24/5/20

Μύχια ψυχής

Άποψη της έκθεση του Εδουάρδου Σακαγιάν με τίτλο ΕΜΕΙΣ στη γκαλερί Καλφαγιάν

ΤΗΣ ΠΙΕΡΕΤΤΑΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ

ΒΕΡΟΝΙΚΗ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ, Ένα Απόγευμα, η Ομίχλη, εκδόσεις Κουκκίδα, σελ. 146

Η Βερονίκη Δαλακούρα στα εννέα βιβλία της, από την πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα, το 1972, έως το 2011, οπότε εκδίδεται ο Καρναβαλιστής, το μέχρι τότε ωριμότερο έργο της, διαμορφώνει με συνέπεια το προσωπικό της σύμπαν με κυρίαρχα στοιχεία τον υπαινιγμό, το παραλήρημα, τον αισθησιασμό, την υπόκωφη απειλή, την παρακμή. Σε όλα τα έργα της, ποίηση και πρόζα εναλλάσσονται. Αν όμως δεχτούμε ότι το καίριο, το αναπάντεχο, η πυκνότητα νοημάτων, η ανάληψη σε μια άλλη συνειδητότητα είναι χαρακτηριστικά της ποίησης, τότε, ακόμα και το πεζό της Δαλακούρα κρατάει κάτι απ’ τον «αέρα» ενός ποιήματος. Το ίδιο ισχύει και για το τελευταίο βιβλίο της Ένα Απόγευμα η Ομίχλη, του οποίου τα δέκα τρία διηγήματα, αν και πιο εκτεταμένα από προηγούμενα πεζά της, διαθέτουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά ποιήματος. Σαν να ακολουθεί πιστά την προτροπή του Μποντλέρ: «Πάντα να είσαι ποιητής, ακόμα και στην πρόζα.»
Σε αυτά η συγγραφέας, απόλυτα πλέον κυρίαρχη του ποιητικού της ιδιώματος, γνωρίζει με ακρίβεια να εκφράζει το ανέκφραστο, να αποκαλύπτει το αθέατο. Όπως και στα προηγούμενα έργα της, έτσι και εδώ αναφορές σε πρόσωπα της Αγίας Γραφής και σε πίνακες ζωγραφικής και αγιογραφίες συμβάλλουν στη δημιουργία ονειρικής ατμόσφαιρας και εδώ, επίσης, παίζεται το παιχνίδι των εναλλαγών, καθώς η συγγραφέας-αφηγήτρια ενδύεται και απεκδύεται φύλα, εαυτούς και ρόλους. Ήδη ο τίτλος προαναγγέλλει στον αναγνώστη την ατμόσφαιρα όπου θα ζήσουν οι ιστορίες. Απόγευμα (όταν το ημερήσιο φως υποχωρεί), Ομίχλη (που διαχέει τα σχήματα, εξαχνώνει τα χρώματα). Μακριά από τη γραμμική αφήγηση, τη λογική αλληλουχία, τη σχέση αιτίου-αιτιατού, τα διηγήματα δεν έχουν κατάληξη. Δεν έχουν έκβαση. Σαν σε παλίμψηστο, συμπίπτουν το ένα πάνω στο άλλο τα γεγονότα, η ανάμνησή τους, η αναίρεσή τους. Το πραγματικό στοιχείο διασταυρώνεται με το εξωπραγματικό, και μέσα απ’ το φίλτρο του ονείρου-εφιάλτη, γίνεται γρήγορα αλλόκοτο, απόκοσμο. Ο ήλιος μετατρέπεται σε ομίχλη, το νερό δεν ξεπλένει, δεν δροσίζει, δεν ξεδιψά… Λερώνει, πνίγει, παγώνει.

Ραγδαίες είναι οι μετακινήσεις από το φως στο ημίφως, με αθέατους κινδύνους να επικρέμανται και πάντα διάχυτο ένα αίσθημα ανησυχίας και αποξένωσης. Όλα μετέωρα. Η συγγραφέας-αφηγήτρια βιώνει τα τεκταινόμενα με μια βουβή κραυγή, σε μια ισορροπία τρόμου πάνω απ’ το χάος, έρμαιο σε μια απειλή που επιβεβαιώνει διαρκώς το ασαφές της πρόσωπο. Συχνά η αφήγηση γίνεται σαν σε κατάσταση ύπνωσης, όπου κυριαρχεί η αστάθεια και η μεταμόρφωση. Αέναη μεταμόρφωση του εαυτού σε κάποιον άλλον, του φωτός σε σκοτάδι, του γεγονότος σε ανάμνηση… Μεταμόρφωση έως τη δίχως έλεος άκρα παραμόρφωση και μια ανελέητη σύγκρουση με την ενοχή, την αίσθηση παγίδευσης και καταβύθισης, την έλλειψη προχωρήματος και προορισμού, με την κάθε λογής εκμηδένιση. «Το μαύρο καράβι μπαίνει στο λιμάνι. Δεν κινείται. Ερημιά.» (Κανείς, σελ. 39). Τα νοήματα συστρέφονται σαν να αγωνιούν να δείξουν την τραγικότητά τους και μέσα απ’ τις σελίδες του βιβλίου υψώνεται ένα ρέκβιεμ για όλα όσα χάνονται, ενώ ο Θόλος του Θεού μένει κενός.
Όμως, αν και στα γραφτά της η Βερονίκη Δαλακούρα περιγράφει ένα δυσοίωνο μέλλον, αν και το άγνωστο πρόσωπο του εφιάλτη παραμονεύει πίσω από κάθε λέξη, αν και ισχυρή είναι η αίσθηση ότι ο ζόφος συνεχίζεται και μετά το τέλος του διηγήματος, ωστόσο η συγγραφέας, με μια τέλεια εγκατάλειψη στην αλήθεια του εσώτερου κόσμου της, στο κατώφλι του χάους, λίγο πριν τη βουτιά στο τίποτα, μας κατακλύζει με εικόνες ομορφιάς, πλούτου, δύναμης, γεμίζει το κενό με νοήματα, αισθήματα και κάνει θελκτική τη σκοτεινή ποίηση του κενού. Και αναρωτιέται κανείς: πόσο μηδέν μπορεί να είναι κάτι τόσο άρτιο αισθητικά, τόσο ζωντανό μέσα στη θνητότητά του; Αν «ο κόσμος,» όπως λέει ο Νίτσε, «μπορεί να δικαιωθεί μόνο αισθητικά» τότε η τέχνη έχει τη δύναμη να μας συμφιλιώνει ακόμα και με τον εφιάλτη και ως νους επερχόμενος πάνω απ’ το έρεβος να διακοσμεί το χάος με ποίηση, να δίνει στο άφατο ήχο και στο τίποτα σχήμα.
Η ανάγνωση του έργου της Δαλακούρα δεν είναι ένας περίπατος. Είναι μια πράξη τόλμης. Είναι μια αυτοεγκατάλειψη στην αλλόκοτη μαγεία των φαινομενικά ασύνδετων εικόνων της, (όπου κάποιες φορές μοιάζει να καταργείται ακόμα και ο συνειρμός), είναι μια εκούσια καταβύθιση στο ημίφως του ατομικού επέκεινα, μια άσκηση στην άπνοια για την ιερή εκείνη στιγμή του μεγάλου τρόμου, όταν πλησιάζουμε στις εσχατιές της ζωής, όταν πατάμε στο κατώφλι του θανάτου. Ναι, χρειάζεται τόλμη για να εισχωρήσουμε στα μύχια της ψυχής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου