2/2/20

Υβριδικές πόλεις


Μάριος Πράσινος, Les fiancés turcs, 1970, ταπισερί, 183 x 248 εκ., Συλλογή Μουσείου Dom Robert και της ταπισερί του 20ου αιώνα, Sorèze, Γαλλία

ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΚΟΛΟΒΟΥ

ΦΩΚΙΩΝΑ ΚΟΤΖΑΓΕΩΡΓΗ, Πρώιμη οθωμανική πόλη: Επτά περιπτώσεις από τον Νοτιοβαλκανικό χώρο, εκδόσεις Βιβλιόραμα, σελ. 381

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μια αυτοκρατορία των πόλεων. Στις πόλεις, όχι στην ύπαιθρο, αναπτύχθηκε ο οθωμανικός πολιτισμός, συνεχίζοντας μια μακραίωνη αστική παράδοση στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Μας κληροδότησε μεταξύ άλλων τα παζάρια, τα τσαρσιά, τα μπεζεστένια, αλλά και τα καφενεία. Το βιβλίο του Φωκίωνα Κοτζαγεώργη επικεντρώνεται ιδιαίτερα στην γοητευτική πρώιμη περίοδο, της κατάκτησης των πόλεων μέσω οσμώσεων και «πολιτισμικών ωδίνων» όπως γράφει ο συγγραφέας, αλλά και της «γέννησης» νέων οθωμανικών πόλεων, όπως, μεταξύ των πόλεων του βιβλίου η Λάρισα, Γενί-σεχίρ στα τουρκικά, Νέα Πόλη.
Η πρώιμη οθωμανική περίοδος, η περίοδος της μετάβασης από τα ύστερα βυζαντινά χρόνια, είναι μια γοητευτική περίοδος για τους ιστορικούς. Ο συγγραφέας, συγκεντρώνοντας επίμονα και επίπονα και αναλύοντας τα οθωμανικά τεκμήρια για αυτή την πρώιμη περίοδο, προσφέρει μια μεθοδολογικά πλήρη μελέτη μιας σειράς νοτιοβαλκανικών πόλεων. Επιπλέον, το βιβλίο συνεισφέρει στην ιστορική τεκμηρίωση της πολεοδομίας και των μνημείων των πόλεων της πρώιμης οθωμανικής περιόδου, μιας ιδιαίτερης πολιτιστικής κληρονομιάς υπό διαπραγμάτευση σήμερα στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια. Με τη συμβολή του Κοτζαγεώργη, μπορούμε πλέον να τεκμηριώσουμε καλύτερα τα μνημεία αυτά, πολλά από τα οποία έχουν σωθεί μέχρι σήμερα στο παλίμψηστο των ελληνικών πόλεων, αλλά και να τα εντάξουμε στο συγκεκριμένο ιστορικό τους πλαίσιο.

Ακολουθώντας την πορεία των οθωμανικών κατακτήσεων, το βιβλίο ξεκινάει από την Αδριανούπολη, την πρωτεύουσα πόλη της Θράκης, την οποία κατακτούν στα 1368/69 οι Οθωμανοί και εγκαθιδρύουν από την επόμενη δεκαετία εκεί τη βαλκανική τους πρωτεύουσα. Ο σουλτάνος Μουράτ Α΄ έχτισε εδώ ένα παλάτι, δίπλα στο μεταγενέστερο τζαμί Σελιμιγέ, το πανέμορφο σήμα κατατεθέν της πόλης σήμερα. Κυρίως όμως την εποχή μετά την ήττα των Οθωμανών στην Άγκυρα, στα 1402, από τις στρατιές του Ταμερλάνου, η Αδριανούπολη έγινε έδρα του νικητή των εμφυλίων Μεχμέτ Α΄, ο οποίος την κόσμησε με σημαντικά δημόσια κτήρια και ξεκίνησε και την ανέγερση ενός νέου παλατιού, σε ένα νησάκι στα βόρεια της πόλης, σε απόσταση από αυτήν, το οποίο ολοκλήρωσε ο γιος του Μεχμέτ Β΄ ο Πορθητής, ο ιδρυτής της Αυτοκρατορίας. Ο Κοτζαγεώργης παρουσιάζει αναλυτικά στο βιβλίο την Αδριανούπολη, που εξελίχθηκε πληθυσμιακά στην μεγαλύτερη πόλη των Βαλκανίων μετά την Κωνσταντινούπολη, και ξεχωρίζει ως δεύτερη έδρα των σουλτάνων, κοντά στους κυνηγότοπους της περιοχής, αλλά και για τον έντονο εμπορικό της χαρακτήρα, που την επέκτεινε στα χρόνια των Οθωμανών και έξω από τα βυζαντινά της τείχη. Στην Αδριανούπολη επέστρεψαν και οι χριστιανοί, και ήλθαν και οι Εβραίοι (ο ραβίνος της πόλης μάλιστα, ο Γιτζάκ Σαρφατί, κάλεσε όλους τους Εβραίους της Ευρώπης να μετοικήσουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) σε ένα μικτό σχήμα κατοίκησης. Κωνσταντινουπολίτες και Αδριανουπολίτες μουσουλμάνοι, εβραίοι και χριστιανοί δημιούργησαν επιχειρηματικά δίκτυα που εκτείνονταν σε όλη την αυτοκρατορία.
Ταξιδεύοντας προς δυσμάς από την Αδριανούπολη στην Εγνατία Οδό, το ταξίδι του βιβλίου φτάνει στις Σέρρες, σε μια πόλη-κλειδί, βραχύβια πρωτεύουσα του σερβικού δεσποτάτου του Ιωάννη Ούγγλεση, που οι Οθωμανοί κατέλαβαν στα 1383 με συνθηκολόγηση του δεσπότη της Μανουήλ Παλαιολόγου και επέκτειναν εκτός των τειχών της, ανοικοδομώντας ένα κεντρικό τζαμί έξω από την πύλη της βυζαντινής πόλης.  Πόλη της ισχυρής οικογένειας βεζίρηδων και αξιωματούχων, των Τσανταρλήδων, όπως αναδεικνύει ο Κοτζαγεώργης, έδρα του παλαιότερου οθωμανικού νομισματοκοπείου στα Βαλκάνια, οι Σέρρες υπήρξαν επίσης πόλη που διατήρησε την υστεροβυζαντινή εκκλησιαστική της οργάνωση με παρουσία συγκεκριμένων οικογενειών στα εκκλησιαστικά αξιώματα. Εξάλλου, ένας ιερέας της πόλης, ο παπα-Συναδινός, μας έχει αφήσει τις εξαιρετικά ιστορικά ενδιαφέρουσες αναμνήσεις του από τη ζωή και τις συγκρούσεις κατά τον 17ο αιώνα σε αυτή την επίσης μικτή πόλη μουσουλμάνων, χριστιανών και εβραίων τεχνιτών.  
Από τις Σέρρες, το ταξίδι του βιβλίου επί της Εγνατίας φτάνει στη Θεσσαλονίκη, πόλη που άκμασε όπως και η Κωνσταντινούπολη ήδη από την ύστερη αρχαιότητα εντός ενός τεράστιου τειχισμένου περιβόλου, η δεύτερη σε μέγεθος και σημασία πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και στη συνέχεια η μεγαλύτερη οθωμανική πόλη στα Βαλκάνια μετά την Αδριανούπολη. Ο Κοτζαγεώργης της αφιερώνει και δικαίως το μεγαλύτερο κεφάλαιο του βιβλίου του. Πόλη που παραδόθηκε αρχικά, στα 1387, από τους ίδιους τους Θεσσαλονικείς στους Οθωμανούς, επανήλθε στη βυζαντινή κυριαρχία μετά την ήττα των τελευταίων στην Άγκυρα στα 1402, και ανακτήθηκε από σπαθίου από τον ίδιο τον σουλτάνο Μουράτ Β΄ στα 1430, η Θεσσαλονίκη αποτελεί μια σημαντική περίπτωση για να συζητηθεί η οθωμανική πολιτική για τις πόλεις. Πρέπει να τονίσουμε εδώ, ότι σε αντίθεση με την καθιερωμένη πρακτική του ισλαμικού νόμου, που προέβλεπε τον εξανδραποδισμό των κατοίκων της και τον μουσουλμανικό της εποικισμό, ο σουλτάνος, παραβίασε τον ισλαμικό νόμο εκδιώκοντας τους μουσουλμάνους πολιορκητές που είχαν καταλάβει τα σπίτια των χριστιανών και επαναφέροντας τους Θεσσαλονικείς στην πόλη τους, εξαγοράζοντας μάλιστα ο ίδιος μερικούς. Μόνο σε μια δεύτερη επίσκεψή του στην πόλη, λίγα χρόνια μετά, διέταξε να μετοικήσουν αναγκαστικά στην πόλη και 1.000 Τούρκοι από τα Γιαννιτσά, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν ωστόσο αναμίξ με τους χριστιανούς. Μουσουλμάνοι και χριστιανοί κάτοικοι της Θεσσαλονίκης ανέλαβαν επίσης να φυλάσσουν από κοινού τους 24 πύργους του εντυπωσιακού παραθαλάσσιου τείχους της πόλης. Πώς εξηγείται αυτή η πολιτική; Οι Οθωμανοί σουλτάνοι, σε μια ιστορική περίοδο συγκρότησης της αυτοκρατορίας, χρειάζονταν την επανεκκίνηση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής των μεγάλων πόλεων. Με παρόμοιο τρόπο, εξάλλου, ο γιος του Μουράτ, ο Μεχμέτ Β΄ ο Πορθητής, θα εποικίσει την Κωνσταντινούπολη μετά το 1453.  Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη, θα πρέπει να σημειωθεί ότι παρά την προσδοκία του σουλτάνου, η πόλη δεν εποικίστηκε συστηματικά ούτε εξελίχθηκε από άποψη αστικού σχεδιασμού σε υψηλό ιεραρχικά διοικητικό κέντρο. Εντούτοις, από τα τέλη του 15ου αιώνα, όπως είναι γνωστό, φιλοξένησε τη μεγαλύτερη εβραϊκή κοινότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με προέλευση κυρίως από την Ιβηρική χερσόνησο, οι οποίοι την μετέτρεψαν σε Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων, κάνοντας τους μουσουλμάνους κατ’ εξαίρεση σε ό,τι αφορά τις μεγάλες πόλεις μειονότητα μέσα στην πόλη. «Είναι κι αυτό ένα από τα παράδοξα της μακεδονικής μητρόπολης» σημειώνει ο Κοτζαγεώργης.
Συνεχίζοντας το ταξίδι στη Δυτική Μακεδονία, το βιβλίο φτάνει στην Καστοριά, πόλη των εκκλησιών, που διατηρήθηκαν αφού παραδόθηκε με συνθήκη, μαζί με μια ακμάζουσα χριστιανική κοινότητα εντός των τειχών. Παρά το γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι εγκαταστάθηκαν κι εδώ, στο δυτικό άκρο της χερσονήσου, η πόλη διατήρησε υπό τους Οθωμανούς έναν κυρίαρχο χριστιανικό χαρακτήρα, που αντανακλάται και στις ανακαινίσεις και τις τοιχογραφήσεις των δεκάδων ναών της, από φημισμένους ζωγράφους.   
Λοξοδρομώντας στην Εγνατία προς τη Θεσσαλία, το βιβλίο μελετά αντιστικτικά τις δύο μεγάλες πόλεις της, τα Τρίκαλα, που οι Οθωμανοί κατακτούν ήδη από τα τέλη του 14ου αιώνα, και τη Λάρισα, την οποία οι επανιδρύουν αφού είχε ερημωθεί και ονομάζουν Γενί-Σεχίρ, Νέα Πόλη. Τρίκαλα και Λάρισα φέρουν το αποτύπωμα της οικογένειας του Τουραχάν Μπέη, ο οποίος ως διοικητής της Θεσσαλίας κατά το β΄ τέταρτο του 15ου αιώνα έλαβε την άδεια από τον σουλτάνο να κατέχει εκτεταμένες ιδιοκτησίες στον θεσσαλικό κάμπο και άφησε, μαζί με την οικογένειά του, το αποτύπωμά του στους αστικούς ιστούς και τα δημόσια κτήρια των δύο πόλεων. Οι πολέμαρχοι των συνόρων Τουραχανίδες υπήρξαν οι μεγάλοι χορηγοί του εξωθομανισμού των Τρικάλων. Η πόλη, την ίδια στιγμή, διατήρησε ένα ισόρροπα μικτό πληθυσμό μουσουλμάνων και χριστιανών. Αντιθέτως, η Λάρισα, όπου επίσης ήταν καταλυτική η χορηγική δραστηριότητα των Τουραχανιδών, ως επανιδρυμένη πόλη, αν και όχι εκ του μηδενός, αποτέλεσε την έδρα μιας μεγάλης μουσουλμανικής πλειονότητας. Στα 1660 ήταν η τέταρτη πόλη στα Βαλκάνια σε αριθμό μεντρεσέδων, θεολογικών σχολών των μουσουλμάνων, και η μεγαλύτερη πόλη με συγκέντρωση μουσουλμανικού πληθυσμού στον βαλκανικό νότο. Δεν είναι τυχαίο αυτό το γεγονός σε σχέση με τα όρια στα οποία δημιουργήθηκε μετά την Ελληνική Επανάσταση το ελληνικό κράτος. Ας σημειωθεί επίσης ότι από το βιβλίο προκύπτει ο έντονος εμπορικός χαρακτήρας της πόλης, που θα τη συνοδεύσει έκτοτε διαρκώς.
Το ταξίδι του βιβλίου καταλήγει στα Γιάννενα, στην Ήπειρο. Χάρη στον Κοτζαγεώργη ανακαλύπτουμε τα Γιάννενα πριν από τον Αλή Πασά. Μετά τα δραματικά γεγονότα της άλωσης της Θεσσαλονίκης στα τέλη Μαρτίου του 1430, οι Γιαννιώτες προτίμησαν έξι μήνες μετά να παραδοθούν στον Σινάν Πασά, ο οποίος τους παραχώρησε με ορισμό του βασικά στοιχεία του προηγούμενου αυτόνομου καθεστώτος της πόλης. Οι πρώτοι μουσουλμάνοι κάτοικοι της πόλης εγκαταστάθηκαν εκτός του κάστρου, όπου παρέμειναν οι χριστιανοί, μέχρι και την εκδίωξή τους μετά την εξέγερση του 1611.  Από τότε οθωμανοποιείται το κάστρο, με την ανέγερση του επιβλητικού συγκροτήματος του Ασλάν Πασά στα 1618, που δεσπόζει και σήμερα πάνω από την πόλη και τη λίμνη. Από τότε, όπως γράφει ο Κοτζαγεώργης, «η πόλη δεν θα είναι μόνο τυπικά οθωμανική, αλλά θα φαίνεται κιόλας ως τέτοια». Αργότερα, στα χρόνια του Αλή Πασά, θα γίνει η πρωτεύουσα μιας αυτόνομης σχεδόν ηγεμονίας που θα αναγκάσει την Υψηλή Πύλη σε έναν αιματηρό πόλεμο, που διευκόλυνε μάλιστα την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης.
Το βιβλίο του Φωκίωνα Κοτζαγεώργη αποτελεί συμβολή τόσο στην τοπική ιστορία των πόλεων όσο και σε ευρύτερες ερμηνευτικές ιστοριογραφικές προσεγγίσεις για τον ελλαδικό χώρο και εν γένει την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Οθωμανοί, όπως αναδεικνύονται από την επιστημονική και μεθοδολογικά αυστηρή μελέτη, ήταν κατακτητές μεν, πολυσυλλεκτικοί δε, προσαρμοστικοί, ρεαλιστές, εν τέλει υβριδικοί κατά τον Φωκίωνα Κοτζαγεώργη: «Αυτό το πολιτισμικό υβρίδιο», καταλήγει ο συγγραφέας, «αποτυπώνεται θαυμάσια στη νέα πόλη: ατείχιστη αλλά τειχισμένη, μουσουλμανική αλλά και χριστιανική, εμπορική αλλά και στρατιωτική, και τελικά οθωμανική».  Με αυτόν τον τρόπο καλούμαστε να αναστοχαστούμε με αφορμή αυτή τη μελέτη πάνω στη συνθετότητα του οθωμανικού παρελθόντος.  
Ο Ηλίας Κολοβός διδάσκει οθωμανική ιστορία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου