2/2/20

Τα “κρυμμένα” του Νίκου Εγγονόπουλου

ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΦΩΣΤΙΕΡΗ

Από το εμπεριστατωμένα αλλά και γλαφυρά αποσπάσματα του μελετήματός του περί Μπολιβάρ, που δημοσίευσε σε έξι τεύχη των “Αναγνώσεων” της Αυγής  ο Κώστας Βούλγαρης, προκύπτει αβίαστα, νομίζω, το συμπέρασμα ότι η ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου δεν εκπροσωπεί ένα είδος παραληρηματικού υπερρεαλισμού, όπως ίσως θεωρούν οι περισσότεροι, αλλά το ακριβώς αντίθετο: Πίσω από τον φαινομενικό παραλογισμό των στίχων του υπάρχει μια έντεχνα δομημένη διαστρωμάτωση πολλών επιπέδων, με σύμβολα, παραβολές και υπαινιγμούς, που σιωπηρά παραπέμπουν σε συγκεκριμένα πρόσωπα ή γεγονότα του προσωπικού και του δημόσιου βίου, που ο αναγνώστης καλείται να αποκρυπτογραφήσει, ανάλογα με τις δυνατότητες και την ευαισθησία του.
Η αποκρυπτογράφηση από τον Κώστα Βούλγαρη αρκετών τέτοιων στοιχείων κρυμμένων είτε στο υπέδαφος του Μπολιβάρ (ο Κολοκοτρώνης πίσω από τον Μπολιβάρ, ο στρατηγός Σκούρτης πίσω από τον Υδραίο στρατηγό που βρέθηκε στη Λάρισα, κ.λπ.), είτε στο υπέδαφος άλλων ποιημάτων του Εγγονόπουλου (η “πολιτική επιστράτευση” του 1943, κ.λπ.), μου επανέφερε στη μνήμη μια ανάλογη προσωπική εμπειρία.
Όταν το 1975 ξεκινήσαμε, ο Θανάσης Νιάρχος κι εγώ, την ετήσια ανθολογική έκδοση Ποίηση (που διήρκεσε συνολικά εφτά χρόνια), ζητήσαμε από περίπου σαράντα γνωστούς ποιητές, διαφόρων γενεών και τάσεων, μερικά ανέκδοτα ποιήματά τους, προκειμένου να σχηματιστεί συνολικά ένα πανόραμα της ελληνικής ποίησης εκείνης της περιόδου.
Απευθυνθήκαμε και στον Νίκο Εγγονόπουλο. Εκείνος ανταποκρίθηκε με προθυμία (όπως άλλωστε, την ίδια εποχή, με προθυμία παραχώρησε ανέκδοτα ποιήματά του και για τη Νέα Ποίηση, ένα περιοδικό που εξέδιδα επί δύο χρόνια, ως φοιτητής). Μας έδωσε λοιπόν τρία ποιήματα (που ύστερα από λίγα χρόνια περιέλαβε Στην κοιλάδα με τους ροδώνες): “Περί ανέμων, υδάτων και άλλων”, “Περί Αμαδρυάδων” και “Μπερουτιανό”. Το τρίτο από αυτά ήταν ένα ποίημα σε πεζό, αφιερωμένο –καθόλου τυχαία, πιστεύω– “εις μνήμην Αλφόνσου Allais”, ενός αναρχικού και φιλοπαίγμονος γάλλου ποιητή τού 19ου αιώνα, ο οποίος συμμετείχε στις περιθωριακές λογοτεχνικές ομάδες των “fumistes” και των “hydropathes” (των “καπνολόγων” και των “υδροπαθών”, θα λέγαμε στα καθ’ ημάς).

Αντιγράφω το “Μπερουτιανό”, όπως δημοσιεύτηκε στην Ποίηση 75 :
Μένω εμβρόντητος μπρος την ευρυμάθεια αυτής της κόρης! Kαϊρινή ή Aλεξαντρινή; Θα σας  γελάσω. Πάντως, όπως μου λέει, συμπλήρωσε λαμπρές εγκύκλιες σπουδές σε ένα από τα  ε υ ρ ω π α ϊ κ ά  (καθολικά βέβαια) λύκεια ή της Aλεξάντρειας ή του Kαΐρου. Mε τι αφοσίωση, με τι πλούτο πληροφοριών, μιλά για το διδαχτικό προσωπικό και για τα όσα του χρωστάει! O père Mαγκανάτ, η mère Aκλαντάν (κατά κόσμον Aνν Mερντέζ)! Aμ η soeur Bιτσιάλη! Kείνος ο αδερφός d’Aisance! Fils Tικ, δεν λείπει να προσθέτει πάντα. Και μου τη μαθαίνει, και σε μένα, την Eυρώπη, με όλα τα μυστικά της και τις λεπτομέρειες, αληθινή Eυρωπαία, τώρα ας είναι κι’ Aφρικανίς
Με την πρώτη ανάγνωση του ποιήματος, άρχισα να υποψιάζομαι ότι πίσω από την απλοϊκή ιστοριούλα για την ανώνυμη κόρη κρυβόταν κάποιο παιχνίδι του Εγγονόπουλου, κάτι σαν “μαγική εικόνα”, όπως εκείνες των παλιών παιδικών περιοδικών, όπου με κάποια προσπάθεια μπορούσες να διακρίνεις, λογουχάρη, ανάμεσα σ’ ένα σύμπλεγμα κλαδιών να σχηματίζεται μια γυναικεία μορφή, αόρατη στην πρώτη ματιά, ή στο κενό που άφηναν δυο φιγούρες να διαγράφεται το κεφάλι ενός γέρου ναυτικού.
Πρώτα-πρώτα, το όνομα του ιερέα (μιλάμε για λύκειο καθολικό), père Mαγκανάτ, εύκολα διαπίστωσα πως διαβάζεται ως “περμαγκανάτ”: άλλη ονομασία για το υπερμαγγανικό κάλιο, ένα συνηθισμένο αντισηπτικό που χρησιμοποιούσαν συχνά στα πορνεία κατά των αφροδισίων.
Αλλά και η ηγουμένη, mère Aκλαντάν, διαβάζεται ως “μερακλαντάν”, που στην αργκό σημαίνει “καλημέρα” ή “μερακλού”, ενώ η Aνν Mερντέζ παραπέμπει σίγουρα στη γαλλική λέξη “merdeuse”, επίθετο που προέρχεται από το ουσιαστικό “merde”, τη γνωστή κακέμφατη λέξη τού Καμπρόν.
Aμ η soeur Bιτσιάλη!  Εκείνη σχηματίζει τη λέξη “σερβιτσιάλι”, που στο επτανησιακό ιδίωμα σημαίνει “κλύσμα”.
Kείνος ο αδερφός d’Aisance  περιέχει, ως ήχος, το γαλλικό “fosse d' aisance”, που σημαίνει “βόθρος”.
Τέλος, ο Fils Tικ σχηματίζει την τουρκική λέξη “fistik”, αντιδάνειο από το αρχαίο “πιστάκιον”, απ’ όπου προήλθε το δικό μας “φιστίκι”!
Όταν μετέφερα στον Εγγονόπουλο τις υποψίες και τις “ανακαλύψεις” μου σε σχέση με το ποίημά του, εκείνος, με την ψυχική γενναιοδωρία προς τους νέους και με την υπερβολή που τον διέκριναν, αναφώνησε, σχεδόν θεατρικά, χαμογελώντας σκανταλιάρικα: “Μένω εμβρόντητος μπρος στην ευρυμάθειά σου, παιδί μου!”.

Νίκος Νικολάου, Ύδρα, 1953, πλαστικό σε νοβοπάν, 170 x 190 εκ., Εθνική Πινακοθήκη– Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου