4/5/24

Ο θείος Γιώργος

Μιλώντας σε εκδήλωση για τον Γιάννη Ρίτσο


(πίσω από τον επιστήμονα Βελουδή)
 
Της Καίτης Σοφού*

Στις 21 Μαρτίου, συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Βελουδή, του σημαντικού επιστήμονα, του αφοσιωμένου ερευνητή και θεμελιωτή της συγκριτικής μελέτης της λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935, από γονείς πελοποννησιακής καταγωγής, και ήταν ο μικρότερος από τους δύο γιους της οικογένειας. Ο μεγαλύτερος αδελφός (και πατέρας μου) ήταν ο Δημήτρης Βελουδής, γεννημένος το 1932. Για ό,τι αφορά τις σπουδές, τις μελέτες, την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία και την συγγραφική του δραστηριότητα έχουν γραφτεί ή ειπωθεί πολλά και θα γραφτούν ακόμα περισσότερα από τους μελετητές του έργου του, με το οποίο «προικοδότησε» τα ελληνικά γράμματα. Εγώ δεν έχω την απαιτούμενη επάρκεια να μιλήσω για όλα αυτά. Θα προσπαθήσω, όμως, να σας γνωρίσω τον «θείο Γιώργο», έτσι όπως τον έζησα και τον θυμάμαι.
Τα δύο αδέλφια αυτά, έμειναν ορφανά από πολύ μικρή ηλικία. Ο πατέρας τους, ηλεκτροτεχνίτης στο επάγγελμα, πέθανε λίγο πριν τον πόλεμο. Ήταν εναερίτης και κεραυνοβολήθηκε από το ηλεκτρικό ρεύμα, επάνω στην κολώνα που δούλευε. Περίπου δύο χρόνια αργότερα πέθανε και η μητέρα τους. Συγγενείς υπήρχαν, αλλά ανέλαβαν μόνο τον μεγάλο αδελφό και τον μικρό τον έστειλαν στο ορφανοτροφείο.
Τα δύο αδέλφια μεγάλωναν χωριστά, με αραιές κατά καιρούς συναντήσεις, με χαμένες και για τους δύο την παιδικότητα και την αδελφοσύνη. Αυτό καθόρισε και τις μετέπειτα σχέσεις τους, που πότε ήταν καλές και πότε ήταν απόμακρες ή ακόμα και εκρηκτικές. Μεγαλώνοντας, τα δύο αδέλφια κατάφεραν να επανασυνδεθούν. Το 1956 οι γονείς μου παντρεύτηκαν, νοίκιασαν ένα σπίτι στο Ψυχικό και ο θείος Γιώργος, αφήνοντας την Εστία που ζούσε από τα πρώτα του φοιτητικά χρόνια, ήρθε να μείνει μαζί μας, έως ότου τελειώσει το πανεπιστήμιο. Όταν αποφοίτησε, η οικογένεια ήρθε στο Κερατσίνι, για να βρίσκεται ο πατέρας μου κοντά στην εργασία του και το 1958 ο θείος έφυγε, για να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία.
Από το συγκεκριμένο σπίτι και τα χρόνια αυτά, ξεκινούν οι δικές μου αναμνήσεις για τον Γιώργο Βελουδή. Μπορώ να θυμηθώ την παρουσία του και το λιτό του δωμάτιο με το περιεχόμενό του. Ένα μονό κρεβάτι, μια μικρή ντουλάπα, ένα μεγάλο γραφείο με πολλά συρτάρια και παντού βιβλία, πολλά βιβλία. Την προσοχή μου είχαν τραβήξει δύο συγκεκριμένα: ένα τεράστιο, μαύρο, δερματόδετο βιβλίο, με τίτλο «Η Μυθολογία της Ελλάδας», με σελίδες από λεπτό χαρτί, πυκνογραμμένες και με σκίτσα ή εικόνες να συνοδεύουν τα κείμενα, για το οποίο δεν θυμάμαι τον συγγραφέα. Το δεύτερο βιβλίο ήταν κι αυτό μαύρο, δερματόδετο, με τίτλο «Ερωτόκριτος» του Κορνάρου. Και τα δύο βιβλία αυτά είχαν στο κάτω μέρος της ράχης τους τρία χρυσά γράμματα: Γ.Α.Β. Μου πήρε πολύ καιρό μέχρι να καταλάβω ότι αυτά ήταν τα αρχικά του θείου μου: Γεώργιος Αθανασίου Βελουδής. Το δωμάτιο αυτό ήταν το «άβατο» μέσα στο σπίτι. Η μητέρα μου δεν επέτρεπε σε μένα και στον αδελφό μου να μπαίνουμε εκεί μέσα, απαγορευόταν να πειράξουμε το οτιδήποτε και, φυσικά, πάντα «ησυχία, ο θείος διαβάζει». Με αυτόν τον τρόπο, όμως, κέντριζε την περιέργειά μου. Έτσι, σε κάθε ευκαιρία, τρύπωνα στο δωμάτιο, άνοιγα τα συρτάρια του γραφείου κι έπαιρνα τα χαρτάκια του (οι πρόγονοι των post-it) για να κάνω κι εγώ ότι γράφω. Σε αυτά τα χρόνια της συγκατοίκησης με τον θείο Γιώργο, οφείλω το ότι άρχισα να διαβάζω, πριν πάω στο σχολείο. Ήθελε πολύ να με μάθει να γράφω και να διαβάζω. Ξεκίνησε δίνοντάς μου τις εφημερίδες του, να συλλαβίζω τους τίτλους τους.
Αργότερα, και πάντα όταν απουσίαζε, έπαιρνα ένα-ένα τα μικρά χρωματιστά βιβλία του Γαλαξία με τους Έλληνες και ξένους λογοτέχνες. Ανάμεσά τους ο Καρκαβίτσας και «Τα λόγια της πλώρης», «Ο Πύργος» και «Η Δίκη» του Κάφκα, το «Μαρία Σαπντελαίν» και άλλα που δεν θυμάμαι τους τίτλους. Η «Μυθολογία», όμως, είχε την προτίμησή μου, αφού από τον «Ερωτόκριτο» δεν καταλάβαινα πολλά πράγματα, έτσι που ήταν γραμμένο. Πολλά από τα βιβλία του γραφείου του εκείνης της εποχής έμειναν στο σπίτι μας για πολλά χρόνια.
Όταν βρισκόταν στο σπίτι, καθόταν κλεισμένος με τις ώρες μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο και διάβαζε. Και όταν κουραζόταν, άνοιγε η πόρτα του «άβατου» κι έβγαινε για διάλειμμα. Σ’ αυτά τα διαλείμματα τον θυμάμαι να πηγαίνει στην κουζίνα που ήταν η μητέρα μου και να της απαγγέλλει ποιήματα, αποσπάσματα από αρχαία κείμενα και, ανάμεσα στα άλλα, την γνωστή παρωδία:«Ήγουν, τουτέστιν, δηλαδή, εν άλλοις λόγοις, ήτοι η Αφροδίτη είσαι συ, εσ' είσ' η Αφροδίτη», γιατί, ως γνωστόν, είχε και αστείρευτο χιούμορ. Τα έλεγε σε μια γυναίκα, που δεν είχε καταφέρει, λόγω του Πολέμου, να τελειώσει το Δημοτικό. Νομίζω ότι μπορείτε να φανταστείτε το σκηνικό! Ατέλειωτες, επίσης, ήταν οι συζητήσεις τους, για το ότι, αντί να με ονομάσουν «Φιλολογία» ή «Γραμματική», μου έδωσαν το όνομα της μητέρας του.
Σε αντίθεση με τις χλιαρές σχέσεις που είχε με τον πατέρα μου, εκτιμούσε πολύ την μητέρα μου κι αυτό ήταν αμοιβαίο μέχρι τον πρόωρο θάνατό της. Την θεωρούσε την αδελφή που δεν είχε και την θυμόταν πάντα με αγάπη ώς το τέλος. Και το δικό της, και το δικό του… Από την μεριά της, εκείνη τον θαύμαζε για όλα όσα είχε επιτύχει μόνος του, χωρίς καμιά βοήθεια, και είχε αναλάβει να διεκπεραιώνει πολλές οικονομικές του υποθέσεις, όλα τα χρόνια που εκείνος έλειπε στο εξωτερικό. Κάποτε, μάλιστα, όταν ο θείος έγραφε για το λαϊκό μυθιστόρημα, της είχε αναθέσει να βρει βιβλία της Ιωάννας Μπουκουβάλα-Αναγνώστου και να του τα στείλει. Στη διάρκεια αυτών των χρόνων ερχόταν κάποιες φορές για διακοπές ή για επαγγελματικούς λόγους. Πάντα «με τα χέρια γεμάτα». Έχω ακόμη πολλά δικά του δώρα. Ανάμεσα στα ενθύμια που υπάρχουν στο σπίτι, είναι και η πρώτη του γραφομηχανή. Την άφησε κάποια φορά, επιστρέφοντας στο Μόναχο. Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να έρθει, οριστικά πια, στην Ελλάδα.
Όταν εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, αρχίσαμε να βλεπόμαστε. Πάντα η έξοδός μας ήταν για φαγητό. Είτε στα γύρω ταβερνάκια των Εξαρχείων είτε μακρύτερα, μέσα στην Αττική. Τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής του ερχόταν καμιά φορά και στο δικό μας σπίτι. Με τον καιρό, όμως, άρχισαν να τον κουράζουν οι συγκοινωνίες και, έτσι, πηγαίναμε εμείς κοντά του. Σαν άνθρωπος ήταν μοναχικός. Ενώ είχε πολλούς γνωστούς και φίλους, αγαπούσε την ησυχία του γραφείου του. Σ’ ένα σπίτι, όπου όλοι οι τοίχοι του ήταν καλυμμένοι με μεγάλες βιβλιοθήκες, περνούσε τις περισσότερες ώρες του σκυμμένος πάνω από ένα βιβλίο ή ένα χειρόγραφο και, στο τέλος της ημέρας, έβγαινε για την καθιερωμένη βραδινή του βόλτα. Την καθημερινότητά του την είχε μοιράσει στους δείκτες του ρολογιού. Συγκεκριμένη ώρα το πρωϊνό, η ανάγνωση των εφημερίδων, το μεσημεριανό, η ξεκούραση κ.τ.λ. Τα χιλιάδες βιβλία, που είχε στο σπίτι, τα άφησε με διαθήκη στην Γεννάδειο βιβλιοθήκη μαζί με τα συγγραφικά δικαιώματα όλων των δικών του βιβλίων.
Δική του οικογένεια δεν θέλησε να κάνει ποτέ. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως, για αρκετά χρόνια, τον ενδιέφερε περισσότερο η «κατάδυση» στην ομορφιά της επιστήμης του, αντί για λίγα άτομα γύρω από το τραπέζι του. Όταν, όμως, τα χρόνια πέρασαν, κι άρχισε να αποζητά περισσότερο την παρέα μας, σε κάποια στιγμή αδυναμίας(;), μου είπε: «για το μόνο που ζηλεύω τον πατέρα σου, είναι που έχει εσάς». Με μια πικρία που δεν μπόρεσε να κρύψει.
Ευαισθητοποιημένος κοινωνικά και πολιτικά, τον στενοχωρούσαν ή τον προβλημάτιζαν τα κακώς κείμενα σε κάθε τομέα. Με μια θαυμαστή ευρυμάθεια μπορούσε να συζητήσει τα πάντα και σ’ έκανε να ακούς με προσοχή, όσα έλεγε. Μπορούσε να μιλήσει για πολιτικούς, για επιστήμονες, για λογοτέχνες, εικαστικούς, μουσικούς, ακόμη και για ηθοποιούς. Είμαι σίγουρη πως πολύ λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν ότι, όταν ήταν πολύ νέος, είχε ενδιαφερθεί και για την σκηνοθεσία. Μάλιστα, είχε και αρκετά βιβλία σχετικά με αυτήν. Δεν αναφερόταν, όμως, ποτέ σε προσωπικά του ζητήματα. Είτε αφορούσαν τα βιβλία του είτε την εργασία του, ακόμα και την υγεία του. Αν και φιλάσθενος από μικρός, απέφευγε να αναφέρει το παραμικρό σύμπτωμα ή ενόχληση που μπορεί να είχε. Όταν, πολύ καιρό μετά τον θάνατό του, μπήκα στο σπίτι, έμεινα έκπληκτη από το πλήθος των αποδείξεων από γιατρούς, τις οποίες  βρήκα στο συρτάρι του.
Αρκετές ημέρες πριν φύγει από την ζωή, μπήκε στην ιδιωτική κλινική που συνήθιζε να κάνει τις εξετάσεις του, μετά από σοβαρά συμπτώματα. Δεν θέλησε να ειδοποιήσει κανέναν και, ίσως, να μην πρόλαβε, γιατί, απ’ ό,τι μου είπαν οι υπεύθυνοι της κλινικής, μέσα σε λίγες ώρες είχε πέσει σε κώμα. Κατέληξε τα ξημερώματα της Παρασκευής 21 του Μάρτη, του 2014. Η ταφή του έγινε την Δευτέρα, στις 24 του μήνα, στο κοιμητήριο Σχιστού στο Κερατσίνι. Λίγοι συνοδέψαμε αυτόν τον μοναχικό άνθρωπο στην τελευταία του κατοικία. Τον τίμησαν με την παρουσία τους συνάδελφοί του πανεπιστημιακοί, από τα Ιωάννινα και την Αθήνα, λίγοι μαθητές του, φίλοι του και συνεργάτες.
 
*Η Καίτη Σοφού είναι ανιψιά του Γιώργου Βελουδή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου