Μια
επανανάγνωση της ταινίας του Βιμ Βέντερς (1984)
Από την έκθεση του Γιάννη Κουνέλλη στην Fondazione Prada στη
Βενετία
|
ΤΗΣ ΒΕΡΑΣ ΠΑΥΛΟΥ
Το καλοκαίρι σημαδεύτηκε από
επανεκδόσεις ταινιών. Μία ανασκόπηση στην τριακονταετία, τις αλλαγές και
καταρρεύσεις, δείχνει να είναι ανυπέρβλητη ανάγκη για επανεπινοηθεί η ζωή μας. Η
θέαση της ταινίας Παρίσι-Τέξας σε έναν από τους ιστορικότερους κινηματογράφους
των Εξαρχείων, στην ταράτσα του Βοξ, υπήρξε τελετουργία. Το αρχικό πλάνο με τον
πρωταγωνιστή σε μία «έρημο» με τον απόκρημνο βράχο, ανακινεί τα εσωτερικά τοπία
ερήμωσης του σύγχρονου τρόπου ζωής, του διαλυμένου κοινωνικού ιστού και των
πρωταρχικών παιδικών βιωμάτων που ξεδιπλώνονται στην πορεία. Είναι τα πρώτα
τοπία που δομούν τον ψυχικό «τόπο» πάνω στον οποίο θα βαδίσει ο Χάρι Ντιν
Στάντον (Τράβις) διασταυρωνόμενος με τα απάνθρωπα τοπία των σύγχρονων πόλεων
(βλέπε η Αλίκη στις Πόλεις του
Βέντερς).
Το Road movie στο
οποίο κατατάσσεται η ταινία είναι περιπλάνηση με αφετηρία τον εαυτό, στις
σχέσεις και στον κοινωνικό δεσμό. Ο πρωταγωνιστής, μετά από τέσσερα χρόνια απουσίας,
βρίσκεται μπροστά στον αδελφό του, βουβός. Η ομιλία που εξανθρωπίζει και
συνδέει έχει χαθεί. Μοναδικό στίγμα επικοινωνίας ένα χαρτάκι: Παρίσι. Ποιος δεν
σκέφτηκε την πόλη του φωτός; Και όμως πρόκειται για το ασήμαντο Παρίσι του
Τέξας, γενέθλιο τόπο του Τράβις. Κορυφαίο εύρημα, μία κουκκίδα στο χάρτη που
είναι όμως η γενέτειρα και οι απαρχές της ψυχικής ζωής (les origines, βλ. Πιέρα Ωλανιέ, Γέννηση ενός σώματος, καταγωγή μιας ιστορίας,
εκδόσεις Άγρα). Ο Τράβις χαμένος στο χωρόχρονο αναζητά απεγνωσμένα να βρεθεί
στον τόπο όπου τον «συνέλαβαν», όπως λέει, οι γονείς του. Αδύνατο να τον καταλάβει
ο ίδιος του ο αδελφός, που τον περιμαζεύει, όπως περιμάζεψε τον οκτάχρονο ανιψιό
του που εγκαταλείφθηκε αρχικά από την μητέρα και στη συνέχεια από τον πατέρα
του. Τον μεγαλώνουν μαζί με την γυναίκα του. Ο Τράβις αναζητά τη «ρίζα» του στην
αχανή Αμερική. Ο δικός του πατέρας εγκαταλείφθηκε επίσης από την γυναίκα του, που
είχε σχέση με το ευρωπαϊκό Παρίσι. Συμπτώσεις σημαινόντων και επαναλήψεις που
διαλύουν, βουβαίνουν, ερημώνουν.
Εγκατάλειψη, το κεντρικό σημαίνον
της ταινίας, πολλαπλασιαζόμενο καθώς ξετυλίγεται το κουβάρι. Γύρω από το
ερώτημα του «πατέρα» και της «πατρίδας». Λέξεις φτιαγμένες από το ίδιο υλικό, «πατ»…
Η πατρότητα στην καρδιά της ύπαρξης ενός άντρα και της σχέσης με τον τόπο και
την ιστορία. Τι είναι ένας πατέρας; Ο Τράβις αναρωτιέται για την πατρική
λειτουργία που δεν του έχει κληροδοτηθεί, με αποτέλεσμα να σπέρνει διάλυση στην
δική του οικογένεια. Και όμως από το “πουθενά” αναδύεται η επιθυμία. Να ψάξει
το γιο του. Ο μικρός, που αν και μεγαλώνει με τους θείους «ξέρει», αναμένει πάντα
την συνάντηση. Παίρνει θέση. Ακολουθεί κρυφά τον πατέρα σε αναζήτηση της μητέρας,
με την οποία επιλέγει να μείνει.
Το οδοιπορικό πατέρα-γιου είναι
ευκαιρία να γνωριστούν. Όπως λέει ο Τράβις, ο γιος του, του μαθαίνει εξ αρχής πώς
να είναι πατέρας… Σημαίνον της σύγχρονης εποχής η αντιστροφή των ρόλων και η
αναμονή από το γιο της ανάδυσης ενός πατέρα συμβολικού –σε αντίθεση με την
σύγκρουση με τον πατέρα στην εποχή του Οιδίποδα– που με την παρουσία του και τον
σεβασμό στο νόμο και την αλήθεια που δομεί τις σχέσεις, στηρίζει την επιθυμία
για ζωή με την έννοια της προσμονής εκείνου που δεν έχει ακόμη φανεί (βλ.
Μάσιμο Ρεκαλκάτι, To σύμπλεγμα του Τηλέμαχου, Παιδιά και
γονείς μετά τη Δύση του πατέρα, εκδόσεις Κέλευθος).
Το δεύτερο μέρος της ταινίας έχει
δύο εξαιρετικές σκηνές. Στην πρώτη
ο πατέρας μιλά ξαπλωμένος σε
καναπέ, ο γιος σε καρέκλα, μετωνυμία του ψυχαναλυτικού ντιβανιού. Η δεύτερη, η συνάντηση
με τη γυναίκα του (Ναστάζια Κίνσκι). «Εργάζεται» σε χώρο ερωτικών υπηρεσιών. Ο
πελάτης βλέπει από το τζάμι την κοπέλα και μιλούν στο τηλέφωνο ενώ εκείνη δεν τον
βλέπει. Ο Τράβις αποκαλύπτει την ταυτότητά του σταδιακά μέσα από κοινούς
κώδικες της σχέσης τους και η κατάληξη είναι συγκλονιστική. Μία βαθιά ερωτική
εξομολόγηση που συνδέει ένα ζευγάρι που αγαπήθηκε πολύ αλλά τα τραύματα
εμποδίζουν τη συνεύρεσή τους. Το τζάμι που διαμεσολαβεί τη συνομιλία εκφράζει
τον καθρέφτη όπου ο καθένας αντανακλά το είδωλό του (κατοπτρικό-φαντασιακό) δίχως
να μπορεί να δει τον άλλο. Παραμένει η ομιλία, το συμβολικό, που κάτι επανορθώνει.
Ακολουθεί η προτροπή να βρεθούν
με το γιο τους σε ξενοδοχείο. Η μητέρα εγκαταλείπει το «επάγγελμα», σε ανάμνηση
της αγάπης που είχε απωθηθεί. Ο πατέρας τους χαιρετά από το παράθυρο και
συνεχίζει την περιπλάνηση.
Ο πατέρας, η πατρίδα, το ζευγάρι,
ο έρωτας, η οικογένεια, το τραύμα. Σε μια σύνθεση εξαιρετικά επίκαιρη. Η γενιά
των τραυμάτων στο βαθμό που δεν μπορεί να τα διαπεράσει και να κάνει το πένθος
των απωλειών συνεχίζει ως πλάνητας[1] στο ερημωμένο
τοπίο που όμως το έχει γλυκάνει η αγάπη. Τουλάχιστον ο πατέρας ως λειτουργία «επιστρέφει»
με τον τρόπο που μπορεί, ώστε να δώσει στο γιο του τη μητέρα που στερήθηκε, αναγκαία
για την ψυχική του συγκρότηση. Ο Βέντερς «σώζει» το παιδί, το οποίο ανέγγιχτο
από το τραύμα, ως φορέας μιας άλλης γενιάς, παιδί-σοφός, διερχόμενο σιωπηρά τα
αδιέξοδα των γεννητόρων του τούτη την εποχή διάλυσης των δεσμών, αποτελεί φάρο στο
δυστοπικό μέλλον.
Η Βέρα Παύλου είναι ψυχαναλύτρια
[1] Tο αινιγματικό λογοπαίγνιο του Ζακ
Λακάν, Les non dupes errent
(παίζει με το Les noms du père - Τα
ονόματα του πατέρα) θα μπορούσε να μεταφραστεί ως: “εκείνοι που δεν αφήνουν να
ξεγελαστούν, με την έννοια να αφεθούν σε εκείνο που δεν γνωρίζουν και στον
Άλλο, περιπλανώνται ή πλανώνται”…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου