29/2/20

Γιάννης Δάλλας

Ένας κορυφαίος πνευματικός άνθρωπος και αριστερός διανοούμενος

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Στην περίπτωση του Γιάννη Δάλλα, δεν ταιριάζει το γνωστό κλισέ, “μεταξύ των πολύ σημαντικών του μεταπολέμου και ο/η ...”. Όχι, δεν ταιριάζουν αυτά στην περίπτωση του Δάλλα. Γιατί ο Γιάννης Δάλλας ήταν όντως η κορυφαία πνευματική φυσιογνωμία των προηγούμενων δεκαετιών. Ποιητής, φιλόλογος, κριτικός λογοτεχνίας, μεταφραστής του μεγαλύτερου μέρους των αρχαίων λυρικών, πολίτης εν εγρηγόρσει, με καθαρή ματιά, χωρίς κόμπλεξ και βεντετισμούς, πάντα με οξύ κριτικό λόγο, μοίραζε απλόχερα τις γνώσεις του, τη στήριξή του, εκεί που άξιζε. Με τη στάση του έδινε νόημα και περιεχόμενο στην έννοια του διανοούμενου.
Αδιαφόρησε για τους εφήμερους επαίνους, γνωρίζοντας ότι το έργο του, η αλήθεια του, είχε να αναμετρηθεί μόνο με τον χρόνο. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο αυτός έγραψε για τους σύγχρονούς του ποιητές, τους εν δυνάμει ανταγωνιστές του. Αυτός καθιέρωσε τον Μίλτο Σαχτούρη, αυτός έδωσε το κριτικό στίγμα του Τάκη Σινόπουλου, του Μανόλη Αναγνωστάκη και τόσων άλλων.
Σνόμπαρε επιδεικτικά τα μεγάλα συγκροτήματα του Τύπου, παρά τις προτάσεις που έπεφταν βροχή, επί συναπτές δεκαετίες. Απ’ τη Μεταπολίτευση κι έπειτα, προτιμούσε να δημοσιεύει, σχεδόν αποκλειστικά, στο περιοδικό Ο Πολίτης, και αργότερα εδώ στις «Αναγνώσεις», όπου τίμησε τις σελίδες μας με μια σειρά κειμένων, δοκιμιακών και φιλολογικών. Σνόμπαρε επιδεικτικά την ακαδημαϊκή επικύρωση, γιατί ήξερε ότι η δουλειά του δεν χρειαζόταν δεκανίκια επιστημοσύνης. Μόνο για λίγο, στα τελευταία χρόνια του εργασιακού του βίου, δέχθηκε να αποκτήσει, δηλαδή να τιμήσει την πανεπιστημιακή ιδιότητα.

Το έργο του, φιλολογικό, κριτικό, δοκιμιακό, αναμετρήθηκε με όλα τα μεγάλα μεγέθη, με όλα τα μεγάλα ζητήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας: Σολωμός, Κάλβος, Καβάφης, Βάρναλης, Καρυωτάκης, Θεοτόκης, Πεντζίκης... Στα χρόνια της κρίσης, υπέργηρος αλλά διαυγέστατος, έγραψε κάποια λιγοστά πολιτικά ποιήματα, όχι για να διεκδικήσει δάφνες αλλά για να συμμετάσχει, όπως μπορούσε, στο ιστορικό γίγνεσθαι. Τα περισσότερα από αυτά, εδώ στις “Αναγνώσεις” δημοσιεύθηκαν. Το τελευταίο, στις 26-5-2018.
Βέβαια, το πολύπλευρο έργο του Δάλλα χρήζει ευρύτερης επεξεργασίας, η οποία δεν μπορεί ούτε ακροθιγώς να εννοηθεί στο πλαίσιο ενός άρθρου. Μια τέτοια προσπάθεια αποτελεί το αφιέρωμα των “Αναγνώσεων” στον Δάλλα (τχ. 333, 12/7/2009, κείμενα:  Α. Βογιατζόγλου, Κ. Βούλγαρης, Γ. Μπλάνας, Τ. Καγιαλής, Γ. Βέης, Β. Αλεξίου, Γ. Γιατρομανωλάκης) https://avgi-anagnoseis.blogspot.com/2009/07/blog-post_11.html
Εδώ, θα πω μόνο δυο λόγια για την πιο υποτονισμένη πλευρά του Δάλλα, την πιο “αδύναμη” πλευρά του τρομακτικού έργου του Δάλλα, όπως νομίζουν οι πολυπληθείς άμουσοι που μας περιβάλλουν, υποδυόμενοι τους “ενημερωμένους” περί τα ποιητικά μας πράγματα, καταναλώνοντας δηλαδή αμάσητα τα τρέχοντα κλισέ, την τρέχουσα ποίηση της εποχής. Θα πω λοιπόν δυο λόγια για την ποίηση τους Δάλλα, η οποία συνομιλεί συστηματικά με την ποιητική μας παράδοση, με το έργο των συνομηλίκων του ποιητών, με το πεζογραφικό του έργο, με την ποίηση των αρχαίων λυρικών. Γιατί η ποίηση του Γιάννη Δάλλα είναι ένα απέραντο διακείμενο.
Η τεχνική του Δάλλα δεν φέρει το άγχος να “χωνέψει” τις επιρροές, τις επιδράσεις, τα δάνεια· δεν τα κρύβει, δεν τα οδηγεί στην τόσο γνωστή και συνήθως αδέξια διαδικασία ομογενοποίησης, αλλά τα δείχνει, σε πρώτο πλάνο, τα δηλώνει, τα αφήνει να λειτουργούν, μετατοπίζοντας το αισθητικό στοίχημα από την “επίδραση” στην οικειοποίηση και στην επαναγραφή. Όλα αυτά διαμορφώνουν μια ποίηση μπαχτινικά διαλογική, πολυστρωματική, πολυποίκιλη, δηλαδή ουσιωδώς ανομοιογενή, και άρα πολυφωνική.
Μετά το 1968, που δημοσιεύεται το περιβόητο δοκίμιο του Ρολάν Μπαρτ, “Ο θάνατος του συγγραφέα”, η συζήτηση για τη λογοτεχνία περιστρέφεται γύρω από αυτά τα ζητήματα, έχοντάς μας δώσει καινούρια θεωρητικά και κριτικά εργαλεία, καινούριες κατηγοριοποιήσεις της λογοτεχνίας, καινούριες διακρίσεις του παλιού και του νέου, δηλαδή καινούρια νοηματοδότηση του σύγχρονου. Η ποίηση του Δάλλα είναι σύγχρονη ποίηση. Έχει αφήσει προ πολλού πίσω της τη μονολογική ποίηση, που ακόμα καλά κρατεί στον ποιητικό μας χάρτη, ακόμα και μεταξύ των νεαρότερων ποιητών και ποιητριών, που οι περισσότεροι αναλώνονται σε αδιάφορες δοκιμές, κυρίως μετασεφερικής διάθεσης.
Μη βιαστεί κανείς να κολλήσει τη ρετσέτα του “μεταμοντέρνου”, είτε σε αυτά που λέω για την ποίηση του Δάλλα είτε στην ίδια την ποίηση του Δάλλα. Αυτό που υποστηρίζω είναι πως η ποίηση του Δάλλα, ιδιαίτερα αυτή των τελευταίων δεκαετιών, δεν χωρά στις τυποποιημένες προδιαγραφές της ποίησης του κυρίαρχου, και πια ασθμαίνοντος μοντερνισμού μας. Είναι μια ποίηση τόσο συστηματικά και λειτουργικά ανοιχτή και πολυφωνική, που η μορφική/αισθητική συνάφειά της διαπιστώνεται στις αναλογίες της με την ποίηση του Ηλία Λάγιου ή με αυτή των Ευγένιου Αρανίτση, Γιώργου Μπλάνα, Σπύρου Βρεττού, με εκείνη του Εγγονόπουλου ή πιο δίπλα με εκείνη του Ροζάνη, και φυσικά με την καταγωγική μήτρα της σολωμικής ποίησης. Εδώ, θα παραθέσω ένα ποίημα, όπου ο Δάλλας αφηγείται ποιητικά την ίδια τη θεωρητική περιπέτεια με την οποία συνδέεται η ποίησή του. Το ποίημα επιγράφεται “Γοργώ” και αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο:
Τι πλατυπρόσωπη που είναι η Γοργώ
τι προσωπίδα!
με μάτια και με χείλια τραβηγμένα
σαν τις αναγελάστρες των νησιών μας
(Ή να ’ναι αυτές δικά της εκμαγεία;)
Εδώ, γίνεται λόγος για την επίδραση, με τόνο θα έλεγα καθησυχαστικό για τον αναγνώστη. Πάμε όμως στο δεύτερο μέρος, όπου τα πράγματα σοβαρεύουν απροσδόκητα:
Ξένε, αν ρωτάς γιατί η Μορφή που θα αντικρύσεις
αυτή η δική μας η Γοργώ βγάζει τη γλώσσα
πριν μπεις στις αίθουσες με τ’ άλλα προσωπεία
στάσου ενεός μπροστά στην πύλη του Μουσείου
να δεις πως και οι νεκροί μας ειρωνεύονται
(Μας ειρωνεύονται ή μας αντιγράφουν;)
Εδώ, η ποίηση δεν είναι πλέον “δημιουργία” αλλά ταυτίζεται με τη διαδικασία που περιγράφει αυτό το ποίημα, μια διαδικασία στην οποία κυριαρχούν όχι τα πρόσωπα, όχι η “μοναδική” φωνή του ποιητή, αλλά τα προσωπεία και οι βουβοί ήχοι τους, οι φωνές της ιστορίας. Εδώ, ο συγγραφέας, ο ποιητής, έχει “πεθάνει”, δεν υφίσταται ως κακέκτυπο του θεού, ως ένας μικρός δημιουργός κι αυτός. Εδώ, η χρονική ακολουθία έχει πάψει να είναι ευθύγραμμη ή έστω εξελικτική. Ο χρόνος συστρέφεται, εντός μιας αέναης παροντικότητας. Το ποίημα απλώς μετέχει σε έναν ωκεανό λέξεων, σημασιών και ποιημάτων, όπου η θέση του ούτε για μια στιγμή δεν είναι οριστική και δεδομένη.
Όταν λοιπόν γράφει ποιήματα ο Δάλλας, γράφει ταυτοχρόνως ως ποιητής, ως κριτικός, ως φιλόλογος, ως μεταφραστής. Ό,τι κείμενο κι αν γράφει, όλες αυτές οι ιδιότητες συλλειτουργούν. Τελικά, ο Δάλλας δεν γράφει ως “συγγραφέας” αλλά ως γραφέας. Αυτή είναι η γνώμη μου για το ποιητικό έργο του Γιάννη Δάλλα. Πάσα αντίρρηση δεκτή, όμως θα παρακαλούσα να συνοδεύεται από ένα συγκεκριμένο κριτικό επιχείρημα. Τα λυρικά να λείπουνε, όπως έλεγε ένας ακόμη στενός φίλος και συνοδοιπόρος του Δάλλα, ο Τάκης Σινόπουλος.

Ο αριστερός διανοούμενος
Το συνολικό στίγμα του Δάλλα δεν είναι άλλο, από αυτό του αριστερού διανοούμενου, τόσο σεμνά υποφωτισμένο, τόσο έξω από την αγοραία διεκδίκησή του. Γιατί, στην περίπτωση του Δάλλα, η πολιτικότητα και η γενικότερη ένταξη και σημασία του έργου του δεν προκύπτουν από τον θεματολογικό θόρυβο των κειμένων του, δεν «αξιοποιήθηκαν» στη φιλοτέχνηση μιας ακόμη πόζας αριστερού λογίου, από αυτές που μας κατέκλυσαν τα τελευταία 70 χρόνια, σχεδόν πάντοτε χωρίς να κομίζουν τίποτα το σημαντικό, ούτε στην τέχνη ούτε στην αριστερά.
Ο Δάλλας υπήρξε αριστερός διανοούμενος μέσα από τις επιλογές του, μέσα από τα «όχι» που είπε καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του, μέσα από την παροιμιώδη εγρήγορσή του, μέσα από την αντοχή του να μη βολευτεί, να μην εφησυχάσει∙ να παρακολουθεί, μανιωδώς θα έλεγα, ό,τι καινούριο εμφανίζεται, να μη διστάζει να δοκιμάσει και να εκτεθεί.
Τα «όχι» του ήταν προς δύο κατευθύνσεις: προς την «κοσμικότητα» της αριστεράς και προς την εξουσία. Όταν στη Μεταπολίτευση η ένταξη σε έναν από τους δύο πόλους της αριστεράς υποσχόταν λαμπρή καριέρα και προνομιακές σχέσεις, ο Δάλλας επέλεξε την απόσταση και απ’ τους δύο. Δηλαδή την αξιοπρέπεια του αριστερού διανοούμενου, απέναντι σε μηχανισμούς και αυλές. Την πολιτικότητα του έργου του, καθώς και τη ζηλευτή ποιότητά του, δεν την εξαργύρωσε. Μοναχικός στην πορεία του, έδινε συνεχώς περιεχόμενο και ουσία στη συλλογικότητα, γράφοντας για ομήλικούς του ποιητές, στηρίζοντας νεώτερους. Αρνούμενος τον ρόλο του «σταρ» (τρομάρα μας!), δημιουργούσε ένα ζηλευτό πνευματικό ίχνος, ένα από τα ελάχιστα σημεία αναφοράς στη λογοτεχνία, στην τέχνη, στην αριστερά. Εκεί μαθήτευσαν και μαθητεύουν λογοτέχνες και φιλόλογοι. Αφήνοντας τους μηχανισμούς και τους αυλικούς στον κόσμο τους. Αφήνοντας τις αγιογραφίες να βουλιάζουν στη μιζέρια της επανάληψής τους.
Όσον αφορά τη δεύτερη δέσμη των «όχι» του Δάλλα, νομίζω πως αρκεί ένα περιστατικό. Στο τεύχος 57 των «Αναγνώσεων», (28/12/2003), ο Δάλλας δημοσίευσε μια ανέκδοτη και βαρυσήμαντη επιστολή του Καβάφη, το μοναδικό κατάλοιπο του αλεξανδρινού που είδε το φως μετά από δεκαετίες. Εκεί, ο Καβάφης δηλώνει, με πάσα λεπτομέρεια, τι έχει διαβάσει από ξένη ποίηση, ανατρέποντας ένα μεγάλο μέρος από τις υποθέσεις και τις βεβαιότητες της καβαφικής φιλολογίας, εγχώριας και διεθνούς. Όμως, η κατοχή της επιστολής αυτής από τον Δάλλα είχε γίνει γνωστή στις μεγάλες εφημερίδες και άρχισαν τα τηλέφωνα κι οι προσφορές. Ο Δάλλας αδιαφόρησε για τα πρωτοσέλιδα, για τα αφιερώματα που θα υποδέχονταν τη φιλολογική αυτή ανακάλυψη, για τις επιφυλλίδες που θα φλυαρούσαν, μονότονα, επί μακρόν. Κι έμειναν οι ενδιαφερόμενοι με την απορία:
-Μα, στην Αυγή;
-Ναι, στην Αυγή.
Σεμνά και αθόρυβα δημοσίευσε, σχολιασμένο με τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του, το καβαφικό χειρόγραφο στις σελίδες μας ο Δάλλας. Τόσο σεμνά κι αθόρυβα, που δεν το πήρε χαμπάρι ούτε η αριστερά...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου