Του Κώστα Βούλγαρη
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ, Μανιφέστο για μια βιώσιμη κοινωνία. Στάσιμες οικονομίες – ασταθής πολιτική, εκδόσεις Πόλις, σελ. 168
Η σκέψη του Ευκλείδη Τσακαλώτου εδράζεται στην οικονομική θεωρία και ως εκ τούτου μια προσέγγισή μου στο βιβλίο του δεν μπορεί να μπει στον πυρήνα του, ή μάλλον στις προϋποθέσεις του, γιατί ο πυρήνας του είναι η αγωνία του, αγωνία πολιτική, όπως εκφράζεται άλλωστε στον δεύτερο πόλο του τίτλου του, «για μια βιώσιμη κοινωνία». Ο πρώτος πόλος όμως, «Μανιφέστο», εγείρει συνειρμούς και απορίες.
Όχι, δεν πρόκειται για μια οραματική διακήρυξη. Και μάλιστα, δεν ερωτοτροπεί, ούτε στο ελάχιστο, με τον μαξιμαλισμό που κατ’ ανάγκην περιέχει ένας οραματικός/διακηρυκτικός λόγος. Πολύ πιο μινιμαρισμένες είναι οι στοχεύεις αυτού του «μανιφέστου», όπως αμέσως επεξηγηματικά δηλώνεται: «για μια βιώσιμη κοινωνία». Μήπως πρόκειται για αντίφαση εν τοις όροις; Μπορώ μόνο να επικαλεστώ τον μείζονα ποιητή της εποχής μας, τον Ηλία Λάγιο: «με φτενά υλικά κατασκευάζεται δημιούργημα ευγενικό». Γιατί το ζητούμενο σήμερα, τόσο στην τέχνη όσο και στην πολιτική, μετά την έκπτωση των «μεγάλων αφηγήσεων» της νεωτερικότητας, είναι η δημιουργία νέων μεγάλων αφηγήσεων, με διαφορετικά και ταπεινά υλικά, διαφορετική υφή από τις προηγούμενες. Η αυτοβεβαιωτική αυτάρκεια των παρελθουσών μεγάλων αφηγήσεων, που δεν ήσαν παρά εναντιοδρομίες μονολόγων, δεν αντιστοιχεί στο σημερινό κοσμοείδωλο, δεν μπορεί να παραγάγει γόνιμες απαντήσεις. Η πολυφωνικότητα, η ανομοιογένεια, τα θραύσματα, δεν είναι τώρα οι «αντιφάσεις» και τα «βαρίδια» των ολοποιητικών αφηγήσεων, αλλά εκ των ων ουκ άνευ στοιχεία των απαντήσεων και των κοινωνικών υποκειμένων.
Τα τρία βασικά κεφάλαια του βιβλίου, «Ανισότητες», «Πράσινο», «Τεχνολογία», περιγράφουν και αναλύουν το τοπίο της σύγχρονης κοινωνικής φοράς, τις πραγματικότητες που δημιουργεί η παρούσα φάση του καπιταλισμού, τις συνέπειες στα εξουσιαζόμενα κοινωνικά στρώματα, τις δυνατότητες εξόδου από τον φαύλο κύκλο που περιγράφει ο υπότιτλος: «στάσιμες οικονομίες - ασταθής πολιτική». Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα «επαναστατικό μανιφέστο», με όρους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, όπως μας προϊδεάζει ο όρος, αλλά για μια πολιτική ανάλυση, που εμπεριέχει ένα πολιτικό πρόταγμα.
Τι σημαίνει όμως στις μέρες μας «πολιτική ανάλυση»; Ο πολιτικός λόγος του «αριστερού ημισφαιρίου», όπως ευφυώς το χαρακτηρίζει ο Τσακαλώτος, εξαντλείται σε επικοινωνία, τακτικισμό και ατομικιστικό δικαιωματισμό. Μα ο Τσακαλώτος δεν αρκείται στην πρόταξη της (προβλέψιμης) αντίληψης της κοινωνικής συλλογικότητας, σε κάθε πολιτικό διακύβευμα στο οποίο αναφέρεται.
Το βασικό στοιχείο της σκέψης του και της πολιτικής αγωνίας του είναι να δει ευρύτερα τα κοινωνικά δεδομένα, να διακρίνει τις τάσεις, να ψαύσει τις απαντήσεις. Είναι αυτό ακριβώς που απουσιάζει από τον εν γένει πολιτικό λόγο, και όχι μόνο από αυτόν του «αριστερού ημισφαιρίου». Η θηριώδης αμηχανία στην οποία βρίσκεται σήμερα η Ευρώπη δείχνει του λόγου το αληθές.
Ήδη στην «Εισαγωγή», ο Τσακαλώτος, μιλώντας μάλιστα για την κλιματική κρίση, προσδιορίζει τους τρεις άξονες ενός νέου αφηγήματος: «παραγωγή, διανομή, δημοκρατία». Συγγνώμην, αλλά ο πρώτος όρος, «παραγωγή», είναι που απουσιάζει, εκκωφαντικά, από τη σκέψη και τις προτάσεις όλου του «αριστερού ημισφαιρίου», όσο διασταλτικά και αν το δούμε. Το «δεξιό ημισφαίριο» δεν χρειάζεται να μιλήσει για παραγωγή, αφού οι πολιτικές του αφορούν ακριβώς τα κοινωνικά στρώματα που κυριαρχούν στο οικονομικό πεδίο, και την ισχύ τους τη μετατρέπουν σε κοινωνική ισχύ επί της υπόλοιπης κοινωνίας, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις του κυρίαρχου πολιτικού μπλοκ. Οι υπόλοιποι, όμως, δηλαδή εμείς, όπως και να προσδιορίζει ο καθένας αυτό το «εμείς», έχουμε ταυτιστεί με τη «διανομή». Όσο δίκαια και εύλογα κι αν είναι τα αιτήματα που υιοθετούμε (για την υγεία, την παιδεία κ.λπ.), δεν είναι πειστικά, γιατί δεν έχουμε συγκροτημένες απαντήσεις επί της προϋπόθεσής τους, επί της παραγωγής.
Πριν κάποιος σκεφτεί ότι «ρεφορμίζω», θα επικαλεστώ όχι μόνο την παράδοση της αριστεράς (κορυφαίο παράδειγμα η ΕΔΑ), που πάντα είχε, και προέτασσε, ένα συγκροτημένο πρόγραμμα επί της παραγωγής, αλλά και την κοινή συνείδηση της κοινωνίας: «αφού δεν παράγουμε τίποτα - μόνο με τον τουρισμό δεν πάμε πουθενά». Και επειδή η απάντηση της «κρατικοποίησης των μέσων παραγωγής» μας έχει αφήσει χρόνους, είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι ο Τσακαλώτος ψαύει ακριβώς αυτές τις απαντήσεις στο σημερινό, τελείως διαφορετικό τοπίο.
Το βιβλίο κλείνει με ένα ελεγειακό κεφάλαιο, με τίτλο «Μια μικρή άσκηση πολιτικής αυτοψυχανάλυσης», όπου ο Τσακαλώτος μιλά για την προσωπική του διαδρομή, ιδιαίτερα για τα χρόνια που ως υπουργός ανέλαβε να χειριστεί τον πυρήνα του τρίτου μνημονίου. Ένας τόνος «αριστερής μελαγχολίας» χρωματίζει αυτό το κεφάλαιο, όπως κι εγώ βλέπω ολόκληρο το βιβλίο, μα και πλείστα όσα άλλα, υπό αυτό τον τόνο.
Γιατί στη σημερινή συνθήκη, καθίστανται ανοίκεια και οιονεί περιττά, ως κοινωνική ζήτηση, όχι μόνο βιβλία πολιτικής σκέψης σαν αυτό του Τσακαλώτου, όχι μόνο ο ίδιος ο Τσακαλώτος ως πολιτικό στίγμα, αλλά και όλο το πεδίο των ιδεών και της τέχνης, όλες οι λόγιες κοινωνικές κατηγορίες, όλες οι κατηγορίες του πνεύματος, όλες οι εκδοχές της αριστεράς, ακόμα και ο υπαινιγμός του αιτήματος κοινωνικής χειραφέτησης. Δεν είναι θέμα μόνο συγκυρίας, πολυδιάσπασης, ευθυνών και λοιπά. Αυτά μπορούν να αντιμετωπιστούν, σχετικά εύκολα. Η προϊούσα κοινωνική μετάλλαξη, η κοινωνική ιδεολογία, που πια εκφράζεται και στο πολιτικό πεδίο, με αυτοσχέδιους και έωλους «ριζοσπαστισμούς», είναι εφιαλτική.
Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο, παρά να λέμε και να κάνουμε τα αυτονόητα, που πια είναι όντως ρηξικέλευθα. Μόνο που τα αυτονόητα, τώρα, δεν είναι τα βολικά πεπαλαιωμένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου