17/9/23

Το ανεύρετο αστικό μυθιστόρημα

(και η αστοχία της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό)
 
Του Κώστα Βούλγαρη
 
Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ, «Ο αγαπών σε, Μίτιας» Γράμματα και ημερολόγια: 1928-1933, φιλολογική επιμέλεια-επίμετρο: Χριστίνα Ντουνιά, εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας, σελ. 176
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ, ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ, Σκοντάφτοντας σε ανοιχτά σύνορα. Μια συζήτηση για τα ορατά και τα αόρατα σύνορα της λογοτεχνίας, για την ελληνική ιδιοπροσωπία και τις αντανακλάσεις της, για τα όρια της κριτικής και τις προκλήσεις της, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 180
 
Από τις αρχές του 20ού αιώνα, με σημείο καμπής τον Μεγάλο Πόλεμο και τομή τη ρωσική Επανάσταση του 1917, η ακμαία  νεωτερικότητα και η συνακόλουθη αντίληψη της προόδου οδηγείται σε ένα επόμενο στάδιο. Εκεί, στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα, τα αδιέξοδα της αστικής κοινωνίας και εποχής είναι πλέον προφανή, και θεωρούνται απολύτως θεμιτές, και ιστορικά ώριμες, οι προσπάθειες υπέρβασής τους, που τελικά κατέδειξαν το βάθος και το μέγεθος του αδιεξόδου της νεωτερικότητας, πρώτα απ’ όλα με την περίπτωση του ναζισμού. Στην τέχνη κυριαρχεί η κοινωνική θεματολογία/αναφορά και, παράλληλα, συνήθως σε διαφορετικές ατραπούς, ο μορφικός ριζοσπαστισμός (τα κινήματα του μοντερνισμού), που εισβάλλουν στο προσκήνιο με αξιώσεις επαναπροσδιορισμού του λογοτεχνικού πεδίου.
Η νεοελληνική πεζογραφία, μετά την υβριδική κορύφωσή της στη Γυναίκα της Ζάκυθος (1826-1833) του Διονυσίου Σολωμού, είχε την τιμή, και συνάμα την «ατυχία» να πραγματωθεί ως αρχόμενη, διακριτή εθνική λογοτεχνία, με την Συμαΐδα (1849) του Κωνσταντίνου Σιμωνίδη και την Πάπισσα Ιωάννα (1866) του Εμμανουήλ Ροΐδη, δύο έργα που όμως δεν ακολουθούσαν τη θετικιστική ακολουθία του εν γένει ιστορικού χρόνου, αλλά τον υπερέβαιναν, διά της τέχνης, τουλάχιστον κατά έναν αιώνα. Δηλαδή, ο Σιμωνίδης και ο Ροΐδης δεν ήσαν οι καθ’ ημάς  Μπαλζάκ, γιατί κατάφεραν, ήδη στα μέσα του 19ου αιώνα, να είναι οι καθ’ ημάς, και οι κατά τα μέρη της Ευρώπης, Χόρχε Λουίς Μπόρχες.
Το γεγονός πως οι δύο αυτές υπερβάσεις μέχρι και σήμερα δεν έχουν εισπραχθεί −λογοτεχνικά, κριτικά, φιλολογικά, βεβαίως και θεσμικά− ως αυτό που είναι, και η παράλληλη απουσία αστικού μυθιστορήματος, άφησαν σχεδόν ολόκληρο το έδαφος στην ποίηση, η οποία ανέλαβε τον ρόλο της διαμόρφωσης εθνικής και κοινωνικής συνείδησης, ιδεολογίας, αισθητικής, με παράπλευρη απώλεια να θρέφονται μέχρι σήμερα εθνικοφυλετικές φαντασιώσεις περιούσιου «ποιητικού λαού», και κυρίως να αναπαράγεται η έλλειψη ως χαρακτηριστικό/αναπηρία της όλης νεοελληνικής λογοτεχνίας, την οποία, ως εκ τούτου, ουδέποτε την πήραν και την παίρνουν στα σοβαρά οι ευρωπαίοι και οι υπόλοιποι του Δυτικού κόσμου, όσες προσπάθειες κι αν έγιναν, μέσα από θεμιτά αλλά και αφανή κανάλια και συναλλαγές, όσα χρήματα κι αν ξοδεύτηκαν (αφειδώς) στις αλήστου μνήμης ημέρες του ΕΚΕΒΙ, αφού για το ευρωπαϊκό ιστορικό λογοτεχνικό κεκτημένο δεν νοείται εθνική λογοτεχνία άξια λόγου, αν δεν διαθέτει ισχυρή παράδοση αστικού μυθιστορήματος, του λογοτεχνικού είδους που θεωρείται σήμα κατατεθέν της νεωτερικότητας.
Η λεγόμενη «γενιά του ’30», ορίζοντας για τον εαυτό της τον ρόλο του οδηγού και του υποκειμένου που θα περνούσε επιτέλους τη νεοελληνική λογοτεχνία και κοινωνία από την προϊστορία στην όντως ιστορία, κατάφερε κι αυτή αξιόλογα πράγματα στην ποίηση (Σεφέρης, Ελύτης, Εμπειρίκος), αν και όχι τομές, όπως ισχυρίστηκε (αυτές έγιναν από τον Καβάφη και τον Εγγονόπουλο...), όμως στην πεζογραφία τα πράγματα δεν ήσαν ανάλογα. Ο άτονος, συντηρητικός μοντερνισμός της πεζογραφίας της, ένα κακέκτυπο της μοντερνιστικής έξαρσης, κολοβωμένο στην καθ’ ημάς εκδοχή του εσωτερικού μονολόγου και σε άλλες «συμπαθητικές» απόπειρες, μας άφησε μια μακρά σειρά έργων, που κατά περίπτωση και ως σύνολο δεν θεωρούνται πια ότι συνιστούν μια στοιχειωδώς αξιόπιστη μοντερνιστική πεζογραφία.
 
***
Ο Καραγάτσης, εξ αρχής και προγραμματικά, επιχειρεί να πιάσει το νήμα από την αφετηρία, δηλαδή να κάνει αστικό μυθιστόρημα, εκκινώντας φυσικά από τον Μπαλζάκ, αξιοποιώντας τις ήδη τετελεσμένες παραδόσεις του ρεαλισμού και του νατουραλισμού. Ζώντας όμως στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ζώντας δηλαδή την εποχή του, όπως ακροθιγώς την περιέγραψα στην αρχή αυτού του κειμένου, το κοινωνικό του κοσμοείδωλο δεν θα μπορούσε παρά να συντίθεται από σταθερές και στερεότυπα του κοσμοειδώλου της αριστεράς, όπως αποδεικνύουν και οι εκδιδόμενες τώρα επιστολές του, οι οποίες, όσο αποκαλυπτικές κι αν είναι, δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν, γιατί, τότε, δεν είχε άλλο διαθέσιμο εφαλτήριο. Όπως σημειώνει σε επιστολή του στον Νικόλαο Κάλας:
 
«Δεν είμαι μπολσεβίκος από ιδεολογική αφαίρεση, μα από χαμηλή μοχθηρία! Ξεχνώ τα περί ‘διανομής του πλούτου’ του μαρξιστικού ‘Κεφάλαιου’, και συλλαβαίνω τον κομμουνισμό με την απλοϊκότητα του πεινασμένου, δηλ. οι φτωχοί να πάρουν τα λεφτά των πλούσιων. Κι αυτό, όχι για την απόλαψη σχετικής αξίας υλικών ηδονών. Μα για το ρητορικό μέρος της υπόθεσης! Για νάχω στόμα, και να λέω ό,τι μου κατέβει, κι ο Κόσμος να με θαυμάζει για τη σοφία μου! Ενώ τώρα, και το πιο σωστό πράμα κι αν πω, θεωρείται σαχλαμάρα, εφ’ όσον δεν το πλαισιώνουν καρνέ από τσεκ, τίτλοι ιδιοκτησίας, ομολογίες, μετοχές, μια Πακάρ και μια βόλτα στην Κηφισιά».
 
Μετά από αυτό το απόσπασμα, που ταυτόχρονα ανακαλεί και τον λόγο του Μάρτιν Ήντεν του μεγάλου ρεαλιστή Τζακ Λόντον, ας δούμε ένα σημείο από μια άλλη επιστολή του, όπου αναγγέλλει την έκδοση του Συνταγματάρχη Λιάπκιν (1933):
 
«Το έργο μου μάλλον θα εκδοθεί. Είναι καθαρά κομμουνιστικό. Μου φαίνεται ότι σου ανάγγειλα την προσχώρησή μου στις ιδέες της Γ΄ Διεθνούς».
 
Ο Κάλας βέβαια χαρακτήρισε το μυθιστόρημα Συνταγματάχης Λιάπκιν «μικροαστική ηθογραφία», μάλλον ελπίζοντας πως θα υπάρξει και στα καθ’ ημάς μοντερνιστική πεζογραφία. Αν μπορούσε τότε να γνωρίζει τη συνέχεια, μάλλον θα ήταν πιο επιεικής προς τον Καραγάτση... Αν, δε, έβλεπε τις ηθογραφίες των επιγόνων της «γενιάς του ’30», θα κινδύνευε να πάθει ακόμα και συμφόρηση...
Πάντως, ο Καραγάτσης μέσα από το έργο του αναδεικνύεται ως ο πιο ενδιαφέρων πεζογράφος απ’ όσους εμφανίστηκαν στα χρόνια του Μεσοπολέμου, όπως άλλωστε σημείωνε το παράνομο στην Κατοχή περιοδικό της Αριστεράς, Πρωτοπόροι, το 1943:
 
«Ο κ. Καραγάτσης είναι ο πιο γόνιμος από τους μυθιστοριογράφους και διηγηματογράφους μας».
 
***
Έκτοτε βέβαια πέρασαν δεκαετίες, ο ακμαίος μοντερνισμός μάς άφησε χρόνους και επιβιώνουν μόνο κάποιες εκβλαστήσεις του, αρκετές φορές ενδιαφέρουσες και σημαντικές, που όμως προκύπτουν μόνο μέσα από ισχυρές, πάλαι ποτέ παραδόσεις του, εκεί όπου αυτές υπήρξαν, όπως π.χ. η κεντροευρωπαϊκή. Στα καθ’ ημάς, κάτι τέτοιο δεν υφίσταται, όση ενημέρωση και συγκρότηση κι αν έχουν κάποιοι συγγραφείς, αφού η λογοτεχνία ευδοκιμεί μόνο μέσα στη γλώσσα, στην εκάστοτε γλώσσα, και στην παράδοσή της − ο κατ’ εξαίρεσιν εκτός λογοτεχνικής γλώσσας, μέγας μυθοποιός Καζαντζάκης, απλώς επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Χωρίς επίσης να παραγνωρίζουμε τους σημαντικούς διηγηματογράφους (Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης, Θεοτόκης...), στη μεγάλη φόρμα και αφήγηση το πρωθύστερο του Σιμωνίδη και του Ροΐδη βρήκε την απρόσκοπτη συνέχειά του στην πολυφωνική μεταμυθοπλασία (Θανάσης Βαλτινός, Γιάννης Πάνου, και νεότεροι), καθιστώντας απλώς μάταιη την εκπρόθεσμη (ήδη από την εποχή του Καραγάτση) προσπάθεια να δημιουργηθεί παράδοση αστικού μυθιστορήματος.
Πρόκειται για την ιδιοπροσωπία της νεοελληνικής πεζογραφίας, και της όλης λογοτεχνίας μας. Μαζί με τον εκ των κορυφαίων ευρωπαίων ρομαντικών (και όχι «εθνικών») ποιητών, Διονύσιο Σολωμό, καθώς και τους άξιους, ευθέως συνεχιστές του, Καβάφη, Εγγονόπουλο, Λάγιο. Μακριά από τις γραμματολογίες/κιβωτούς της αμηχανίας, της μετριότητας και της συμβατικότητας, και μόνο με αυτό το όντως πρόσωπό της, με τις όντως δημιουργημένες ιδιαίτερες παραδόσεις της, η νεοελληνική λογοτεχνία θα μπορούσε να διεκδικήσει τη δική της θέση ανάμεσα στις ευρωπαϊκές εθνικές λογοτεχνίες, και μάλιστα σε περίοπτη θέση, καθ’ ότι αισθητικά προωθημένη. Αντίθετα, η επιμονή των περισσοτέρων καθ’ ύλην αρμοδίων, σε μια εικόνα της που αναπαράγει την εικόνα της κάθε ευρωπαϊκής νεωτερικής λογοτεχνίας, όπου κεντρική θέση έχει το αστικό μυθιστόρημα, ανεύρετο στα καθ’ ημάς, απλώς αναπαράγει τη σχέση του πτωχού συγγενούς.
 
***
Ξέρω, ότι τόσες θέσεις, επί τόσων μειζόνων ζητημάτων, θα θεωρηθούν απόλυτες και, σύμφωνα με τον συρμό που σέρνεται για δεκαετίες, μάλλον θα χαρακτηρισθούν δογματικές (μια άλλη όψη, και συνάμα συγκάλυψη της παθολογίας που περιέγραψα). Πάντως, τα όσα εντελώς τηλεγραφικά υποστήριξα, τα έχω εξηγήσει αναλυτικά και τεκμηριωμένα στα δοκιμιακά βιβλία μου. Όμως, πάνω απ’ όλα, αντιμετωπίζοντας ένα βιβλίο δύο σύγχρονων πεζογράφων, του Κώστα Κατσουλάρη και του Δημοσθένη Κούρτοβικ, το οποίο αναφέρεται εκτενώς στον νεοελληνικό «εξαιρετισμό», τις ιδιομορφίες της λογοτεχνίας μας και την αμήχανη, ή μάλλον μη υποδοχή της στην αλλοδαπή, θεωρώ όχι μόνο θεμιτό αλλά εκ των ων ουκ άνευ, να καταθέτω τις παραδοχές με τις οποίες εγώ γράφω πεζογραφία, όταν κρίνω τις παραδοχές με τις οποίες εκείνοι γράφουν, και επίσης μιλούν για τη νεοελληνική πεζογραφία. Ως πεζογράφοι, αλλά και ως κριτικός με μακρά θητεία ο Κούρτοβικ, και επίσης ως δοκιμιογράφος ο Κατσουλάρης, το σύγχρονο αστικό μυθιστόρημα υπηρετούν και προτάσσουν, αν θέλετε αναζητούν, σε αυτό δοκιμάζονται.
Νομίζω, δε, πως όσα υποστήριξα απαντούν ευθέως στο ερώτημα που διατρέχει όλο το βιβλίο τους, όπως τηλεγραφικά αποτυπώνεται στο οπισθόφυλλό του:
 
«Ενώ τα ενδοευρωπαϊκά σύνορα γίνονται ολοένα πιο ανοιχτά, οι Έλληνες πνευματικοί δημιουργοί μοιάζει να προσκρούουν σε αόρατα εμπόδια, όταν κάνουν το βήμα πέρα από την ελληνική επικράτεια. Ιδιαίτερα η λογοτεχνία της χώρας μας δυσκολεύεται να βρει απήχηση στο εξωτερικό, κάτι που δεν ισχύει για τη λογοτεχνία πολλών άλλων μικρών ή σχετικά μικρών χωρών. Γιατί συμβαίνει αυτό;».
 
Προς επίρρωσιν, η «βιωματική» απάντηση του Κούρτοβικ στον Κατσουλάρη, από την εμπειρία του ως Έλληνα συγγραφέα όταν ταξίδευε στο εξωτερικό:
 
«Μια μόνιμη ερώτηση που μου έκαναν οι ξένοι δημοσιογράφοι ήταν τι το ειδικά ελληνικό υπήρχε στο τάδε ή δείνα μυθιστόρημά μου. Στην αρχή προσπαθούσα να τους δώσω μια εξήγηση. Το έκανα αδέξια, γιατί, όπως ξέρεις, είναι δύσκολο και άχαρο για έναν συγγραφέα να πρέπει να περιγράψει το περιεχόμενο του βιβλίου του, και μάλιστα με τρόπο που να ικανοποιεί έναν ξένο συνομιλητή του. Αλλά από ένα σημείο κι έπειτα άρχισα να εκνευρίζομαι και να τους ρωτάω αν θα έκαναν τέτοια ερώτηση, για παράδειγμα, σ’ έναν Πορτογάλο, έναν Ολλανδό, έναν Πολωνό συγγραφέα. Μου απαντούσαν με ένα αμήχανο ‘όχι’».
 
***
Φυσικά, τα δύο βιβλία στα οποία αναφέρομαι περιέχουν και πολλά άλλα ενδιαφέροντα σημεία, που θα μπορούσε να συζητήσει κάποιος. Όπως, για παράδειγμα, το ερώτημα για την πρωτοκαθεδρία, ή όχι, του (προγραμματικά μάλιστα προαποφασισμένου) «θέματος» του μυθιστορήματος, έναντι της περιπέτειας στη δίνη της γραφής και της γλώσσας (επ’ αυτού, ο Κούρτοβικ κάνει μια δίκαιη παρατήρηση κατά του Καραγάτση). Όμως, στο πλαίσιο και στην έκταση ενός κριτικού σημειώματος, προτίμησα να αναδείξω και να περιοριστώ στη κοινή δεσπόζουσα των δύο βιβλίων, που τα καθορίζει και τα συνδέει: το ανεύρετο στα καθ’ ημάς, νομίζω πλέον οριστικά, αστικό μυθιστόρημα.
Αντίθετα, η περιπέτεια της νεοελληνικής λογοτεχνικής γραφής, νοούμενη φυσικά ως ακολουθία μορφών, συνεχίζεται απρόσκοπτη, με ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Από αυτή την άποψη, τελικά είναι αδιάφορο τι καταναλώνουν κατά καιρούς ως υποκατάστατα οι εσπέριες κοινωνίες. Γιατί, παρ’ ότι κάποια στιγμή οι πνευματικές ελίτ αυτών των χωρών ήσαν που αποδέχτηκαν και ανέδειξαν π.χ. τον Τζόυς ή τον Καβάφη, συνήθως άλλα καταναλώνουν ως λογοτεχνία οι εν λόγω κοινωνίες, ενώ οι πλείστοι όσοι συγγραφείς τους σε αλλότριες, συμβατικές ατραπούς πορεύονται. Το πρόβλημα λοιπόν (εάν πρόκειται περί «λογοτεχνικού» προβλήματος) δεν είναι απλώς δικό μας, νεοελληνικό...

Μυρσίνη Αρτακιανού, Μόλπη, 2019, κλωστή, μέταλλο, 185 x 125 x 110 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου