30/7/23

Δολοπλοκίες του νου

Της Μαρίας Μοίρα
 
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ, Ο καουμπόης του Αλίμου,
Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 155
    
Όταν το πρόσωπο που αντικρύζεις στον καθρέφτη δεν έχει πλέον καμμιά ευδιάκριτη ομοιότητα με το νεαρό σφριγηλό και όμορφο πλάσμα που υπήρξες κάποτε, καθώς εκεί βρίσκεται κάποιος άγνωστος που σε κοιτά μελαγχολικά. Όταν οι έρωτες του παρελθόντος που βιαστικά, επιπόλαια και αναίτια προσπέρασες, ατενίζοντας με προσμονή και αυταρέσκεια ένα μέλλον γεμάτο υποσχέσεις, τώρα, μετά από μήνες ή χρόνια, και χωρίς καμμιά λογική εξήγηση σε επισκέπτονται ξανά, παγιδεύοντάς σε στον ιστό της νοσηρής σαγήνης τους. Όταν τα απελπισμένα επιθανάτια μουγκανητά των ζώων στο σφαγείο της ιδιαίτερης πατρίδας σου, δίπλα στο πατρικό σπίτι, ηχούσαν στ’ αυτιά σου σαν ικεσίες. Κι εσύ που τότε μικρό παιδί, αυτήκοος μάρτυρας του βασανισμού τους, περίμενες αθώος, άπρακτος και λυπημένος τον τελευταίο σπασμό, το ύστατο λάκτισμα, για να γαληνέψεις, σήμερα σε στοιχειώνουν ζητώντας δικαίωση. Παρεισδύοντας σατανικά και ύπουλα στα όνειρά σου, σε μεταμορφώνουν σε καουμπόη στο ράντσο σου στον Άλιμο.
Όταν ο πίνακας του Πιοτρ Πέτροβιτς Κοντσαλόφσκι με τον τσαγκάρη Βησσαρίωνα και την κοφτερή φαλτσέτα του, κρεμασμένος στο σπίτι της όμορφης αγέρωχης Ρωσίδας δασκάλας των αγγλικών, που τότε στην εφηβεία σε μάγευε και σε αλυσόδενε στο ανέφικτο, θα γίνει η μοιραία εμμονή με τις μάσκες και τα προσωπεία που θα κυριαρχήσουν στη ζωή σου. Καθώς μέχρι το βίαιο τέλος θα μπερδεύεις το απολεσθέν αντικείμενο του πόθου σου με τον έρωτα. Όταν τυχαία ασήμαντα περιστατικά, όπως ένα παρατσούκλι που σου φόρτωσαν οι συμμαθητές και σύντροφοί σου ενοχλημένοι από τη διαφορετικότητά σου και ένα αναγκαστικό ψάρεμα με ατυχή έκβαση (αφού το τεράστιο ψάρι ξέφυγε, μέσα σε ένα αιμάτινο αυλάκι) ανακαλύπτεις ότι έχουν ριζώσει βαθιά στο ασυνείδητο και φανερώνονται απρόσκλητα.
Όταν ενοχές χαμένες στη λήθη αφήνουν αόρατα ίχνη και αποτυπώματα που αιμορραγούν στο σώμα και την ψυχή. Όταν μνήμες οδυνηρές και αποσιωπημένες, σκεπασμένες από την τύρβη του χρόνου, μεταμορφώνονται σε επίμονες τυραννικές ερινύες. Πυροδοτούν αίφνης μικρές και μεγάλες τραγωδίες που σε οδηγούν στην ψυχική κατάρρευση κλονίζοντας την ισορροπία σου.
Καλώς ήλθατε λοιπόν στην επικράτεια των μνημονικών ανακλήσεων και αποτιμήσεων. Στην ηλικία των αθέλητων και αναγκαστικών απολογισμών. Ο Ανδρέας Μήτσου, στα εξαιρετικά τρυφερά, ευαίσθητα και παράξενα διηγήματά του, με την ιδιότυπη ατμόσφαιρα, μας δεξιώνεται στην περιοχή της χαρμολύπης. Εκεί όπου οι αυταπάτες της νεότητας δίνουν τη θέση τους στην οδυνηρή επίγνωση ενός αναπόφευκτου τέλους, χωρίς παιάνες νίκης και ιαχές θριάμβου. Εκεί όπου το παράλογο εισβάλλει απρόσκλητο θολώνοντας τα όρια του πραγματικού με το φανταστικό, του έλλογου με το άλογο.
Οι ιστορίες του διατρέχουν όλο το φάσμα της ανθρώπινης μοίρας: το πένθος, την αβάσταχτη απώλεια, την μοναξιά, το γήρας, την ανασφάλεια, την απόσχιση από ανθρώπους, καταστάσεις, χώρους. Συλλέγουν ερωτικές απογοητεύσεις, ιδιορρυθμίες και παραδοξότητες, απονενοημένα διαβήματα, αβίωτους πόνους, σκευωρίες, αναπληρώσεις, ζωτικά ψέματα και ερωτικά υποκατάστατα. Χαρτογραφούν τις οδυνηρές μνήμες που μοντάρονται κάθε βράδυ στα όνειρα, ξανά και ξανά, δημιουργώντας ευφάνταστες παραλλαγές του τραύματος, της κορυφαίας στιγμής, που  στιγμάτισε τον βίο.
Και αυτήν την στιγμή προσπαθεί να ανασύρει και να επικοινωνήσει ο συγγραφέας, χωρίς να προδώσει το βαθύτερο νόημά της: Γιατί μια φράση, ένα ερώτημα, μια ασήμαντη ίσως λεπτομέρεια, μπορεί να είναι ο πυρήνας της κάθε ιστόρησης, η μαγιά της […] Ξεκινά το μυθιστόρημα μ’ ένα μικρούλη ήχο, μια νότα, που απλώνεται ύστερα απαλά, που μεγαλώνει, που αποκτά απρόβλεπτη έκταση. Όμως πάλι μαζεύεται, και ό,τι ακούγεται πια, είναι ο ίδιος, ανεπαίσθητος, ο πρώτος ήχος του. Ένα αχνό βογκητό, ένα παράπονο, ένας αναστεναγμός.
Όταν οι δολοπλοκίες του νου, ο φόβος του θανάτου και οι παραισθήσεις δολοφονούν αυτόν που, εξαιτίας του κορωνοϊού και του εγκλεισμού, ίππευε το άλογό του στην πόλη και τα πέταλά του σφυροκοπούσαν δυσοίωνα την άσφαλτο, ξυπνώντας τους εφιάλτες του μεσονυκτίου. Όταν η λύπη για την ανθρώπινη μοίρα γίνεται μοιρολόι πάνω από τον φρεσκοσκαμμένο τάφο του πατέρα, εκείνου του ανάπηρου στρατιώτη που δεν τον έσωσε ο έρωτας της αγαπημένης του από τις σφαίρες του πολέμου. Όταν η ανάμνηση του ερωτικού παροξυσμού, της ηδονικής μεταρσίωσης γίνεται μανία αυτοχειρίας. Φλόγα που κατακαίει το σώμα, που έπαψε πια να ποθεί και μόνο θυμάται…

Στεφανία Στρούζα, Gold is a Flickering Light, 2023, φύλλα χρυσού imitation,
πλαστικό, μέταλλο, 160 × 90 x 25 εκ., φωτ.: Ζωή Χατζηγιαννάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου