25/8/24

Ευαγγελισμός χρώματος

Anselm Kiefer, Nehebkau, 1993-2023, λάδι, ακρυλικό, φύλλα χρυσού, τερακότα, άχυρο και ίζημα ηλεκτρόλυσης σε καμβά, 200 x 460 εκ. Φωτ. Στάθης Μαμαλάκης. 

Του Βασίλη Ντόκου*

Πώς να μιλήσεις για τα πιο σύνθετα
αν πριν δε λύσεις μέσα σου
δυο αντίθετα τρένα
από τον ένα σηματωρό
 
Πώς κατορθώνεται ο πληθυντικός του τέμπου διακυβέρνησης με ορίζοντα τετραετίας, αν όχι στα Τέμπη που ο ορίζοντας καταρρέει μες στη φενάκη ενός δήθεν προορισμού; Κι ακόμη πώς διαιρείται ο περιττός αριθμός 57 σε τετραγωνισμένες ευθύνες, περιττό να το πούμε όταν η λησμονημένη στις επιτυχίες έκφραση «στο βαθμό που μας αναλογεί», δείχνει την επιπλέον ανικανότητα στην αποτυχία.
Η ακυβέρνητη αγάπη των συγγενών ευτυχώς πήρε το σωστό τρένο που έφτασε πέρα απ’ την όποια τετραετία, πάνω στις ράγες που κλειδώνει η στιγμή ίσα στην ουτοπία. Εκεί που η συγγένεια μοιράζει το άχθος θανάτου να βασταχτεί, κι όχι την εξουσία νεποτισμού. Τέτοια τρένα για παράδειγμα, έχουν οι γιαπωνέζοι που η ταχύτητα της τεχνολογίας τους συναγωνίζεται την τραχύτητα της αυτοχειρίας τους, όταν δεν φτάνουν εκεί που πρέπει.
Όχι σαν εμένα που γράφω με την ενοχή του αταξίδευτου επιβιώσαντος -από το σχέδιο της τελικής τους λύσης για κάθε σύμβαση που αργούν- και ασκούμενου στην ανοχή του όποιου «Survivor». Πως αποφεύγοντας τα τρένα της Ιστορίας και σωτηρίας κάθε «ισμού», απόμεινα δίχως κατάληξη σε σκοπό και σε λέξη, στην πλέξη χεριών όταν δε γράφω από τον τάφο της πρόνοιάς μου. Από το «σήμα» δηλαδή μιας κοινωνικά αδόνητης διανόησης που το πνεύμα του στοχαζόμενου εξόρισε κάθε νεύμα, συγχέοντας τον σηματωρό της τροπής μιας ζωής σε ταξίδι με τον ορό που ενσταλάζει η καθημερινότητα της καριέρας.
Βέβαια, τα παιδιά πήραν ένα τρένο απλό στην αφετηρία του που αποδείχτηκε μοιραίο απ’ την αβελτηρία των υπευθύνων. Εκείνων που ακόμη σφαλίζουν τις αφύλακτες -στα πρωινά των παιδιών όνειρα- διαβάσεις με μπάρες δημητριακών, αρνούμενοι να δούνε ένα δούναι και λαβείν σε τροχιές τρένων που τρόχισε η σπουδή να φτάνουν πάντα πρώτα στις εκλογές και μετά στον προορισμό τους, προσπερνώντας το τυφλό σημείο κάθε σπιτιού αναγνώρισης στον καθρέφτη υπηρέτη γραφτού μας στα γραπτά τους μνημόνια.
Όμως για όσους δεν πιστεύουν στο πέτρωμα του πεπρωμένου, το να μην πάρεις κανένα τρένο απλώς τρενάρει μια ζωή κρατώντας την δίχως πάθος. Αυτή που προτείνουν στο βωμό κάθε σύμβασης, ανίκανοι να ολοκληρώσουν ούτε εντός της. Το τρένο που βγήκε από τις ράγες της, ραγίζει τον προορισμό της ανάπτυξής της στη σύμπτυξή του σε ένα σημάδι, μια κουκίδα στον χάρτη. Στίγμα γεωγραφικό, μίασμα υπευθύνων, τελεία σ’ αυτό το κείμενο που γράφω για να κοιμίσω όσους τη διάβηκαν: τους μη αναγώγιμους στο αφήγημα του θανάτου, στα «θα» και «να» του κάθε αρμόδιου, συγγενείς εκείνων που έρχονται χωρίς ποτέ να φτάνουν, στις ράγες του κυλιόμενου χρόνου αιωνιότητας ενός ευαγγελισμού.
Και το ότι, σύμφωνα με την ομότροπη με τις συμβάσεις φθορά της γλώσσας, οι μη αναγώγιμοι ή ανάγωγοι στα αφηγήματα της εξουσίας και του θανάτου «ακούγονται» ως ασεβείς, δεν τρέπει τα στόματά τους σε άλαλα, μόνο τα χώματα προσωρινά που έσπευσαν να μεταφέρουν ευσεβείς πόθοι, αλλού λαλίστατοι στις επετείους για χώματα προγονικά. Μα δε φοβήθηκαν το στόμα, αλλά το χρώμα μες  απ’ το χώμα από τα άνθη άφθαστων -όχι σε αριστεία αλλά σ’ εστία «νόστιμη»- στη γκρίζα πραγματικότητα της γενικής μας σύμβασης: αυτής που ευαγγελίζεται ράγες σύγκρουσης βίων με το αντίθετης φοράς επίορκο βιος.
Και ήδη στη θέση σε παράθυρο της ξανθιάς Ιφιγένειας[1], ανθίζει το άθυρο στόμα της νεολαίας βωμολοχίες του συρμού για την ακόμη άπνοια Αυλίδας αταξίδευτης, και αυλές με μολόχες[2] μωβ νυχιών, που τρέπουν σιγά-σιγά το βωμό του χρήματος σε χρώματος μόνο. Εκείνου που ταιριάζει στο πένθος, μα όχι στο έθνος που γέννησε την τραγωδία αλλά σκότωσε την κάθαρση.
 
*Ο Βασίλης Ντόκος είναι ποιητής

[1] Η Ιφιγένεια Μήτσκα, εικοσιτριάχρονο θύμα του μοιραίου τρένου.
[2] Άγριο φυτό με μωβ άνθη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου