Άποψη της έκθεσης της Ρένας Παπασπύρου «Το πέρασμα του κομήτη: Επεισόδια και εικόνες στην ύλη» στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων. Φωτ.: Μενέλαος Μυρρίλας |
III. Η αυθαιρεσία του βασικού Παραδείγματος
Του Αλέξιου Μάινα*
Το ποίημα δεν δημιουργείται με συναισθήματα, αλλά με λέξεις
(Στεφάν Μαλλαρμέ, 1842-1898)
Είναι ευκολότερο να τεκμηριώσει κανείς απ’ ό,τι να βυθομετρήσει την επίδραση της ιρρασιοναλιστικής θεωρίας του πλατωνικού Ίωνα στον Μπατώ και τους Ρομαντικούς, π.χ. τους αδελφούς Σλέγκελ που πράγματι γνώριζαν τις πλατωνικές θέσεις. Με αρκετή σιγουριά μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η «θυμική θεωρία», ως αντίληψη για την προέλευση-παραγωγή της ποίησης, δεν θα είχε επιζήσει των νοησιαρχικών ενστάσεων συγγραφέων που δεν εξέφραζε η πίστωση του έργου τους στη μούσα, στον οίστρο ή στο συναίσθημα, ως υποτίμηση του συνειδητού σχεδιασμού, των τεχνικών πτυχών και του μακρόχρονου μόχθου τους. Αυτό που εξασφάλισε τη μεγάλη ανθεκτικότητα της «θυμικής θεωρίας» είναι ο ήπιος αλλά καίριος μετασχηματισμός της σε «υποκειμενική θεωρία», με τη στροφή από τον πλατωνικό Ίωνα στο τρίτο βιβλίο της Πολιτείας [ένα σημείο που έχω αναπτύξει αλλού]. Παρόλα αυτά, οφείλει κανείς να παρατηρήσει ότι η θυμική ή η υποκειμενική θεωρία από τη μία, και η νοησιαρχική από την άλλη, δεν κινούνται στο ίδιο επίπεδο, γιατί μόνο οι πρώτες συγκροτούνται ως απάντηση στο ερώτημα «τι είναι η ποίηση ως γένος της λογοτεχνίας;», κατονομάζοντας ή επινοώντας μια differentia specifica.
Η ανθεκτικότητα της «υποκειμενικής θεωρίας» οφείλεται εξάπαντος και στο ενδιαφέρον της για το κείμενο, εντεύθεν καταγωγικών μεταφυσικών υποθέσεων για τη γενετική συγγένεια της ποίησης με άλλες τέχνες, εντεύθεν των δυσδιάκριτων ψυχοδυναμικών συνιστωσών της παραγωγής και κάθε ψυχολόγησης της δημιουργίας ή της πρόσληψης, με τον επαναπροσανατολισμό στο ερώτημα του πραγματικού αντικειμένου ή θέματος της ποίησης (όπως το είχε θέσει ο Μπατώ, και πριν από αυτόν –για τα άλλα δύο γένη– ο Αριστοτέλης), ένα ερώτημα συμβατό με κάθε αφήγημα περί της καταγωγής του γένους ή του τρόπου της καθημερινής δημιουργίας. Δημιουργία και πρόσληψη παραείναι ασταθή φαινόμενα για να αποτελέσουν στέρεα βάση γενολογικής αυτονόμησης οιοδήποτε τύπου κειμένων: Όλες οι σύγχρονες θεωρίες οντολόγησης της ποίησης ως διακριτού γένους επικαλούνται και παραπέμπουν στο κείμενο ως μάρτυρα για την εξαγωγή ή την προβολή των συμπερασμάτων τους, που είναι συνήθως πια διαγνώσεις γλωσσικής ή μορφικής ιδιοπάθειας: linguistic turn υπήρξε και στη θεωρία της ποίησης – το βραδυφλεγές φιτίλι της ανάβει ο Μαλλαρμέ τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Τις δε μεταφυσικές αυθαιρεσίες του 18ου και μεγάλου μέρους του 19ου αιώνα ανέλαβαν πια εξ ολοκλήρου να διαπράττουν οι ίδιοι οι ποιητές: τα αυτοσχόλια θεωρητικότροπης απολογητικής και, πρωτίστως, τα λεγόμενα ποιήματα ποιητικής υπήρξαν έκτοτε το συναρπαστικότερο αυτοάνοσο της ποίησης.
Επανέρχομαι στο βασικό μου μονοπάτι, στη φρυκτωρία που πρωτάναψε ο Μπατώ: Χωρίς να υπάρχει λογική αναγκαιότητα, γεγονός είναι ότι η «υποκειμενική θεωρία» της ποίησης από τους γερμανούς Ιδεαλιστές κατά κανόνα διατυπώθηκε με όρους «εκφραστικής θεωρίας», δηλαδή στενά συνδεδεμένη με το πρόσωπο που εκφράζεται, τον ποιητή. Ήδη ο Μόζες Μέντελσον (1729-1786) είχε γράψει ότι «αντικείμενο του ποιητή είναι ο εαυτός του». «Ο αναπαραστημένος είναι ο αναπαριστών» το διατυπώνει ο Σοπενχάουερ. Ο Έγελος, αν και όπως ο Σίλλερ αναζητά κάτι καθολικότερο στην έντεχνη άρθρωση του ατομικού, επισημαίνει ομοίως: «Στην ποίηση ικανοποιείται η ανάγκη τής καθ’ εαυτόν έκφρασης και του αφουγκρασμού της ψυχής κατά την εξωτερίκευση του εαυτού της». Ακόμα και ο Νίτσε το 1872 θεωρεί ότι «οι εικόνες του ποιητή δεν είναι τίποτα άλλο από τον ίδιο του τον εαυτό, τρόπον τινά απλώς διαφορετικές υποστασιοποιήσεις του, που του επιτρέπουν να λέει εγώ ως το κινούν κέντρο του κόσμου εκείνου». Η αντίληψη της ποίησης ως του συγγραφεοκεντρικά «υποκειμενικού γένους» (σε αντίθεση με τα άλλα γένη, όπου «ο αναπαριστών κρύβεται και εντέλει εξαφανίζεται ολότελα πίσω απ’ την αναπαράσταση», κατά τον Σοπενχάουερ) είναι αυτή που θα επικρατήσει ώς τις μέρες μας σε διάφορες παραλλαγές, μία από της οποίες είναι η «βιωματική θεωρία» του Ντίλταϋ, στο πλαίσιο της Φιλοσοφίας της ζωής των αρχών του 20ου αιώνα. Πρόκειται για μια ψυχολογική θεωρία νοηματοδότησης των εμπειριών του από τον ποιητή, μια υπαρξιακή ερμηνευτική που θα υιοθετήσει ως θεωρία και ο Ρίλκε: «Οι στίχοι δεν είναι, όπως νομίζει ο κόσμος, συναισθήματα (αυτά τα έχει κανείς από πολύ νωρίς) – είναι εμπειρίες».
Η ίδια αντίληψη και οικογένεια θεωριών για την ποίηση ευθύνεται και για την ιδέα της απομόνωσης, της εσωστρέφειας και της ακοινωνικότητας του ποιητή, καθώς «η ποιητική τέχνη είναι η κατεξοχήν σφαίρα της αυτοπαρατήρησης και της αυτοσυνειδησίας» (Σέλλινγκ), «στρέφεται στον εσωτερικό άνθρωπο, στη διάθεση, όχι στην εξωτερική έκφανση της διάθεσης» (Άιχενντορφ), «ο ποιητής κοιτάζει με ζωντάνια και περιγράφει μόνο τη δική του κατάσταση» (Σοπενχάουερ), «ο δημιουργός πρέπει να είναι ένας κόσμος για τον εαυτό του, να τα βρίσκει όλα εντός του και στη φύση» (Ρίλκε), «το ποίημα είναι πάντα ένα ερώτημα για το εγώ» και «μια αναχωρητική τέχνη» (Γκότφρηντ Μπεν), η ποίηση πρωτογενώς είναι «κάτι αντίθετο προς την κοινωνία, κάτι πράγματι ατομικό» (Αντόρνο), ή, με υπερπλεονάζοντα ζήλο, «τον ποιητή τον ενδιαφέρει μόνο το εγώ του […] γι’ αυτόν υπάρχει μόνο το μη-κοινωνικοποιημένο, μονήρες εγώ»» (Γκύντερ Άιχ).
Γεγονός είναι, ότι με τον καιρό έχουν σβηστεί στο γραμματολογικό και το συλλογικό ασυνείδητο τα ίχνη της σχετικής αυθαιρεσίας του Μπατώ, που συνέδεσε πρώτος κάποιους αστέγαστους κειμενικούς τύπους –ειδών που προηγουμένως ορίζονταν κανονιστικά με βάση ξεχωριστές οδηγίες φόρμας και ρητορικές συστάσεις ύφους ή μέτρου για το καθένα– με έναν συγκεκριμένο θεματικό άξονα: τον ψυχισμό. Γεγονός είναι, επίσης, ότι ακόμα και η περιστασιακή μετακίνηση του αρχικού ορισμού του Μπατώ από τον άξονα του θεματικού αντικειμένου της ποίησης, δηλαδή της έκφρασης του συναισθήματος –ως causa obiectiva– (i.) σε αυτόν της προέλευσης ή του τρόπου της συγγραφής (η έκφραση από το συναίσθημα –ως causa efficiens–), π.χ. στους Χέρντερ και Γκέρστενμπεργκ δύο δεκαετίες μετά, και αργότερα σε κάποιους από τους Ρομαντικούς· όπως επίσης (ii.) η μεθερμηνεία των Ιδεαλιστών που εστιάζει στην υποκειμενικότητα, σε τελική ανάλυση υπονομεύουν και αίρουν τη δυνατότητα διάκρισης της ποίησης από τα άλλα γένη. Καθώς αντιστοίχως: (i.) μεγάλο μέρος της συγγραφής, και γενικότερα της τέχνης ως έκφρασης, έχει άμεσα ψυχική αιτιολογία, και (ii.) όλη η λογοτεχνία πραγματώνεται υποκειμενικά, μέσα από την οπτική, το κοσμοείδωλο και τον ψυχισμό ενός προσώπου. Γιατί με τον ίδιο τρόπο που στις αρχές του 20ου αιώνα ο ποιητής ως φωνή εκτοπίζεται από το «ποιητικό εγώ» (ως ρόλος πλέον ή απλά ως γραμματική δομή) του κειμένου, εκτοπίστηκε και ο πεζογράφος από τον θεσμό/φωνή του αφηγητή, π.χ. στον Εκλεκτό του Τόμας Μαν.
Και στις δύο περιπτώσεις δε, χρειάστηκε να συνειδητοποιήσουμε ότι τα σχόλια και η φαινομενική οπτική ενός «ποιητικού εγώ» (ο όρος εισάγεται από τη Μαργκαρέτε Ζούσμαν το 1910) ή ενός «αφηγητή» αντιστοίχως, όπως και ό,τι υπάρχει μέσα στο έργο είναι μέρος του έργου (ως δομής), όχι σχολιασμός κάποιων πτυχών του, όχι ερμηνεία πλοκής, εικόνων ή συνθηκών. Η λογοτεχνία δεν είναι ετερόκοσμος, γιατί δεν παρουσιάζει άμεσα έναν κόσμο, αλλά ένα πρόσωπο που τον παρουσιάζει. Δεν είναι ούτε αυτός ούτε ένας άλλος κόσμος, αλλά βίωση κόσμου. Αυτό που καταθέτει πρωτίστως ο ποιητής ή ο «πεζογράφος» [ο όρος είναι ανακριβής, γιατί το «πεζό» ή αλλιώς «πρόζα» είναι τρόπος –μη ένστιχης– οργάνωσης του λόγου επί της σελίδας, όχι λογοτεχνικό γένος], όπως και ο ζωγράφος, δεν είναι το αντικείμενο, αλλά η οπτική, ο τρόπος θέασης και αντίληψης, που δεν είναι μια επιλογή ανεξάρτητα από ή μετά το αντικείμενο (post rem). Έτσι, η απόφανση του Έγελου ότι «στην πεζογραφία [Epik ή epische Poesie – στα νέα ελληνικά δεν υπάρχει όρος δίπλα στο δράμα και την ποίηση για την αφηγηματική γραφή/εποποιία] οδηγεί η ανάγκη να αφουγκραστούμε το πράγμα, που ξεδιπλώνεται μόνο του απέναντι στο υποκείμενο ως μια αντικειμενικά εν εαυτώ ολοκληρωμένη ολότητα», αποτελεί επινόημα της ίδιας συστημικής προσπάθειας αντίστιξης με την ποίηση και δεν πείθει ουδόλως, γιατί προϋποθέτει έναν Ρεαλισμό λογοτεχνικών αντικειμένων. Όμως έξω από την αφηγηματική οπτική το αντικείμενο δεν υπάρχει, γιατί δεν υπάρχει ένας περικειμενικός κόσμος ante nomima, ένας κόσμος γύρω και ανεξάρτητα από αυτό που εκφράζεται, που είναι ακριβώς η θεώρηση του αντικειμένου. Esse est percipi. Έτσι, όλη η λογοτεχνία είναι ιδεαλιστική – ή, όπως θα έπρεπε να ομολογήσει ο Ιδεαλιστής του 19ου αιώνα με βάση τον ορισμό του: είναι «ποίηση».
*Ο Αλέξιος Μάινας είναι ποιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου