18/4/20

Ο “Γύφτος” του Βιζυηνού

ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΒΑΣΣΗ
           
Στήβεν Αντωνάκος, Sky of Mani, 1987,
76 x 57 εκ., ακουατίντα (10/17)
Στο γνωστό διήγημα Το αμάρτημα της μητρός μου (α΄ δημοσίευση στα ελληνικά: περ. Εστία, 10 και 17 Απριλίου 1883) του Γ. Μ. Βιζυηνού (Βιζύη Ανατολικής Θράκης 1849 -Αθήνα 1896) ένα σημείο που δεν έχει προσεχθεί όσο θα ̛πρεπε –εύλογα θα ̛λεγε κανείς, λόγω της έλξης που ασκεί η πρωτότυπη «αστυνομική» πλοκή, η ατμόσφαιρα θρίλερ και η σύνθετη ψυχογράφηση των δύο ηρώων (του μικρού Γιωργή, alter ego του συγγραφέα, και της μητέρας του Δεσποινιώς)– είναι η υποδόρια υπόμνηση της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους, όπως εικονογραφείται στη σκηνή της σύνθεσης του μοιρολογιού, με αφορμή το θάνατο του πατέρα του μικρού Γιωργή, από έναν Αθίγγανο. Η περιγραφή παραπέμπει ευθέως στη σύνδεση του αρχαίου με το νεότερο ελληνισμό. Παραθέτουμε το χωρίο:
Το μοιρολόγιον τούτο εσύνθεσεν επί τω θανάτω του πατρός μου, κατά παραγγελίαν αυτής, ηλιοκαής ρακένδυτος “Γύφτος”, γνωστός εις τα περίχωρά μας διά την δεξιότητα εις το στιχουργείν αυτοσχεδίως. Μοι φαίνεται ότι βλέπω ακόμη την μαύρην και λιγδεράν κόμην, τους μικρούς και φλογερούς οφθαλμούς και τ’ ανοιχτά και τριχωμένα στήθη του. Εκάθητο ένδοθεν της αυλείου ημών θύρας, περιστοιχισμένος υπό των χαλκών αγγείων, όσα εσύναζε δια να γανώση. Και, με την κεφαλήν κεκλιμένην επί του ώμου, συνώδευε τον πένθιμον αυτού σκοπόν με τους κλαυθμηρούς ήχους της τριχόρδου του λύρας. Προ αυτού η μήτηρ μου ορθία εβάσταζε την Αννιώ εις την αγκάλην της και ήκουε προσεκτική και δακρύουσα. Εγώ την εκράτουν σφιχτά από του φορέματος και έκρυπτον το πρόσωπόν μου εις τας πτυχάς αυτού, διότι όσον γλυκείς ήσαν οι ήχοι εκείνοι, τόσον φοβερά μοι εφαίνετο η μορφή του αγρίου των ψάλτου. Όταν η μήτηρ μου έμαθε το θλιβερόν αυτής μάθημα, έλυσεν από το άκρον της καλύπτρας της και έδωκεν εις τον Αθίγγανον δύο “ρουμπιέδες”. – Τότε είχομεν ακόμη αρκετούς. – Έπειτα παρέθηκεν εις αυτόν άρτον και οίνον και ό,τι προσφάγιον ευρέθη πρόχειρον. Ενώ δε εκείνος έτρωγε κάτω, η μήτηρ μου εις το “ανώγι” επανελάμβανε το ελεγείον κατ’ ιδίαν διά να το στερεώση εις την μνήμην της. Και φαίνεται ότι το εύρε πολύ ωραίον. Διότι καθ’ ην στιγμήν ο Κατσίβελος ανεχώρει, έδραμε κατόπιν του και τω εχάρισεν εν από τα “σαλιβάρια” του πατρός μου.
– Θεός σχωρέσοι τον άνδρα σου, νύφη! εφώνησεν έκθαμβος ο ραψωδός, και φορτωθείς τα χάλκινά του σκεύη εξήλθε της αυλής μας.[i]
Ο “Γύφτος” /Αθίγγανος /Κατσίβελος[ii] ανασύρει στη μνήμη μας τους νεοέλληνες λαϊκούς τραγουδιστές –και, ειδικότερα, μοιρολογητές (όχι μόνο μοιρολογίστρες) –που συνέθεταν (και συνθέτουν), συχνά κατά παραγγελίαν, αυτοσχέδια άσματα, ανάλογα με την περίσταση. Ταυτόχρονα, ανακαλεί συνειρμικά τους ομηρικούς αοιδούς και τους αρχαϊκούς ραψωδούς. Τέλος, τη σύνδεση αρχαίου ελληνικού - νεότερου ελληνικού πολιτισμού υποβάλλουν και οι λέξεις: μοιρολόγιον - ελεγείον.
Κάτι που, επίσης, δεν έχει προσεχθεί, είναι η –ουσιαστικά– ρομαντική ύφανση της εν λόγω σκηνής: τα επιφανειακώς ρεαλιστικά στοιχεία (α΄. το επάγγελμα του γανωτή, αυτού που γανώνει-γυαλίζει τα χάλκινα μαγειρικά σκεύη επαλείφοντάς τα με κασσίτερο: επάγγελμα που όντως ασκούσαν, μέχρι πρόσφατα, οι Αθίγγανοι. β΄. η πιστή απόδοση των λαϊκών /ιδιωματικών λέξεων: “Γύφτος”, “ρουμπιέδες”, “ανώγι”, “σαλιβάρια”. γ΄. η λαογραφική καταγραφή του εθίμου του «φιλέματος» του “Γύφτου” από τη Δεσποινιώ.) απορρέουν από μία βαθύτερη ρομαντική λαογραφική λογική χερντεριανής καταγωγής του –γερμανοσπουδαγμένου άλλωστε (1875-1881)–Βιζυηνού.  
Συνάμα, η συνειρμική συσχέτιση Νεοέλληνα μοιρολογητή –αρχαίου Έλληνα ραψωδού «υπακούει» κι αυτή σ’ ένα ρομαντικό (λαογραφικό) εξιδανικευτικό σχήμα (δεν χωράει εδώ καμία υπόνοια Νεοκλασικισμού): ο “Γύφτος”, η ενσάρκωση αυτής της ταύτισης, υποδηλώνει (ως περιθωριακός-απαξιωμένος κοινωνικός τύπος) τον παραγκωνισμένο-υποτιμημένο (μέχρι τότε) ανόθευτο λαϊκό πολιτισμό· μπορεί κανείς να βρει εδώ ευδιάκριτα τα ίχνη του περίφημου Volksgeist. Η λαϊκή ψυχή του αρχαίου Έλληνα ραψωδού ενσωματώνεται στον Νεοέλληνα “Γύφτο” τραγουδιστή: σ’ ό,τι πιο λαϊκό, δηλαδή, έχει να επιδείξει η νεοελληνική παράδοση.
Η ρομαντική εικόνα του “Γύφτου” καταδεικνύεται, άλλωστε, από τον τρόπο που τον περιγράφει ο αφηγητής: άγριος ψάλτης, με φλογερούς οφθαλμούς, με μαύρην και λιγδεράν κόμην, με τριχωμένα στήθη που τρομάζουν το μικρό Γιωργή. Ψήγματα μιας, θα λέγαμε, «Sturm und Drang» απεικόνισης που αυτομάτως αποκλείει κάθε σκέψη περί νεοκλασικιστικής σύνδεσης αρχαίου Έλληνα ραψωδού –Νεοέλληνα αοιδού. Μέσα από μια τέτοια εξεικόνιση έρχεται, αβίαστα, και η ρομαντική μυθοποίηση του παρόντος μέσα απ’ αυτήν του παρελθόντος: αυτός ο άγριος ψάλτης (ο Νεοέλληνας “Γύφτος”) με την κεφαλήν κεκλιμένην επί του ώμου, συνώδευε τον πένθιμον αυτού σκοπόν (το μοιρολόγι) με τους κλαυθμηρούς ήχους της τριχόρδου του λύρας (ο αρχαίος Έλληνας ραψωδός «μετενσαρκωμένος» σε Νεοέλληνα “Γύφτο”).
Μαζί μ’ αυτά, εντοπίζεται σ’ αυτή τη σκηνή και ο –ευρέως διαδεδομένος– μελαγχολικός, πεισιθάνατος Ρομαντισμός, καθώς απ’ όλη την περιγραφή αναδύεται μια βαθιά θλίψη, μια εντόνως «μαύρη» ατμόσφαιρα.
Συμπερασματικά, στην παρένθετη αναδρομική αφήγηση του μοιρολογιού του “Γύφτου” εμπεριέχεται καλειδοσκοπικά –και προδρομικά (ένα μήνα πριν το Διαγώνισμα της “Εστίας” προς συγγραφήν ελληνικού διηγήματος, 15 Μαΐου 1883)– ο πολιτισμικός συγκρητισμός του (νεο)ελληνικού ηθογραφικού διηγήματος στην ωριμότερή του στιγμή: μείξη Ρομαντισμού (στη διττή του όψη· τόσο λαογραφικού εξιδανικευτικού –ανάδειξη του πλούσιου νεοελληνικού λαϊκού πολιτισμού, υπενθύμιση της ιστορικής του σύνδεσης με τον αρχαίο ελληνικό, προφανώς στο πλαίσιο της εθνικής ιδεολογίας που ήδη οι συντεταγμένες της έχουν χαραχτεί – όσο και «κλασικού» πεισιθάνατου) και Ρεαλισμού (πιστή και πειστική απεικόνιση της κοινωνικής πραγματικότητας, λεπτή ψυχολογική παρατήρηση ως απόρροια της αξιοποίησης της ψυχολογικής επιστήμης).
Με ένα λόγο, μέσα από τον κειμενικό «μικρόκοσμο» της σκηνής του “Γύφτου” διαθλάται ο ιστορικοπολιτισμικός «μακρόκοσμος»: η πύκνωση του νεοελληνικού  ιστορικού χρόνου (τέλη 19ου αιώνα), στην οποία συγχωνεύονται –ας μας επιτραπεί η μεταφορά –η «μακρά διάρκεια» του Ρομαντισμού με τη «βραχεία διάρκεια» του Ρεαλισμού.  

Ο Θεόδωρος Βάσσης είναι φιλόλογος


[i] Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα, επιμέλεια Παν. Μουλλάς, Αθήνα: Εστία /Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, 1980, σσ. 10-11
[ii] Ο Παν. Μουλλάς, ό.π., υποσημειώνει (σ. ρε΄): «Ο προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει την ποικιλία με την οποία αναφέρεται κάθε φορά από το συγγραφέα, στο σύντομο αυτό απόσπασμα, ο συνθέτης του μοιρολογιού: Γύφτος, άγριος ψάλτης, Αθίγγανος, Κατσίβελος, ραψωδός.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου