29/2/20

Το Χαϊντεργκεριανό ιδίωμα

ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ

– Ο Heidegger δεν δημιούργησε ένα φιλοσοφικό σύστημα. Αντίθετα, μάλλον η ενόχλησή του από τα φιλοσοφικά συστήματα είναι το σημείο εκκίνησης, η αφετηρία της σκέψης του. Διότι ο Heidegger δεν φιλοσοφεί. Το πρόταγμα του Heidegger είναι το πρόταγμα του σκέπτεσθαι, με έναν ριζοσπαστικό τρόπο, εντελώς αντίθετο από το σκέπτεσθαι όπως η φιλοσοφία το ενσωματώνει στις προοπτικές της, προκειμένου να φτάσει στην ολοκληρωμένη σύλληψη ενός κοσμοειδώλου συμπεριληπτικού της φυσικής και μεταφυσικής οντότητας των πραγμάτων, της ηθικής και αισθητικής στάσης του ανθρώπου απέναντι στα πράγματα και του ανθρώπινου πεπρωμένου στη ζωή και στον θάνατο.
Ο τρόπος του Heidegger είναι μια δυναμική διεμβόληση των φιλοσοφικών συστημάτων μέσω της αποσπασματικής ανάγνωσης του φιλοσοφικού συνεχούς, αποσπώντας μέσα από αυτό το συνεχές θραύσματα ερωτημάτων, τα οποία στη συνέχεια μετατρέπει σε ερωτήματα περί της ίδιας της φιλοσοφίας, έτσι ώστε τελικά να αναδεικνύεται η απορρητική φύση του φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι, ως κορωνίδα κάθε φιλοσοφικού εγχειρήματος, παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος.
– Η εμμονική προσκόλληση του Heidegger στους τόπους του ερωτήματος, το οποίο παραμένει περιφραγμένο μέσα στον εαυτό του και έτσι ωθεί προς την ουσία του, καθιστά τον λόγο του ένα ατομικό ιδίωμα με καθολική ισχύ. Κατά τη διατύπωση του George Steiner, “ο φιλοσοφικός λόγος του Heidegger γίνεται αυτό που οι γλωσσολόγοι ονομάζουν ιδιόλεκτο, ατομικό ιδίωμα. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση, το άτομο στοχεύει στο να αποδώσει στο προσωπικό του ύφος επικοινωνίας μια καθολική ισχύ. Ο Heidegger έχει απόλυτη συνείδηση της ελλοχεύουσας ύβρεως και της παραδοξότητας αυτής της διαδικασίας [...]. Καμιά πλευρά της χαϊντεγκεριανής σκέψης δεν μπορεί να αποκοπεί από το φαινόμενο του ύφους της γραφής του Heidegger”.

–Κατά την αντίληψή μου, το χαϊντεγκεριανό ιδίωμα περιελίσσεται γύρω από το συγκείμενό του, ήτοι γύρω από τη θεολογία της ανάδυσης της κρυμμένης λέξης, η οποία συγκροτεί πράγματι ένα πανίσχυρο συγκείμενο πάνω στο οποίο εδράζεται και η καθολική ισχύς του χαϊντεγκεριανού υπαρξισμού. Ο Micha Brumlik επιμένει να χαρακτηρίζει το χαϊντεγκεριανό ιδίωμα στην καταγωγική του περιοχή ως εγχείρημα επιστροφής στον Γνωστικισμό, ο οποίος του χορηγήθηκε ως οδοδείκτης στο καθ' οδόν προς τους τόπους του σκέπτεσθαι. Στο κέντρο της Γνωστικής θεολογίας τίθεται ασφαλώς η ανάδυση της κρυμμένης λέξης, μια ανάδυση που προκύπτει από τη "συντριβή της λέξης", η οποία "είναι το πραγματικό βήμα που οδηγεί πίσω στον δρόμο του σκέπτεσθαι", κατά τη διατύπωση του ίδιου του Heidegger. Ο George Steiner προχωρεί ένα βήμα περαιτέρω, αναφερόμενος επίσης στη χαϊντεγκεριανή δήλωση κατά την οποία η ανάδυση της ελληνότροπής ακρόασης της λέξης μας οδηγεί "άμεσα ενώπιον της καθαυτής προκείμενης υπόθεσης, και όχι αρχικά ενώπιον μιας απλής λεξικής σημασίας". Ο Steiner αποφαίνεται: "Το ερώτημα, με ποιον τρόπο αυτή η δήλωση δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να αναπαράγει τις αλληγορίες του αδαμικού και του εβραϊκού λόγου όπως τις συναντάμε στα καββαλιστικά και πιετιστικά δόγματα και το ποιοι πιθανοί τρόποι υπάρχουν για να επιβεβαιωθούν οι δηλώσεις του Heidegger είναι θεμιτές και, πραγματικά, επιτακτικές ερωτήσεις. Αυτό που θέλουμε να γνωρίζουμε τώρα, όμως, είναι ακριβώς πού μας οδηγεί αυτός ο “ετυμολογικός ρεαλισμός'". Πρόκειται, ωστόσο, για έναν ετυμολογικό ρεαλισμό ή κυριότατα για μια, μέσω της θεολογικής αλληγορίας, υπέρβαση του ετυμολογικού ρεαλισμού προς την κατεύθυνση του συγκειμένου το οποίο θα αποκαταστήσει τη λέξη, διεμβολίζοντάς την καταστροφικά ώστε να προκύψει η έκρηξη του ερωτήματος ως τόπου του σκέπτεσθαι και ως διαμονής του Philosophus Thrologus, το πεπρωμένο του οποίου ενδύεται το χαϊντεγκεριανό ιδίωμα;
– Η αποφατικότητα του χαϊντεγκεριανού ιδιώματος είναι ταυτόσημη με την αποφατική θεολογία του Γνωστικισμού, της Γνωστικής χριστολογίας και της καββαλιστικής προσκόλλησης στο ονομάζειν, που, μέσω της ανάδυσης της κρυμμένης λέξης, οδηγεί στην ουσία του Λέγειν και στην ανάγκη της αντιφώνησης της γλώσσας προς τον Λόγο απ' όπου η γλώσσα χορηγήθηκε. Δεν θα ήταν υπερβολή να μιλήσουμε εδώ για μια "μαζική εκφραστική" του χαϊντεγκεριανού ιδιώματος, η οποία, κατά κάποιον τρόπο, μυστικοποιεί τη σχέση μεταξύ της λέξης και της ουσίας του πράγματος ως δεξίωσης στην "προσαγόρευση της γλώσσας". Η γλώσσα, αποφαίνεται ο Heidegger, "είναι αυτή που κατ’ αρχάς και τελικά μας στέλνει νεύματα για την ουσία ενός πράγματος". Αλλά αυτά τα νεύματα βρίσκονται μέλλον στην ανοικτότητα Μεταξύ ουρανού και γης, δηλαδή στην αποφατικότητα του νεύματος και της ερμηνευτικής οδού.
– Η συζήτηση περί του θεολογικού συγκειμένου του χαϊντεγκεριανού ιδιώματος έχει, αναμφισβήτητα, ένα πλήθος συνδηλώσεων, τις οποίες η ερμηνευτική έχει κατά καιρούς επισημάνει ποικιλοτρόπως. Ωστόσο, η κυριότερη ερμηνευτική απόληξη δεν μπορεί να είναι άλλη από τη διαρκή ταυτολογική αναζήτηση του βιβλικού "Ειμί ο Ων", η οποία υπεισέρχεται αμφίσημα μέσα στη/ και προσαγορεύεται από τη/ γλώσσα ως πάθος ομολογίας και ιεροφάνειας. Το χαϊντεγκεριανό "Είναι – μέσα – στον κόσμο" αποτελεί την κορυφαία εκδήλωση της ομολογιακής και ιεροφανειακής ταυτολογίας. Διότι, κατ’ ουσίαν, εκεί ακριβώς το χαϊντεγκεριανό ιδίωμα αποκρύπτει και συγχρόνως φανερώνει τον εαυτό του και τις απρόβλεπτες (κάποιοι θα έλεγαν: αυθαίρετες) περιπλανήσεις του μέσα στους τόπους του σκέπτεσθαι. Το πάθος του Heidegger για τη χαμένη, την κρυμμένη λέξη και για τις ετυμολογικές συνάψεις και συμπλοκές είναι, εξάλλου, η επιβεβαίωση της αμφισημίας, την οποία αποκαλύπτει το πνεύμα ή η "ανάσα του κρυμμένου πνεύματος μέσα στη γλώσσα", κατά τη διατύπωση του Steiner.
– Ωστόσο, ακόμη και υπό αυτή την προοπτική, το χαϊντεγκεριανό ιδίωμα αντλεί μεγάλο μέρος της ισχύος του από τη ρομαντική διάσταση, την οποία ενσωματώνει ως θεμελιώδη προκείμενή του. Αυτή η διάσταση, κατά τη δική μου τουλάχιστον ανάγνωση, είναι θεμελιώδης υπό την έννοια ότι το πάθος του σκέπτεσθαι ως ενόρμηση των χαϊντεγκεριανών περιπλανήσεων και ριζοσπαστικών ανατροπών του φιλοσοφικού συνεχούς, βρίσκεται ήδη εκφρασμένο απροκάλυπτα στη ρομαντική Weltanschaunng, ως καταστατικός - ιδρυτικός όρος. Είναι αλήθεια ότι ο Heidegger ποτέ δεν ομολόγησε τις οφειλές του στους ρομαντικούς τόπους και στη βοή και στο πάθος που εμπνέει η αποκάλυψη των τόπων αυτών. Είναι, όμως, αλήθεια ότι, όπως ορθά παρατηρεί ο Allan Magill, “η σιωπή του σχετικά με το ζήτημα των πιθανών συναφειών ανάμεσα στη σκέψη του και στη σκέψη των ρομαντικών είναι τόσο εντυπωσιακή ώστε να μπαίνει στον πειρασμό κανείς να τον κατηγορήσει για εσκεμμένη απόκρυψη”. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί, χωρίς υπερβολή, ότι ολόκληρη η χαϊντεγκεριανή θέαση της κρυμμένης λέξης και του ετυμολογικού υπερβατισμού, δηλαδή της γλώσσας ως νεύματος για την ουσία του πράγματος, δεν είναι παρά μια αισθητική αντίληψη για το Είναι, μέσω της ποιητικής του Είναι, η οποία έλκει την καταγωγή της από τη ρομαντική ποιητική εκφραστική.

Γιάννης Γαΐτης, Σύνθεση, λάδι σε ένθετο ξύλο, 202 x 147 x 11 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου