3/5/20

Κρίνοντας την αντι-παπαδιαμαντική κριτική

Γιάννης Τσαρούχης, Οθέλλος 4, 1961, ακουαρέλα σε χαρτί, 12,5 x 19,5 εκ.



ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΚΟΡΗ

Στέλιος Παπαθανασίου, Η λογιοσύνη του πένητος και ο δημοτικισμός των βολεμένων. Γλωσσικά και άλλα στον Παπαδιαμάντη, στην κοινωνία και στην Εκπαίδευση, Αθήνα, Εκδόσεις Δόμος, 2019.

Η συμβολή του Στέλιου Παπαθανασίου στις παπαδιαμαντικές σπουδές είναι γνωστή, συγκροτημένη από ποικίλα άρθρα και μελετήματα, δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά, καθώς και από βιβλία του, που σκοπεύουν στην ερμηνευτική ανάλυση και στην κριτική προσέγγιση του έργου του Παπαδιαμάντη. Στην παρουσιαζόμενη μελέτη συσσωματώνονται, ελέγχονται και κρίνονται δύο βασικοί άξονες κριτικής πρόσληψης του παπαδιαμάντειου έργου: Α)Το πώς το δεξιώθηκαν λογοτέχνες, κριτικοί και φιλόλογοι που είχαν ασπαστεί, υπερασπίσει και προωθήσει τον λεγόμενο «ηρωικό» δημοτικισμό που εκκίνησε από τον Ψυχάρη και συνέχισε δυναμικά έως τον 20ο αιώνα. Β)Το πώς το έργο του Παπαδιαμάντη αξιολογήθηκε από μία βασική πτυχή της νεοελληνικής κριτικογραφίας, γραμματολογίας και λογοτεχνικής ιστορίας, πτυχής που, κατά κύριο λόγο, στάθηκε αντιρρητικά και αρνητικά απέναντί του.
Ως προς τον πρώτο άξονα, ο Παπαθανασίου αποδελτιώνει, παρουσιάζει και κρίνει απόψεις του ηρωικού δημοτικισμού για τη γλώσσα, οι οποίες διατυπώθηκαν και γενικά αλλά και ειδικά ως προς τη λογοτεχνική γλώσσα του Παπαδιαμάντη. Εδώ τα πράγματα είναι μάλλον εύκολα ως προς την αποτίμηση: είναι πια κοινός τόπος πως η νεοελληνική ως γλώσσα ζωντανή, ρέουσα και εξελισσόμενη ενσωματώνει και το λόγιο παρελθόν της, το οποίο, αξιοποιημένο από μείζονες λογοτέχνες σαν τον Παπαδιαμάντη και διοχετευμένο στην καλλιτεχνική δυναμική της προσωπικής τους λογοτεχνικής ιδιολέκτου, διαμορφώνεται σε γλωσσικό παρόν, ανοιχτό, σύνθετο και πολυπρισματικά διαμορφωνόμενο. Οπότε, οι ψυχαρικής προέλευσης κριτικές προς την παπαδιαμάντεια λογοτεχνική γλώσσα είναι παρωχημένες, εδραζόμενες στη συνταγή ενός θεωρητικού «πρέπει» που ουδέποτε υπήρξε δόκιμο με όρους γλωσσικής επικοινωνίας ή και κριτικά δικαιωμένης λογοτεχνικής έκφρασης.

Στον δεύτερο άξονα, παρουσιάζονται και ελέγχονται από τον συγγραφέα οι κυριότεροι σταθμοί της αντι-παπαδιαμαντικής κριτικής, ορισμένοι εκ των οποίων υπήρξαν και υψηλόβαθμα επιδραστικοί, εφόσον οικοδομήθηκαν από σημαντικούς λογοτέχνες, γραμματολόγους, φιλολόγους και ιστορικούς της λογοτεχνίας μας. Είναι, βέβαια, γεγονός ότι κατά την κριτική αποτίμηση ελλοχεύει αναπόδραστα και ο κίνδυνος της αδικίας, ενδυναμωμένος και από τα εκάστοτε πολιτισμικά και κοινωνικά συμφραζόμενα  που συμμετέχουν στη διαμόρφωση κριτικής γνώμης, αλλά και απορρέων από τον σύνθετο προσωπικό γνώμονα του εκάστοτε αξιολογούντος. Μένουμε, δειγματοληπτικά και για λόγους οικονομίας, σε τέσσερις μόνον αναφορές: 1)Είναι, κατά την αίσθησή μας, γενικά αποδεκτό ότι η απαξίωση του έργου του Παπαδιαμάντη είναι μία από τις δύο κριτικές αστοχίες του σπουδαίου έργου αναφοράς του Κ. Θ. Δημαρά  Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (η δεύτερη αφορά την απαξίωση της ποίησης του Καρυωτάκη). Η αποτίμηση του επιφανούς ιστορικού των ιδεών και γραμματολόγου εξηγείται, χωρίς απολύτως να δικαιολογείται (πόσο μάλλον από τον Στέλιο Παπαθανασίου), από την οπτική του ορθολογιστικού πνεύματος του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, που είχε διαμορφώσει την κριτική και επιστημονική ματιά του Κ. Θ. Δημαρά,, αλλά και από τη σύνθετη πνευματική πορεία του, η οποία δεν είχε απλώς εκκινήσει από θεολογική αφετηρία και μεταφυσικούς αναπαλμούς, αλλά είχε συνδεθεί σε μία φάση της και με ορίζουσες του καθολικού χριστιανικού δόγματος (τα «Επτά κεφάλαια για την ποίηση» ξεκίνησαν ως σπουδή στην ποίηση του τότε καθολικού κατά το θρησκευτικό δόγμα Τ. Κ. Παπατσώνη, ενώ ο Κ. Θ. Δημαράς υπήρξε βασικός συνεργάτης του ιδεολογικά και θρησκευτικά συνδεόμενου με τον καθολικισμό περιοδικού Ελληνικά Γράμματα).
2)Ο Παναγιώτης Μουλλάς, στον οποίο αρκετά οφείλει η λογοτεχνική κριτικογραφία και πολλά η νεοελληνική φιλολογία, είδε τον Παπαδιαμάντη αντιρρητικά μέσα από ένα πλέγμα νεωτερικών για τις αρχές της δεκαετίας του 1970 θεωριών, στις οποίες δεσπόζουσα θέση κατείχε και η ψυχαναλυτικής οπτικής εξέταση της λογοτεχνίας. Ωστόσο και το πολιτικό - κοινωνικό κλίμα της Μεταπολίτευσης (η μελέτη του Παναγιώτη Μουλλά Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφούμενος δημοσιοποιήθηκε το 1974) ευνοούσε μία εξέταση αναθεωρητική προς ένα έργο που ιδεολογικά προωθούσε τη στροφή προς την παράδοση και τα γνησίως χριστιανορθόδοξα ήθη. 3)Ο Κωστής Παλαμάς, όντας και πάνω από μισό αιώνα σύγχρονος του Παπαδιαμάντη αφενός, καθώς και ποικιλόμορφος και εν συνεχεί διαμορφώσει κριτικός αφετέρου, ήταν αναμενόμενο σε άλλα του κριτικά κείμενα να επαινέσει και σε άλλα να υποβιβάσει το παπαδιαμαντικό έργο. Ο Στέλιος Παπαθανασίου αναδεικνύει με ακρίβεια τον συγκεκριμένο παλαμικό διχασμό, σκιαγραφώντας τον και με τον γλωσσικά λαϊκογενή επεξηγηματικό υπότιτλο «μια στο καρφί και μια στο πέταλο». 4)Η Αριστερά δεν δεξιώθηκε το παπαδιαμαντικό έργο με ενιαίο τρόπο και αυτό αναδεικνύεται στο βιβλίο με επαρκή τεκμηρίωση. Νίκος Ζαχαριάδης (στο προλογικό σημείωμα της μελέτης του Ο αληθινός Παλαμάς), Γιάννης Κορδάτος, Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Μάρκος Αυγέρης το κατέκριναν και το απαξίωσαν, αλλά ο Κώστας Βάρναλης και αρκετοί άλλοι (όπως ο Γιώργος Κοτζιούλας και ο Κώστας Κουλουφάκος) το υπερασπίστηκαν και το στήριξαν, πηγαίνοντας συνήθως κόντρα στην κομματικά προβαλλόμενη αισθητική και ιδεολογική γραμμή.
Θα μπορούσε εκ πρώτης όψεως να επισημανθεί πως ο Στέλιος Παπαθανασίου θα μπορούσε νε έχει επιλέξει έναν νηφαλιότερο τίτλο για τη μελέτη του. Η προσεκτική της ανάγνωση υποδεικνύει πως μία τέτοια επιλογή δεν θα εναρμονιζόταν με το μαχητικά αντιρρητικό περιεχόμενο του βιβλίου, στου οποίου τις σελίδες είναι έκδηλο το πάθος για υπεράσπιση του παπαδιαμαντικού έργου. Ο Στέλιος Παπαθανασίου, βέβαια, ως έμπειρος και εμβριθής φιλόλογος ξέρει πως κάθε λογοτέχνης, όσο σπουδαίος και αν είναι, δεν είναι δυνατόν να απαλλάξει όλες τις πτυχές της δουλειάς του από ελαττώματα και αδυναμίες. Γι’ αυτό επιλέγει προς στήριξιν των θέσεών του αποσπάσματα από τα καλύτερα αφηγήματα του Παπαδιαμάντη και αυτό είναι θεμιτό, μια και σε επίπεδο γενικής αποτίμησης κάθε λογοτέχνης δικαιούται να κριθεί από τα αρτιότερα και λειτουργικότερα κείμενά του. Η λεπτομερής αξιολόγηση ακόμη και των ήσσονος αξίας καταθέσεων ενός σημαντικού λογοτέχνη βεβαίως και πρέπει να γίνεται, αλλά με συναίσθηση τού ότι από το μέρος δεν είναι δίκαιο να κρίνεται το όλον.
Το βιβλίο είναι χρήσιμο και διαφωτιστικό, γιατί με τον διαλογικό του τόνο, διαλογικό υπό την έννοια της ανάδειξης αντίπαλων λόγων, υπερασπίζεται με θέρμη αλλά και φιλολογική διακρίβωση το παπαδιαμαντικό έργο απέναντι σε αντιρρητικές προς αυτό κριτικές αποτιμήσεις. Κατά τούτο συμβάλλει στη διαλεκτική πρόσληψη ενός πολυσύνθετου λογοτεχνικού έργου, που υπήρξε και έως έναν βαθμό παραμένει σημείο αντιλεγόμενο. Το βιβλίο είναι σοβαρό αλλά όχι σοβαροφανές. Στα θετικά του πρέπει να προσγραφεί και το εμφαντικό ή και υποδόριο συγγραφικό χιούμορ: πραγματικά σπαρταριστό το συμβάν στο αεροδρόμιο, που παρατίθεται στην εναρκτήρια σελίδα της μελέτης (η υπάλληλος έχει κάπου ακούσει το όνομα «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης» αλλά θεωρεί ότι αυτό ανήκει στον ταξιδεύοντα Στέλιο Παπαθανασίου), ενώ δύσκολα συγκρατείται το χαμόγελο, όταν ο συγγραφέας, για να καταρρίψει την κατηγόρια περί ακινησίας των παπαδιαμαντικών προσώπων, υπογραμμίζει ότι η «γραία Χαδούλα […] τρέχει με χίλια, για να γλυτώσει το τομάρι της!» (σελ. 180-181). Η στάση αυτή του συγγραφέα συναρτάται και με τη μενίππεια σάτιρα, κυρίαρχη κατηγορία στην κοινωνιολογική ποιητική του Μιχαήλ Μπαχτίν, του οποίου οι φιλοσοφικές και γλωσσολογικές θέσεις αξιοποιούνται δεόντως στη μελάτη.
Τα ιδεολογικά σήματα ενός λογοτεχνικού έργου βεβαίως και πρέπει να κρίνονται και να αποτιμώνται, αλλά συνυφασμένα ως οργανικό όλον με την αισθητική του λειτουργία, με τη συγγραφική του στρατηγική και με τη συγκινησιακή δραστικότητα που από αυτό αναδύεται. Η αλήθεια είναι πως ο Παπαδιαμάντης (και αυτό συνέβη και με δύο, τουλάχιστον, ακόμη μείζονες λογοτέχνες μας, τον Καζαντζάκη και τον Ρίτσο) κατά κόρον κρίθηκε κυρίως ιδεολογικά και αυτό αφορά και τη γλωσσική κριτική που του ασκήθηκε (ως γνωστόν, το γλωσσικό ζήτημα είχε και βαθύτατες ιδεολογικές ρίζες). Το βιβλίο του Στέλιου Παπαθανασίου συμβάλλει στο να χαρτογραφήσουμε ευκρινέστερα το τοπίο της αντι-παπαδιαμαντικής κριτικής, αποτιμώντας και τα επιχειρήματα του συγγραφέα εναντίον της. Κατά τούτο, συντελεί στο να μελετήσουμε εντελέστερα την κριτική πρόσληψη ενός σημαντικού λογοτεχνικού έργου, το οποίο διαβάστηκε εκτενώς και εξακολουθεί να διαβάζεται και να διδάσκεται, ενώ κινητοποίησε σε μεγάλο βαθμό το ενδιαφέρον των κριτικών και των φιλολόγων (εκατοντάδες τα δημοσιεύματα που το κρίνουν και αναλυτικά το ερμηνεύουν), αλλά άσκησε και βαθιά επίδραση στην εξέλιξη της νεοελληνικής πεζογραφίας, υπό την έννοια ότι το σώμα της λογοτεχνικής μας παραγωγής θα ήταν ισχνότερο, εάν έλειπαν από αυτό οι καταθέσεις των επηρεασμένων από τον Παπαδιαμάντη ποιητών και πεζογράφων.

Ο Δημήτρης Κόκορης είναι αναπληρωτής καθηγητής νεοελληνικής γραμματείας στη Φιλοσοφική Σχολή (Τμήμα Φιλοσοφίας & Παιδαγωγικής) του ΑΠΘ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου