6/8/23

Η ποίηση ως θρησκευτικό αποτύπωμα του εγώ

Μιχάλης Μανουσάκης, Τόποι Αλμύρας σε Χρόνους Εσπέρας, 2020, ακρυλικό και κάρβουνο σε ξύλο, 70 x 100 εκ.

Της Βερονίκης Δαλακούρα*
 
ΕΛΕΝΗ ΛΙΝΤΖΑΡΟΠΟΥΛΟΥ, Παραλλαγές στο παράφορο, εκδόσεις Αρμός, σελ. 92
 
Μια ευτυχής σύμπτωση με έφερε κοντά στα βιβλία της Ελένης Λιντζαροπούλου, αρκετό καιρό μετά την έκδοσή τους και αφού άκουγα το όνομά της όχι μόνο ως δημιουργό, αλλά και ως συνάδελφο στην Εκπαίδευση Ενηλίκων. Η αφοσίωσή της στον εθελοντισμό στον δύσκολο χώρο των φυλακών, αποτελεί μαζί με τον κοινωνικό προβληματισμό και την άμετρη ευαισθησία που εκπέμπει η ίδια, το κίνητρο μιας γραφής στην οποία η βαθιά θρησκευτικότητα έχει τον πρωτεύοντα ρόλο.
Εδώ η θρησκεία απεκδύεται τον τύπο, αποκτά όνομα, γίνεται ουσία, η αναζήτηση του Προσώπου χριστός, δηλαδή  εκείνου  «που έχει λάβει το χρίσμα». Κι αυτό δεν μπορεί να είναι  άλλο από την ανάγκη της ανθρώπινης ύπαρξης για προσέγγιση όσων μολονότι υπερβαίνουν την απλή λογική, δημιουργούν ένα κέλυφος προστασίας, μία παρηγορία την οποία πουθενά αλλού δεν μπορεί να βρει.
Η ποίηση της Ελένης Λιντζαροπούλου, λυρική ως προς την εκφορά του λόγου, δραματική όσον αφορά τον ύμνο- οργή του σύγχρονου ανθρώπου, άμεση και συγχρόνως μυστική, απαιτεί από τον αναγνώστη τον κοπιώδη αγώνα και την δική του εσωτερική, συχνά άγονη πάλη για κατανόηση του κόσμου: «Προσκομιδή». Φυσικά και θα σας φέρω/ πορφυρό. Τόσους άταφους νεκρούς/ έχουμε. Μιαν αλήθεια/ και κάτι ακόμη/ που δεν ορίζεται στα φανερά.(Η αναιδής  σκιά,  2017)
Στα ποιήματά της η ζωντάνια και η ζεστασιά των λέξεων μεταμορφώνουν το αφηρημένο σε κάτι απτό, συγκεκριμένο, σε σάρκα. Σάρκα κάποιων που κάποτε υπήρξαν, σάρκα ζώντων, αγαπημένων προσώπων, Αγαπημένου, γιού, συνοδοιπόρου, κάθε είδος έμβιου πλάσματος.  Άλλωστε μόνο έτσι μπορεί ο θνητός να πλησιάσει, έστω από μεγάλη απόσταση, το πρόσκαιρο∙ με την απόλυτη προσήλωση στο ανθρώπινο. Η αποδοχή αφενός της θνητότητας, αφετέρου της ανάγκης για απόλαυση εκείνου που το φθαρτό προσφέρει, απενοχοποιεί  τον έρωτα όταν από θείος μετατρέπεται σε καθαρά σαρκικό: «Γυναίκα  καθώς πρέπει». Ξαφνικά απεκδύομαι τα προσχήματα/ Φορώ τον δερμάτινο σάκο μου κι ακολουθώ/ Η ρομφαία αποκαλύπτει τις προθέσεις./ Κοίτα πόσο καλά τις θυμάμαι/ Μόνο τα ρήματα δεν θυμάμαι. (Παραλλαγές στο παράφορο, 2021)
Και κάπου αλλού, στο ίδιο βιβλίο: «Φανουήλ». Με χτύπησες στον μηρό/ Ποια εσώτερά μου είδες τραύματα και ήρθες;/ Παλεύαμε όλη την νύχτα/ Εγώ εδώ κι Εσύ απών…/ Τώρα μάταια παιανίζουν άσματα/ Εγώ ακόμη πονώ κι Εσύ ακόμη ισχυρίζεσαι πως υπάρχεις.
Αυτή η εξαιρετική ποίηση, πηγαία και άμεση αφού ενεργοποιεί τα ερωτηματικά του αναγνώστη κεντρίζοντας με απόλυτα προσωπικό τρόπο τις αμφιβολίες που γεννά το σώμα και ο μοιραίος προορισμός του, προσφέρει και ένα αίσθημα ανακούφισης. Ταυτίζεται με την ποιήτρια και τις δικές της «αμφιβολίες», αλλά διά μέσου της επώδυνης πορείας επιστρέφει συμφιλιωμένος με την γήινη ύπαρξη: Ώ πότε τελειώνει αυτό; Υπάρχει ηλικία που τελειώνει;// «Άμα χορτάσεις», απαντά η μάντισσά μου, «άμα μόνο χορτάσεις».
Σύγχρονη ποίηση, η οποία απορρίπτοντας τις συμβάσεις της καθημερινότητας, αποδέχεται– και είναι τόσο φυσικό να συνέβαινε το αντίθετο!- τα αδιέξοδα που δεν οδηγούν πουθενά. Εδώ το Εγώ  υπάρχει για να αποκαθάρει, να συναντήσει και να υπάρξει μέσω ενός Έρωτα ο οποίος όσο γήινος και αν είναι, δεν χάνει την επαφή με ό,τι αδυνατούμε να αγγίξουμε:.. Χρόνια λαχτάρησα να  δαγκώσω το λαιμό σου με τα ακοίμητα δόντια μου… Αληθινέ// Μετούσιε// Παράλογε// Χορεύοντας χορό επαφίεμαι στην στιγμή// Θα έρθεις.
 Με στοιχεία ενός ιδιαίτερου μυστικισμού, όσον αφορά την προσέγγιση του καθημέραν βίου τον οποίο μεταμορφώνουν, τα ποιήματα της Ελένης Λιντζαροπούλου απαιτούν εμβάθυνση και πολλαπλή ανάγνωση-αποκρυπτογράφηση. Οι κώδικές της είναι απλοί: με αναφορές σε Παλαιά και Καινή Διαθήκη, γραφές και μύθους, αντιλαμβανόμαστε ότι ο δυισμός της όποιας πραγματικότητας σήμερα, μπορεί να φέρει την νίκη μέσα από την ατομικότητα και την δύναμη που εκπέμπει: …Τίποτα δεν είναι για μένα αρκετό// Ούτε η αλήθεια// Ανάλγητος σαν είναι// Ούτε Τον θέλω, ούτε και Τον συγχωρώ
Αναμφίβολα  είναι  ερωτική  η σχέση με «εκείνο» στο οποίο απευθυνόμαστε  ως ίσος προς ίσο, ως όμοιος με την έννοια της ταύτισης πλάσματος και Δημιουργού. Αυτή η σχέση άλλωστε, η συγκρουσιακή, η αγαπητική, είναι το προαπαιτούμενο της συνύπαρξης σε έναν κόσμο αβέβαιο, χαλασμένο και απορριπτικό, της συνομιλίας  του Εγώ με τα ίχνη- αποτυπώματα τα οποία κάποιος και άλλοι μετά απ’ αυτόν, άφησαν ως δωρεά.
*Η Βερονίκη Δαλακούρα είναι ποιήτρια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου