Της Κωστούλας Μάκη*
Τρία βιβλία, τρεις διαφορετικές ιστορικές και κοινωνικές περίοδοι (1888, 1903, 1918) συγκροτούν την τριλογία του Hermann Broch «Οι Υπνοβάτες», που η έκδοσή της ολοκληρώθηκε το 1932. Στα ελληνικά μεταφράστηκε αρχικά από τον πρώτο μεταφραστή του Κουτσού, Κώστα Κουντούρη, σε τρεις ξεχωριστούς τόμους το 1987-1988. Η Σοφία Αυγερίδου προβαίνει εκ νέου στον μεταφραστικό αυτό άθλο, παραδίδοντας σε έναν τόμο την τριλογία και θέτοντας τον συγγραφέα και το έργο του σε αναμέτρηση με τις παροντικές συνθήκες και προσλήψεις.
Πέρα από τις ερμηνείες του ίδιου του συγγραφέα ή συγκριτικά με πιο κλασικές ερμηνείες που εξετάζουν τις επιδράσεις της μεταφυσικής, της φιλοσοφίας και των θεωρητικών καταβολών των βιβλίων και του Broch, η νέα μετάφραση επιτρέπει νομίζω και νέες αναγνώσεις, οι οποίες πιθανότατα αντιτίθενται σε πιο «κλειστές» ερμηνευτικές επιλογές. Τίθεται λοιπόν άμεσα, κατά τη γνώμη μου, το κεντρικό ζήτημα για το πώς προσεγγίζεται το έργο του Broch, με ποιους όρους και ποιες συνδέσεις με τις σύγχρονες πολιτικές μεταβατικές κρίσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Στα επιλεγόμενα η μεταφράστρια υπογραμμίζει τον «ιδιόμορφο πλατωνισμό» που παρατηρείται στο τρίτο μέρος της τριλογίας, για να καταλήξει πως αυτό που προτείνει ο συγγραφέας είναι τελικά «μια εκκοσμικευμένη ηθική, όπου απόλυτη αξία συνιστά μόνο ο άνθρωπος» (σ. 776). Αν και αναγνωρίζω αυτές τις επιδράσεις στο βιβλίο, υποστηρίζω πως στις συνθέσεις της τριλογίας οι Υπνοβάτες μπορούν να διαβαστούν ανεξαρτήτως από αυτό που αποδίδεται στον συγγραφέα, ως εμμονή με την ηθική και νοσταλγία για τη μεταφυσική.
Αντίθετα, υποστηρίζω πως η σχάση φαντασίας και πραγματικού, στους χαρακτήρες του έργου, τις επιλογές και τα διλήμματά τους, σε συνύφανση με τα κινήματα και τις θεωρίες του ρομαντισμού, του αναρχισμού και του πραγματισμού στα ιστορικά περάσματα λειτουργούν ως κριτική για τη γραμμικότητα της προόδου και του διαφωτισμού. Είναι σε αυτό το σημείο ρήξης που η μεταφυσική ενδύεται τη μυθολογία του ανορθολογισμού, όταν ο μύθος τής μίας και μοναδικής αλήθειας επιδρά στο πολιτικό και στους εγκλωβισμούς των χαρακτήρων, κάνοντάς τους να υπνοβατούν, ανάμεσα στο όνειρο για μια άλλη ζωή και τους συμβιβασμούς των γεγονότων. Το ονειρικό στοιχείο που κάνει κάθε χαρακτήρα να υπνοβατεί, με διαφορετικούς κάθε φορά όρους, δεν δημιουργεί νοσταλγία για μια παντοδυναμία καθαρής ηθικής, που θα νοηματοδοτήσει με συνέπεια θεωρία και πράξη, αλλά προκύπτει από την ελλιπή επίγνωση των ηρώων για τους σύνθετους τρόπους με τους οποίους θεωρία, ιδεολογία, ιστορία και πολιτικές εγγράφονται στην υλικότητα των σωμάτων, περιορίζοντας αντίστοιχα και τις ρεαλιστικές επιλογές των ανθρώπων για ριζικές αλλαγές. Εξάλλου, ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει πως η σύγχυση και ταύτιση του αισθητικού με το ηθικό είναι κομβικό σημείο του συντηρητισμού (βλ. σ. 757). Δεν είναι επομένως μια μάχη ασυνείδητων και συνειδητών δυνάμεων, αλλά τα υλικά ιστορικά περάσματα διλημματικών ιδεολογικών συσχετίσεων και περιορισμών στις οποίες συμπλέκονται ταξικά, εθνικά και έμφυλα στοιχεία. Η ηθική σε κάθε ιστορική στιγμή ορίζει κανονικότητες, περιορίζοντας το εύρος των ελευθεριών και συρρικνώνοντας τις επιθυμίες που κινούνται έξω από τα αναμενόμενα.
Ο Ζέμπαλντ, όπως αναφέρει η Αυγερίδου, περιγράφοντας την επίδραση του κειμένου σημειώνει την παράλληλη συνύπαρξη θαυμασμού και ενόχλησης, καθώς η αντικειμενικότητα του Πάσενοβ, ενός από τους ήρωες, στην πορεία ακολουθείται από διαφορετικές τραβηγμένες θεωρητικές κατασκευές, με τις οποίες ο συγγραφέας κατακτά τη σύνθεση των κειμενικών φυγόκεντρων δυνάμεων, στις οποίες η κατάρρευση των αξιών επιτείνει την αίσθηση μιας γενικευμένης σύγχυσης, με την παράλληλη ύπαρξη της ειρωνείας. Στις κάθε τύπου πολύτροπες αναγνωστικές οικειοποιήσεις, χρήσιμη και αρκούντως δηλητηριώδης είναι η υπενθύμιση στο πρώτο βιβλίο, πως «στην οικειότητα φωλιάζει εκ των προτέρων ο σπόρος της ανειλικρίνειας και του ψεύδους […] Η οικειότητα είναι το πιο ύπουλο και στην πραγματικότητα το πιο κακό είδος διεκδίκησης» (σ. 114).
Το επιβλητικό έργο τού κλασικού μοντερνιστή συγγραφέα εγκιβωτίζει πολλαπλούς μετασχηματισμούς, οι οποίοι περιλαμβάνουν τις αλλαγές που καταγράφονται σε κάθε μέρος της τριλογίας, τις αλλαγές στις ιστορικές συνθήκες κατά την έκδοσή του και τέλος τις διαφορετικές αναγνωστικές προσεγγίσεις από την έκδοσή του μέχρι σήμερα. Η διαπίστωση πως οι Υπνοβάτες παραμένουν έργο τομή του μοντερνισμού, στο ύφος, τη δομή και το περιεχόμενό του, παραμένει ενεργή και αυτονόητη. Καλύπτοντας την ιστορία της Γερμανίας για τριάντα χρόνια, ο Broch καταγράφει το μεταίχμιο ανάμεσα στους κλυδωνισμούς των ιστορικών αλλαγών, που οδήγησαν στον ναζισμό και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Παρόλο που το βιβλίο σταματά χρονικά το 1918, οι αναγνώστες/στριες μπορούν να δουν τους τρόπους με τους οποίους η περίοδος εκείνη διαμορφώνει την παγίωση του φασισμού, μέσα από τις πρακτικές της μικροφυσικής της εξουσίας στο καθημερινό. Ο συγγραφέας ακολουθεί τις ιστορικές αλλαγές, χωρίς διδακτική διάθεση αλλά με όχημα τις μοντερνιστικές τομές στη λογοτεχνική γραφή, στα βήματα τού Τζόυς, του Μούζιλ και του Προυστ. Κάθε βιβλίο διαποτίζεται υφολογικά και αισθητικά από την περίοδο στην οποία αναφέρεται, και τη θεωρία που έρχεται και φεύγει. Επομένως, η επιστήμη συνομιλεί με την ποίηση, τον ρεαλισμό και τον λυρισμό, ενώ τα θεατρικά στοιχεία διαποτίζουν σημεία των διαλόγων και το φιλοσοφικό δοκίμιο εναλλάσσεται με ημερολογιακές ή αυτοβιογραφικές καταγραφές.
Ο Broch επανέρχεται διαρκώς στο αίσθημα της συντριβής: «μιας καταστροφής βυθισμένης στη σιωπή» (σ. 766), κάθε φορά που ο άνθρωπος γίνεται μάρτυρας του καταποντισμού «μεγάλων ορθολογικών συστημάτων», ενώ παράλληλα ο ανορθολογισμός προκαλεί βίαιες τομές στην καθημερινότητα και είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν τα κατάλληλα λόγια για να περιγράψουν τις επιπτώσεις όλων αυτών στις ζωές των ανθρώπων. «όσο κι αν στη διάρκεια της μέρας ανταλλάσσουν τις σχετικές απόψεις τους ο ένας με τον άλλον, στέκουν δίχως γλώσσα ανάμεσα στο ‘όχι ακόμη’ και στο ‘όχι πια’, δεν εμπιστεύονται καμία λέξη, θέλουν να τη δουν να τεκμηριώνεται από εικόνες, δεν μπορούν πια να πιστέψουν ούτε στην καταλληλότητα της δικής τους ομιλίας και, ευρισκόμενοι ανάμεσα στο τέλος και την αρχή, ξέρουν μονάχα πως η λογική των γεγονότων παραμένει ασταμάτητη» (σ. 750). Είναι αυτή η κατακερματισμένη γνώση που ισορροπεί ανάμεσα στην επιθυμία έκφρασης και την αλαλία που μεταμυθοπλάθει όλα αυτά σε λογοτεχνικό και ποιητικό σώμα, σύμφωνα με τον συγγραφέα.
Καθώς οι εξιδανικεύσεις των φιλοσοφικών και πολιτικών συστημάτων καταρρέουν, οι άνθρωποι γίνονται υπνοβάτες και μετεωρίζονται ανάμεσα στην επιθυμία για αλλαγή ή στη φαντασία για μια άλλη εκδοχή του πραγματικού και της ζωής τους, και στο βαρύ φορτίο της καθημερινότητας η οποία συνεχίζεται. Στα πρόσωπα των χαρακτήρων της τριλογίας εξετάζονται παράλληλα κριτικά στο ιστορικό τους πλαίσιο −η κατάρρευση του ρομαντισμού, του αναρχισμού και του πραγματισμού μέχρι το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου−, καθώς και οι απολήξεις των επιδράσεων όλων αυτών των αλλαγών σε όσα ακολουθούν. Κρατώντας τους χαρακτήρες του βιβλίου δέσμιους με διαφορετικούς τρόπους στις ιδεαλιστικές λειτουργίες κάθε ισχυρής τάσης της εποχής, ο Broch σχηματοποιεί λεπτομερώς μυθοπλαστικά τις συνέπειες του τέλους της μεσσιανικής τελεολογίας και τις επιδράσεις της στις συνθέσεις του πολιτικού, του προσωπικού, του κοινωνικού. Επιβεβαιώνει έτσι ηχηρά, πως οι ιδεολογικές νομενκλατούρες αλληλεπιδρούν και αρθρώνονται στα αισθητικά και λογοτεχνικά ρεύματα, ενώ παράλληλα εγχαράσσονται στην υλικότητα της ζωής των ατόμων, επιβεβαιώνοντας ότι αυτό που ορίζεται ως ιδεολογία δεν είναι μια αόρατη δύναμη που επιβάλλεται στα ανθρώπινα από πάνω προς τα κάτω, αλλά πραγμοποιείται στη γλώσσα, την κουλτούρα, τους εργασιακούς χώρους και τα δίκτυα ανθρωπίνων σχέσεων.
Χωρίς ηττοπάθεια και στα όρια του πεσιμισμού, ο Broch λογοτεχνικά επιτυγχάνει να καταδείξει τα όρια του θετικισμού στις ανθρωπιστικές επιστήμες, το αδύνατο κάθε τελεολογικής μεταφυσικής θεωρίας και την επισήμανση ότι είναι ανάγκη να φανερώνονται κριτικά οι ιστορικές μεταβάσεις, στα σημεία που πυκνώνουν τα διλήμματα και οι περιορισμοί κάθε μεγάλης αφήγησης πολιτικής, αισθητικής ή καλλιτεχνικής. Με επιδράσεις από τον Βιτγκενστάϊν, τον Νίτσε και τον Σοπενχάουερ, οι Υπνοβάτες θίγουν τις επιτελεστικές επιδράσεις των κοινών τόπων κάθε ιστορικής καμπής, στα ανθρώπινα υποκείμενα που κινούνται σαν να είναι μόνιμα κάπου αλλού, σαν κάτι να τους ξεφεύγει. Την ώρα που το δίπολο σκέψης και γλώσσας παύει να ισχύει, η πίστη σε μια γραμμικότητα του βίου και της αλήθειας καταρρέει επίσης, χωρίς όμως να αναζητείται μία ακόμα εναλλακτική ευχολογική σωτηριολογία που θα εκφραστεί με μια νέα μεγάλη αφήγηση. Αντίθετα, στους υπνοβάτες του βιβλίου μπορούμε να αναγνωρίσουμε τις δικές μας δυσκολίες και να αναστοχαστούμε πολιτικά για τις συνέπειες των συναρθρώσεων των ιστορικών κρίσεων από το παρελθόν στο παρόν με τρόπους διαλεκτικούς.
Η αντίστιξη τριών διαφορετικών ιστορικών στιγμών, τριών διαφορετικών θεωρητικών τάσεων και τριών βιβλίων που συνομιλούν οδηγεί στη διαλεκτική σύνθεση και στη σύνδεση με τις κρίσεις στο εδώ και τώρα και όχι σε λόγους για κατακλυσμιαίες αντιφάσεις. Το χτες βρίσκεται παρόν στα αδιέξοδα τού εδώ και τώρα, όπου αντίστοιχα καθένας/καθεμιά από εμάς αισθανόμαστε συχνά σε αδυναμία να εκφράσουμε με λέξεις τη συνθετότητητα του παρόντος ή τα συναισθήματα εγκλωβισμού και ματαίωσης. Μια τέτοια τύπου συμβολική υπνοβασία επανειλημμένα επισημαίνεται στις ερμηνείες της τριλογίας, ως ένα είδος μιας σύνθετης απόκοσμης ξενικότητας, από τον εαυτό, τους άλλους και τις ιστορικές μεταστροφές, στην εκτύλιξή τους στον χώρο και τον χρόνο. Η συναισθηματική αυτή αλλοτρίωση και απομάκρυνση από την κατασκευή ενός συγκροτημένου κοινωνικού υποκειμένου με διαυγή όρια γίνεται οδυνηρή, συνδεόμενη με τον «πόνο αυτής της αίσθησης που δεν λέει να λάβει τέλος, της αίσθησης πως ο άλλος είναι ξένος, της αίσθησης που καμιά τρυφερότητα δεν μπορεί πλέον να εξαλείψει» (σ. 553).
Σε κάθε οριακότητα της ιστορίας, ο παραλληλισμός με τη συνθήκη της υπνοβασίας οξύνει τον ζόφο των συμβάντων, αποπροσωποποιώντας την πλαισίωση της διαφορετικότητας κάθε ανθρώπου. «Όταν οι επιθυμίες και οι στόχοι συμπυκνώνονται, όταν το όνειρο συγκρούεται με τις μεγάλες ανατροπές και τους συγκλονισμούς της ζωής, τότε ο δρόμος στενεύει και οδηγεί σε πιο σκοτεινά πηγάδια και ο προθάλαμος του θανάτου βουλιάζει και καταρρέει επάνω σ’ αυτόν που υπνοβατούσε μέσα στο όνειρό του: ό,τι υπήρξε, επιθυμίες και στόχοι, ξεγλιστράει και φεύγει γι’ άλλη μια φορά μακριά, λες και περνά μπροστά απ’ τα μάτια ετοιμοθάνατου, και είναι μάλλον απλή σύμπτωση, αν μερικές φορές δεν οδηγεί στον θάνατο» (σ. 345).
Η πολυφωνικότητα που προκύπτει στο τελευταίο μέρος από την παράθεση διαφορετικών κειμενικών ειδών δεν προτάσσει το χάος, αλλά τον κοινωνικό κονστρουξιονισμό, ως νέα δημιουργική σύνθεση σε αυτό που θα οριστεί νεωτερική συνθήκη. Με ένα τέτοιο αναγνωστικό πρίσμα και την παραδοχή πως οι ιστορικές μεταβάσεις είναι διαρκείς και διλημματικές, ίσως οι Υπνοβάτες να δρουν σαν εργαλείο κινητοποίησης και δράσης, απέναντι σε ό,τι μέσα από μια γραμμική ανάγνωση θεωρείται τετελεσμένο. Και τελικά πιθανότατα στις νέες αναγνώσεις αυτών των τόσο ακόμα επίκαιρων βιβλίων στόχος δεν είναι η παρηγοριά, αλλά η κριτική επίγνωση, ως μετασχηματιστική δυνατότητα αλλαγών σε όλα τα επίπεδα του πολιτικού. Εδώ η διακριτική ειρωνεία του Broch επιτονίζει τους κριτικούς δρόμους διατήρησης εναλλακτικών μετασχηματισμών σε στιγμές δυστοπίας, οι οποίοι θα κάμψουν κάθε μυστικιστική τροπή της ιστορίας, κι ας φαίνεται ότι «είμαστε οι τελευταίοι ειδωλολάτρες με φανερά σημάδια υπερκόπωσης».
*Η Κωστούλα
Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος
HERMANN BROCH, Οι Υπνοβάτες: Μια τριλογία,
μετάφραση: Σοφία Αυγερινού, εκδόσεις έρμα, σελ. 793
«Γιατί καμιά φορά χρειαζόταν να
καταβάλει κόπο για να διατηρήσουν τα πράγματα τη συνηθισμένη τους όψη και συχνά
έφτανε στο σημείο να θεωρεί στενόμυαλους, τυφλούς, σχεδόν τρελούς τους
ανθρώπους που συνέχιζαν να προσποιούνται πως τα πράγματα ήταν ακόμη όλα εντάξει»
(Βιβλίο πρώτο: Πάσενοβ ή ο
ρομαντισμός, σ. 134)
Τρία βιβλία, τρεις διαφορετικές ιστορικές και κοινωνικές περίοδοι (1888, 1903, 1918) συγκροτούν την τριλογία του Hermann Broch «Οι Υπνοβάτες», που η έκδοσή της ολοκληρώθηκε το 1932. Στα ελληνικά μεταφράστηκε αρχικά από τον πρώτο μεταφραστή του Κουτσού, Κώστα Κουντούρη, σε τρεις ξεχωριστούς τόμους το 1987-1988. Η Σοφία Αυγερίδου προβαίνει εκ νέου στον μεταφραστικό αυτό άθλο, παραδίδοντας σε έναν τόμο την τριλογία και θέτοντας τον συγγραφέα και το έργο του σε αναμέτρηση με τις παροντικές συνθήκες και προσλήψεις.
Πέρα από τις ερμηνείες του ίδιου του συγγραφέα ή συγκριτικά με πιο κλασικές ερμηνείες που εξετάζουν τις επιδράσεις της μεταφυσικής, της φιλοσοφίας και των θεωρητικών καταβολών των βιβλίων και του Broch, η νέα μετάφραση επιτρέπει νομίζω και νέες αναγνώσεις, οι οποίες πιθανότατα αντιτίθενται σε πιο «κλειστές» ερμηνευτικές επιλογές. Τίθεται λοιπόν άμεσα, κατά τη γνώμη μου, το κεντρικό ζήτημα για το πώς προσεγγίζεται το έργο του Broch, με ποιους όρους και ποιες συνδέσεις με τις σύγχρονες πολιτικές μεταβατικές κρίσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Στα επιλεγόμενα η μεταφράστρια υπογραμμίζει τον «ιδιόμορφο πλατωνισμό» που παρατηρείται στο τρίτο μέρος της τριλογίας, για να καταλήξει πως αυτό που προτείνει ο συγγραφέας είναι τελικά «μια εκκοσμικευμένη ηθική, όπου απόλυτη αξία συνιστά μόνο ο άνθρωπος» (σ. 776). Αν και αναγνωρίζω αυτές τις επιδράσεις στο βιβλίο, υποστηρίζω πως στις συνθέσεις της τριλογίας οι Υπνοβάτες μπορούν να διαβαστούν ανεξαρτήτως από αυτό που αποδίδεται στον συγγραφέα, ως εμμονή με την ηθική και νοσταλγία για τη μεταφυσική.
Αντίθετα, υποστηρίζω πως η σχάση φαντασίας και πραγματικού, στους χαρακτήρες του έργου, τις επιλογές και τα διλήμματά τους, σε συνύφανση με τα κινήματα και τις θεωρίες του ρομαντισμού, του αναρχισμού και του πραγματισμού στα ιστορικά περάσματα λειτουργούν ως κριτική για τη γραμμικότητα της προόδου και του διαφωτισμού. Είναι σε αυτό το σημείο ρήξης που η μεταφυσική ενδύεται τη μυθολογία του ανορθολογισμού, όταν ο μύθος τής μίας και μοναδικής αλήθειας επιδρά στο πολιτικό και στους εγκλωβισμούς των χαρακτήρων, κάνοντάς τους να υπνοβατούν, ανάμεσα στο όνειρο για μια άλλη ζωή και τους συμβιβασμούς των γεγονότων. Το ονειρικό στοιχείο που κάνει κάθε χαρακτήρα να υπνοβατεί, με διαφορετικούς κάθε φορά όρους, δεν δημιουργεί νοσταλγία για μια παντοδυναμία καθαρής ηθικής, που θα νοηματοδοτήσει με συνέπεια θεωρία και πράξη, αλλά προκύπτει από την ελλιπή επίγνωση των ηρώων για τους σύνθετους τρόπους με τους οποίους θεωρία, ιδεολογία, ιστορία και πολιτικές εγγράφονται στην υλικότητα των σωμάτων, περιορίζοντας αντίστοιχα και τις ρεαλιστικές επιλογές των ανθρώπων για ριζικές αλλαγές. Εξάλλου, ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει πως η σύγχυση και ταύτιση του αισθητικού με το ηθικό είναι κομβικό σημείο του συντηρητισμού (βλ. σ. 757). Δεν είναι επομένως μια μάχη ασυνείδητων και συνειδητών δυνάμεων, αλλά τα υλικά ιστορικά περάσματα διλημματικών ιδεολογικών συσχετίσεων και περιορισμών στις οποίες συμπλέκονται ταξικά, εθνικά και έμφυλα στοιχεία. Η ηθική σε κάθε ιστορική στιγμή ορίζει κανονικότητες, περιορίζοντας το εύρος των ελευθεριών και συρρικνώνοντας τις επιθυμίες που κινούνται έξω από τα αναμενόμενα.
Ο Ζέμπαλντ, όπως αναφέρει η Αυγερίδου, περιγράφοντας την επίδραση του κειμένου σημειώνει την παράλληλη συνύπαρξη θαυμασμού και ενόχλησης, καθώς η αντικειμενικότητα του Πάσενοβ, ενός από τους ήρωες, στην πορεία ακολουθείται από διαφορετικές τραβηγμένες θεωρητικές κατασκευές, με τις οποίες ο συγγραφέας κατακτά τη σύνθεση των κειμενικών φυγόκεντρων δυνάμεων, στις οποίες η κατάρρευση των αξιών επιτείνει την αίσθηση μιας γενικευμένης σύγχυσης, με την παράλληλη ύπαρξη της ειρωνείας. Στις κάθε τύπου πολύτροπες αναγνωστικές οικειοποιήσεις, χρήσιμη και αρκούντως δηλητηριώδης είναι η υπενθύμιση στο πρώτο βιβλίο, πως «στην οικειότητα φωλιάζει εκ των προτέρων ο σπόρος της ανειλικρίνειας και του ψεύδους […] Η οικειότητα είναι το πιο ύπουλο και στην πραγματικότητα το πιο κακό είδος διεκδίκησης» (σ. 114).
Το επιβλητικό έργο τού κλασικού μοντερνιστή συγγραφέα εγκιβωτίζει πολλαπλούς μετασχηματισμούς, οι οποίοι περιλαμβάνουν τις αλλαγές που καταγράφονται σε κάθε μέρος της τριλογίας, τις αλλαγές στις ιστορικές συνθήκες κατά την έκδοσή του και τέλος τις διαφορετικές αναγνωστικές προσεγγίσεις από την έκδοσή του μέχρι σήμερα. Η διαπίστωση πως οι Υπνοβάτες παραμένουν έργο τομή του μοντερνισμού, στο ύφος, τη δομή και το περιεχόμενό του, παραμένει ενεργή και αυτονόητη. Καλύπτοντας την ιστορία της Γερμανίας για τριάντα χρόνια, ο Broch καταγράφει το μεταίχμιο ανάμεσα στους κλυδωνισμούς των ιστορικών αλλαγών, που οδήγησαν στον ναζισμό και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Παρόλο που το βιβλίο σταματά χρονικά το 1918, οι αναγνώστες/στριες μπορούν να δουν τους τρόπους με τους οποίους η περίοδος εκείνη διαμορφώνει την παγίωση του φασισμού, μέσα από τις πρακτικές της μικροφυσικής της εξουσίας στο καθημερινό. Ο συγγραφέας ακολουθεί τις ιστορικές αλλαγές, χωρίς διδακτική διάθεση αλλά με όχημα τις μοντερνιστικές τομές στη λογοτεχνική γραφή, στα βήματα τού Τζόυς, του Μούζιλ και του Προυστ. Κάθε βιβλίο διαποτίζεται υφολογικά και αισθητικά από την περίοδο στην οποία αναφέρεται, και τη θεωρία που έρχεται και φεύγει. Επομένως, η επιστήμη συνομιλεί με την ποίηση, τον ρεαλισμό και τον λυρισμό, ενώ τα θεατρικά στοιχεία διαποτίζουν σημεία των διαλόγων και το φιλοσοφικό δοκίμιο εναλλάσσεται με ημερολογιακές ή αυτοβιογραφικές καταγραφές.
Ο Broch επανέρχεται διαρκώς στο αίσθημα της συντριβής: «μιας καταστροφής βυθισμένης στη σιωπή» (σ. 766), κάθε φορά που ο άνθρωπος γίνεται μάρτυρας του καταποντισμού «μεγάλων ορθολογικών συστημάτων», ενώ παράλληλα ο ανορθολογισμός προκαλεί βίαιες τομές στην καθημερινότητα και είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν τα κατάλληλα λόγια για να περιγράψουν τις επιπτώσεις όλων αυτών στις ζωές των ανθρώπων. «όσο κι αν στη διάρκεια της μέρας ανταλλάσσουν τις σχετικές απόψεις τους ο ένας με τον άλλον, στέκουν δίχως γλώσσα ανάμεσα στο ‘όχι ακόμη’ και στο ‘όχι πια’, δεν εμπιστεύονται καμία λέξη, θέλουν να τη δουν να τεκμηριώνεται από εικόνες, δεν μπορούν πια να πιστέψουν ούτε στην καταλληλότητα της δικής τους ομιλίας και, ευρισκόμενοι ανάμεσα στο τέλος και την αρχή, ξέρουν μονάχα πως η λογική των γεγονότων παραμένει ασταμάτητη» (σ. 750). Είναι αυτή η κατακερματισμένη γνώση που ισορροπεί ανάμεσα στην επιθυμία έκφρασης και την αλαλία που μεταμυθοπλάθει όλα αυτά σε λογοτεχνικό και ποιητικό σώμα, σύμφωνα με τον συγγραφέα.
Καθώς οι εξιδανικεύσεις των φιλοσοφικών και πολιτικών συστημάτων καταρρέουν, οι άνθρωποι γίνονται υπνοβάτες και μετεωρίζονται ανάμεσα στην επιθυμία για αλλαγή ή στη φαντασία για μια άλλη εκδοχή του πραγματικού και της ζωής τους, και στο βαρύ φορτίο της καθημερινότητας η οποία συνεχίζεται. Στα πρόσωπα των χαρακτήρων της τριλογίας εξετάζονται παράλληλα κριτικά στο ιστορικό τους πλαίσιο −η κατάρρευση του ρομαντισμού, του αναρχισμού και του πραγματισμού μέχρι το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου−, καθώς και οι απολήξεις των επιδράσεων όλων αυτών των αλλαγών σε όσα ακολουθούν. Κρατώντας τους χαρακτήρες του βιβλίου δέσμιους με διαφορετικούς τρόπους στις ιδεαλιστικές λειτουργίες κάθε ισχυρής τάσης της εποχής, ο Broch σχηματοποιεί λεπτομερώς μυθοπλαστικά τις συνέπειες του τέλους της μεσσιανικής τελεολογίας και τις επιδράσεις της στις συνθέσεις του πολιτικού, του προσωπικού, του κοινωνικού. Επιβεβαιώνει έτσι ηχηρά, πως οι ιδεολογικές νομενκλατούρες αλληλεπιδρούν και αρθρώνονται στα αισθητικά και λογοτεχνικά ρεύματα, ενώ παράλληλα εγχαράσσονται στην υλικότητα της ζωής των ατόμων, επιβεβαιώνοντας ότι αυτό που ορίζεται ως ιδεολογία δεν είναι μια αόρατη δύναμη που επιβάλλεται στα ανθρώπινα από πάνω προς τα κάτω, αλλά πραγμοποιείται στη γλώσσα, την κουλτούρα, τους εργασιακούς χώρους και τα δίκτυα ανθρωπίνων σχέσεων.
Χωρίς ηττοπάθεια και στα όρια του πεσιμισμού, ο Broch λογοτεχνικά επιτυγχάνει να καταδείξει τα όρια του θετικισμού στις ανθρωπιστικές επιστήμες, το αδύνατο κάθε τελεολογικής μεταφυσικής θεωρίας και την επισήμανση ότι είναι ανάγκη να φανερώνονται κριτικά οι ιστορικές μεταβάσεις, στα σημεία που πυκνώνουν τα διλήμματα και οι περιορισμοί κάθε μεγάλης αφήγησης πολιτικής, αισθητικής ή καλλιτεχνικής. Με επιδράσεις από τον Βιτγκενστάϊν, τον Νίτσε και τον Σοπενχάουερ, οι Υπνοβάτες θίγουν τις επιτελεστικές επιδράσεις των κοινών τόπων κάθε ιστορικής καμπής, στα ανθρώπινα υποκείμενα που κινούνται σαν να είναι μόνιμα κάπου αλλού, σαν κάτι να τους ξεφεύγει. Την ώρα που το δίπολο σκέψης και γλώσσας παύει να ισχύει, η πίστη σε μια γραμμικότητα του βίου και της αλήθειας καταρρέει επίσης, χωρίς όμως να αναζητείται μία ακόμα εναλλακτική ευχολογική σωτηριολογία που θα εκφραστεί με μια νέα μεγάλη αφήγηση. Αντίθετα, στους υπνοβάτες του βιβλίου μπορούμε να αναγνωρίσουμε τις δικές μας δυσκολίες και να αναστοχαστούμε πολιτικά για τις συνέπειες των συναρθρώσεων των ιστορικών κρίσεων από το παρελθόν στο παρόν με τρόπους διαλεκτικούς.
Η αντίστιξη τριών διαφορετικών ιστορικών στιγμών, τριών διαφορετικών θεωρητικών τάσεων και τριών βιβλίων που συνομιλούν οδηγεί στη διαλεκτική σύνθεση και στη σύνδεση με τις κρίσεις στο εδώ και τώρα και όχι σε λόγους για κατακλυσμιαίες αντιφάσεις. Το χτες βρίσκεται παρόν στα αδιέξοδα τού εδώ και τώρα, όπου αντίστοιχα καθένας/καθεμιά από εμάς αισθανόμαστε συχνά σε αδυναμία να εκφράσουμε με λέξεις τη συνθετότητητα του παρόντος ή τα συναισθήματα εγκλωβισμού και ματαίωσης. Μια τέτοια τύπου συμβολική υπνοβασία επανειλημμένα επισημαίνεται στις ερμηνείες της τριλογίας, ως ένα είδος μιας σύνθετης απόκοσμης ξενικότητας, από τον εαυτό, τους άλλους και τις ιστορικές μεταστροφές, στην εκτύλιξή τους στον χώρο και τον χρόνο. Η συναισθηματική αυτή αλλοτρίωση και απομάκρυνση από την κατασκευή ενός συγκροτημένου κοινωνικού υποκειμένου με διαυγή όρια γίνεται οδυνηρή, συνδεόμενη με τον «πόνο αυτής της αίσθησης που δεν λέει να λάβει τέλος, της αίσθησης πως ο άλλος είναι ξένος, της αίσθησης που καμιά τρυφερότητα δεν μπορεί πλέον να εξαλείψει» (σ. 553).
Σε κάθε οριακότητα της ιστορίας, ο παραλληλισμός με τη συνθήκη της υπνοβασίας οξύνει τον ζόφο των συμβάντων, αποπροσωποποιώντας την πλαισίωση της διαφορετικότητας κάθε ανθρώπου. «Όταν οι επιθυμίες και οι στόχοι συμπυκνώνονται, όταν το όνειρο συγκρούεται με τις μεγάλες ανατροπές και τους συγκλονισμούς της ζωής, τότε ο δρόμος στενεύει και οδηγεί σε πιο σκοτεινά πηγάδια και ο προθάλαμος του θανάτου βουλιάζει και καταρρέει επάνω σ’ αυτόν που υπνοβατούσε μέσα στο όνειρό του: ό,τι υπήρξε, επιθυμίες και στόχοι, ξεγλιστράει και φεύγει γι’ άλλη μια φορά μακριά, λες και περνά μπροστά απ’ τα μάτια ετοιμοθάνατου, και είναι μάλλον απλή σύμπτωση, αν μερικές φορές δεν οδηγεί στον θάνατο» (σ. 345).
Η πολυφωνικότητα που προκύπτει στο τελευταίο μέρος από την παράθεση διαφορετικών κειμενικών ειδών δεν προτάσσει το χάος, αλλά τον κοινωνικό κονστρουξιονισμό, ως νέα δημιουργική σύνθεση σε αυτό που θα οριστεί νεωτερική συνθήκη. Με ένα τέτοιο αναγνωστικό πρίσμα και την παραδοχή πως οι ιστορικές μεταβάσεις είναι διαρκείς και διλημματικές, ίσως οι Υπνοβάτες να δρουν σαν εργαλείο κινητοποίησης και δράσης, απέναντι σε ό,τι μέσα από μια γραμμική ανάγνωση θεωρείται τετελεσμένο. Και τελικά πιθανότατα στις νέες αναγνώσεις αυτών των τόσο ακόμα επίκαιρων βιβλίων στόχος δεν είναι η παρηγοριά, αλλά η κριτική επίγνωση, ως μετασχηματιστική δυνατότητα αλλαγών σε όλα τα επίπεδα του πολιτικού. Εδώ η διακριτική ειρωνεία του Broch επιτονίζει τους κριτικούς δρόμους διατήρησης εναλλακτικών μετασχηματισμών σε στιγμές δυστοπίας, οι οποίοι θα κάμψουν κάθε μυστικιστική τροπή της ιστορίας, κι ας φαίνεται ότι «είμαστε οι τελευταίοι ειδωλολάτρες με φανερά σημάδια υπερκόπωσης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου