την κλασική πολιτική φιλοσοφία, που ούτε καν ονειρευόταν όσες δυσκολίες προκλήθηκαν απ’ ό,τι πιστεύουμε πως γνωρίζουμε για τη φύση και την ιστορία. Το βέβαιο είναι ότι μια απλή συνέχεια στην παράδοση της κλασικής πολιτικής φιλοσοφίας –μια παράδοση που ίσαμε τώρα ποτέ δεν διακόπηκε εντελώς– δεν είναι πλέον δυνατή. Όσον αφορά τη μοντέρνα πολιτική φιλοσοφία, αντικαταστάθηκε από την ιδεολογία: ό,τι αρχικά ήταν μια πολιτική φιλοσοφία έχει μετατραπεί σε μια ιδεολογία.
Αυτή η κρίση διαγνώστηκε τον καιρό του πρώτου παγκοσμίου πολέμου από τον Σπένγκλερ ως η κατάπτωση (ή παρακμή) της Δύσης. Ο Σπένγκλερ θεωρούσε πως η Δύση ήταν μια κουλτούρα ανάμεσα σ’ έναν μικρό αριθμό ανώτερων πολιτισμών. Ωστόσο, η Δύση ήταν για τον ίδιο κάτι περισσότερο από μία ανώτερη κουλτούρα μεταξύ άλλων. Ήταν η ολοκληρωμένη κουλτούρα. Είναι η μόνη κουλτούρα που κατέκτησε τη γη. Πρωτίστως, είναι η μόνη κουλτούρα που είναι ανοιχτή σε όλες τις κουλτούρες και δεν απορρίπτει τις άλλες κουλτούρες ως μορφές βαρβαρισμού ή τις ανέχεται συγκαταβατικά ως «υπανάπτυκτες». Είναι η μόνη κουλτούρα η οποία απέκτησε πλήρη συνείδηση της κουλτούρας ως τέτοιας.
Η παρακμή της Δύσης είναι ταυτόσημη με την εξάντληση της καθαυτό δυνατότητας για υψηλή κουλτούρα. Οι ύψιστες δυνατότητες του ανθρώπου εξαντλήθηκαν. Παρά ταύτα, οι ύψιστες δυνατότητες του ανθρώπου δεν μπορεί να εξαντληθούν ενόσω υπάρχουν ακόμη ύψιστοι ανθρώπινοι στόχοι – ενόσω οι βασικοί γρίφοι που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος δεν έχουν επιλυθεί στην έκταση που είναι δυνατό να λυθούν. Επομένως, θα λέγαμε ότι η ανάλυση και η πρόβλεψη του Σπένγκλερ είναι λάθος: η ύψιστη αυθεντία μας, η φυσική επιστήμη, θεωρείται δεκτική απεριόριστης προόδου κι αυτός ο ισχυρισμός δεν έχει νόημα, όπως είναι φανερό, εάν οι βασικοί γρίφοι έχουν λυθεί. Εάν η επιστήμη είναι δεκτική απεριόριστης προόδου, δεν μπορεί να υπάρχει ένα μεστό νοήματος τέλος ή μια ολοκλήρωση της ιστορίας. Μπορεί να υπάρχει μόνο μια βίαιη διακοπή της προέλασης του ανθρώπου διαμέσου όσων φυσικών δυνάμεων ενεργοποιούνται αφ’ εαυτών ή κατευθύνονται από ανθρώπινους εγκεφάλους και χέρια.
Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, υπό μία έννοια αποδείχτηκε πως ο Σπένγκλερ είχε δίκιο. Ένα είδος παρακμής της Δύσης είχε συμβεί μπροστά στα μάτια μας. Το βέβαιο είναι ότι για τουλάχιστον έναν αιώνα ήταν εύκολο για τη Δύση να ελέγχει όλο τον πλανήτη. Σήμερα, πόρρω απέχοντας από την κυριαρχία στον πλανήτη, η επιβίωση της Δύσης κινδυνεύει από την Ανατολή σε βαθμό που δεν έχει συμβεί ποτέ άλλοτε. Από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο διαφαινόταν ότι η νίκη του Κομμουνισμού θα είναι η ολική νίκη της Δύσης –της σύνθεσης, που υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα, της βρετανικής βιομηχανίας, της γαλλικής επανάστασης και της γερμανικής φιλοσοφίας– επί της Ανατολής. Πράγματι, διαπιστώνουμε ότι η νίκη του Κομμουνισμού σήμαινε τη νίκη της αρχικά δυτικής φυσικής επιστήμης αλλά συγχρόνως και τη νίκη των πιο ακραίων μορφών του ανατολικού δεσποτισμού.
Όσο κι αν έχει παρακμάσει η ισχύς της Δύσης, οσοδήποτε μεγάλοι κι αν είναι οι κίνδυνοι για τη Δύση, αυτή η παρακμή, αυτοί οι κίνδυνοι, ή μάλλον η ήττα μα και η καταστροφή της Δύσης δεν θα αποδείκνυαν κατ’ ανάγκη ότι είναι σε κρίση: η Δύση θα μπορούσε να πέσει τιμημένα, βέβαιη για τον σκοπό της. Η κρίση της Δύσης συνίσταται στην αβεβαιότητα της Δύσης για τον σκοπό της. Η Δύση ήταν άλλοτε βέβαιη για τον σκοπό της – για έναν σκοπό βάσει του οποίου όλοι οι άνθρωποι θα ενώνονταν, και ως εκ τούτου είχε ένα ξεκάθαρο όραμα για το μέλλον της ως μέλλον της ανθρωπότητας. Αυτή τη βεβαιότητα και τη διαύγεια δεν την έχουμε πλέον. Ορισμένοι ανάμεσά μας έχουν απελπιστεί για το μέλλον, κι αυτή η απελπισία εξηγεί πολλές μορφές της σύγχρονης δυτικής αποσύνθεσης.
Οι προηγούμενες αποφάνσεις δεν υπαινίσσονται ότι καμμιά κοινωνία δεν είναι υγιής εκτός κι αν είναι αφοσιωμένη σ’ έναν καθολικό σκοπό, σ’ έναν σκοπό βάσει του οποίου ενώνονται οι άνθρωποι: μια κοινωνία μπορεί να είναι φυλετική και συνάμα υγιής. Ωστόσο, μια κοινωνία που ήταν συνηθισμένη να κατανοεί τον εαυτό της σύμφωνα μ’ έναν καθολικό σκοπό ρητά διατυπωμένο, δεν χάνει την πίστη σ’ αυτόν τον σκοπό χωρίς να βρεθεί σε πλήρη σύγχυση. Ανακαλύπτουμε έναν τέτοιο σκοπό ρητά διατυπωμένο στο άμεσο παρελθόν μας, για παράδειγμα στις περίφημες επίσημες διακηρύξεις που έγιναν στη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων. Αυτές οι διακηρύξεις απλώς επαναδιατυπώνουν τον σκοπό που αρχικά εκφράστηκε από την πιο επιτυχημένη μορφή της μοντέρνας πολιτικής φιλοσοφίας. Πρόκειται για εκείνο το είδος της πολιτικής φιλοσοφίας που φιλοδοξούσε να οικοδομήσει πάνω στα θεμέλια της κλασικής φιλοσοφίας μια κοινωνία ανώτερη ως προς την αλήθεια και τη δικαιοσύνη απ’ ό,τι η κοινωνία στην οποία απέβλεπαν οι κλασικοί, και γι’ αυτό εναντιωνόταν στο οικοδόμημα το οποίο ανεγέρθηκε από την κλασική πολιτική φιλοσοφία. Η αμφιβολία για το μοντέρνο πρόταγμα δεν είναι απλώς ένα ισχυρό αν και θολό αίσθημα. Απέκτησε το κύρος μιας επιστημονικής ακρίβειας.
Αναρωτιέται κανείς εάν έχει απομείνει έστω και ένας κοινωνικός επιστήμονας ο οποίος θα υποστήριζε ότι η παγκόσμια και ευημερούσα κοινωνία αποτελεί την ορθολογική λύση του ανθρώπινου προβλήματος. Η σημερινή κοινωνική επιστήμη παραδέχεται και διακηρύσσει την ανικανότητά της να αξιολογήσει τις οποιεσδήποτε αξιακές κρίσεις. Η διδασκαλία που προέρχεται από τη μοντέρνα πολιτική φιλοσοφία και είναι υπέρ της παγκόσμιας και ευημερούσας κοινωνίας ομολογουμένως έχει γίνει μια ιδεολογία – μια διδασκαλία που δεν είναι ανώτερη ως προς την αλήθεια και τη δικαιοσύνη από οποιαδήποτε άλλη μεταξύ των πολυάριθμων ιδεολογιών.
Η κοινωνική επιστήμη δεν ήταν πάντοτε τόσο σκεπτικιστική ή συγκρατημένη όσο έχει γίνει κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων γενιών. Η μεταβολή στον χαρακτήρα της κοινωνικής επιστήμης δεν είναι άσχετη από τη μεταβολή στο κύρος του μοντέρνου προτάγματος. Το μοντέρνο πρόταγμα θεωρούνταν απαίτηση της φύσης (φυσικό δίκαιο), δηλαδή προερχόταν από φιλοσόφους. Αυτό το πρόταγμα επιδίωκε να ικανοποιήσει με τον πιο τέλειο τρόπο τις πιο ισχυρές φυσικές ανάγκες των ανθρώπων: η φύση επρόκειτο να κατακτηθεί χάριν του ανθρώπου, ο οποίος υποτίθεται ότι διαθέτει μια φύση, μια αμετάβλητη φύση. Οι πρωτουργοί του προτάγματος θεώρησαν δεδομένο ότι φιλοσοφία και επιστήμη είναι ταυτόσημες. Μετά από κάποιο διάστημα έγινε φανερό ότι η κατάκτηση της φύσης απαιτεί την κατάκτηση της ανθρώπινης φύσης και άρα πρωτίστως την αμφισβήτηση της αμεταβλησίας της ανθρώπινης φύσης: μια αμετάβλητη ανθρώπινη φύση θα μπορούσε να θέσει απόλυτα όρια στην πρόοδο. Κατά συνέπεια, οι φυσικές ανάγκες των ανθρώπων δεν έπρεπε πλέον να κατευθύνουν την κατάκτηση της φύσης. Η κατεύθυνση θα έπρεπε να προέρχεται από τον Λόγο σε αντιδιαστολή προς τη φύση, από το ορθολογικό Δέον σε αντιδιαστολή προς το ουδέτερο Είναι. Έτσι η φιλοσοφία (λογική, ηθική, αισθητική) ως η μελέτη του Δέοντος ή των γνωμόνων διαχωρίστηκε από την επιστήμη ως τη μελέτη του Είναι. Από αυτό τον διαχωρισμό εκπήγασε η υποτίμηση του Λόγου και το αποτέλεσμα ήταν ότι ενώ η μελέτη του Είναι ή η επιστήμη κατόρθωσε να αυξήσει ακόμα περισσότερο την ισχύ του ανθρώπου, δεν μπορούσε κανείς πλέον να διακρίνει μεταξύ της φρόνιμης ή ορθής και της άφρονης ή εσφαλμένης χρήσης της ισχύος. Η επιστήμη δεν μπορεί να διδάξει τη φρόνηση.
Υπάρχουν ακόμη ορισμένοι άνθρωποι οι οποίοι πιστεύουν ότι αυτή η δυσχερής κατάσταση θα εξαφανιστεί όταν η κοινωνική επιστήμη και η ψυχολογία συμβαδίσουν με τη φυσική και τη χημεία. Αυτή η πίστη είναι εντελώς αδικαιολόγητη, διότι η κοινωνική επιστήμη και η ψυχολογία, όσο κι αν τελειοποιηθούν, παραμένουν επιστήμη και κατά συνέπεια μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα μια περαιτέρω αύξηση της ανθρώπινης ισχύος. Θα δώσουν τη δυνατότητα σε ανθρώπους να χειραγωγήσουν ανθρώπους ακόμα καλύτερα απ’ ό,τι ποτέ πριν. Θα διδάξουν τον άνθρωπο τόσο λίγο πώς να χρησιμοποιεί την ισχύ του πάνω στον άνθρωπο ή στον μη-άνθρωπο όσο η φυσική και η χημεία. Όσοι παραδίδονται σ’ αυτήν την ελπίδα δεν έχουν συλλάβει τη βαρύτητα της διάκρισης μεταξύ γεγονότων και αξιών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου