Ένα συνοπτικό οδοιπορικό στα
περιοδικά σύγχρονης τέχνης της μεταπολίτευσης
Μέρος 1ο
Ευτύχης Πατσουράκης, Almost invisible 04, 2019, μελάνι σε φωτογραφία, 14,1 x 19,2 εκ., παραχώρηση της γκαλερί Rodeo |
ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΤΡΑΜΠΟΥΛΗ
Επίμονα, οραματικά, συνήθως
βραχύβια και αποσπασματικά, κάποια με διάρκεια στο χρόνο και φθίνουσα αύρα έως
ότου η κόπωση του εκδότη τους και η αλλαγή της εποχής να την εξαντλήσουν
οριστικά, άλλα μαχητικά και άλλα με ουδετερότητα διατυπωμένη με οπλοστάσιο
κριτικής θεωρίας σε πολυτελή τετραχρωμία, τα εικαστικά περιοδικά παρέχουν,
περισσότερο από τους λίγους καταλόγους και τις ακόμη λιγότερες μονογραφίες ή
ιστορικές και θεωρητικές αποτιμήσεις, το πιο πρόσφορο υλικό για να κατανοήσουμε
το πεδίο της σύγχρονης τέχνης στην μεταπολιτευτική Ελλάδα. Είναι πολλά όσα
μπορεί κανείς να εξιστορήσει μιλώντας για την τέχνη που υποστήριξαν, τις
εκδοτικές επιλογές, την κειμενική πολιτική τους και για κάθε είδους λεπτομέρειες
που ξεπροβάλλουν εδώ κι εκεί καθώς ξετυλίγεται το διακριτικό διάνυσμα του χρόνου:
σημαντικές υπογραφές μιας εποχής λησμονημένες πια, ειδησάρια υποβαθμισμένα τότε
στις πίσω σελίδες για γεγονότα που τελικά συνέβαλαν σε μια σημαντική αλλαγή
παραδείγματος, ενθουσιασμοί που με τον καιρό φάνηκαν κωμικοί και πάθη που
έμειναν χωρίς αντίκρισμα. Τα περιοδικά και η άβολη αισιοδοξία τους μας διδάσκουν
πολλά για το πεδίο της σύγχρονης τέχνης που πασχίζει να ορίσει τις μορφές της
παλεύοντας ανάμεσα στο εντόπιο και το διεθνικό· που αναζητά το καλλιτεχνικό και
πολιτικό της εκτόπισμα γνωρίζοντας πως οι αντισυμβατικές της προθέσεις βρίσκουν
το καλύτερο κοινό τους στο υψηλό πολιτιστικό και οικονομικό κεφάλαιο· που ενώ
κινείται εδώ και σαράντα χρόνια προς όλο και μεγαλύτερη εκφραστική, καλλιτεχνική,
πολιτισμική αυτονομία, έναντι όχι μόνον των άλλων τεχνών αλλά και έναντι του
ευρύτερου πεδίου των εικαστικών, φαίνεται να είναι όλο και δυσκολότερο να
εξασφαλίσει την οικονομική της αυτοτέλεια και την επαγγελματική αυτάρκεια των
συντελεστών της.
Ακόμη περισσότερο η μελέτη των
περιοδικών μας επιτρέπει ενδεχομένως να κατανοήσουμε δια της σύγχρονης τέχνης
την μεταπολιτευτική Ελλάδα. Ποιο είναι το νήμα που ενώνει δύο εποχές; Αφενός, το
πρώτο τεύχος του περιοδικού «Σήμα» τον Φεβρουάριο του 1975 που διεκδικούσε «Να
κινδυνεύουμε. Αυτή η γεύση του κινδύνου, μασκαρεμένου με εκκαθαρίσεις,
αποκαθαρίσεις, εγκαταστάσεις, αποκαταστάσεις, […] εθνικούς (πάλι) κινδύνους
καθορίζει και τους τρόπους έκφρασης και διαλόγου του ΣΗΜΑΤΟΣ», συναρθρώνοντας
λίγους μήνες μετά την πτώση της δικτατορίας τα εικαστικά με τη λογοτεχνία και
το θέατρο, ως μέρος μιας σύγχρονης οργισμένης πολιτιστικής παραγωγής,
σκανδαλωδώς διαφορετικής και από την εθνικόφρονα κουλτούρα της χούντας και από
την αριστερή ορθοδοξία. Αφετέρου, το πρόσφατο, αχρονολόγητο τεύχος του έντυπου
και διαδικτυακού περιοδικού εικαστικών και λογοτεχνίας a glimpse of (new narratives for the now) με θέμα το σύμπτωμα που σημειώνει: «Τα
συμπτώματα μπορεί να είναι σημαντικά εργαλεία. Τα πρώιμα συμπτώματά μου ήταν
υπερβολικά ανταγωνιστικά, τα μεταγενέστερα συμπτώματά μου ήταν υπερβολικά διαρθρωτικά
ενώ τα πρόσφατα συμπτώματά μου είναι υπερβολικά προβλέψιμα, οπότε τα τρέφω
καθημερινά για να ολοκληρώσουν τη δουλειά τους και να προχωρήσουν, εκεί όπου
ούτε εγώ ούτε εκείνα θα προσδιορίζουμε την εργασία που είναι να γίνει». Ή το τεύχος
11 του περιοδικού ΦΡΜΚ, το καλοκαίρι του 2018, που για να απαντήσει στην ολοένα
και πιο πιεστική διεθνή και εγχώρια απαίτηση προς τους Έλληνες εικαστικούς και
συγγραφείς να διαχειριστούν την κρίση και τις κοινωνικές εντάσεις με όρους
πολιτικής κυριολεξίας επέμενε στην: «πολιτικότητα [που παράγεται] από την
πολλαπλότητα των οπτικών, την επιμονή στην αναζήτηση του νοήματος, τον
συγκερασμό της ατομικής με τη συλλογική εμπειρία». Και τι μπορεί να μας πει η
διαπίστωση πως η σύγχρονη τέχνη απέκτησε τη μεγαλύτερη αυτονομία και ισχύ της κάθε
φορά που επανέφερε τη συνάφειά της με την ποίηση όχι μόνον ως λησμονημένη
συγγένεια αλλά και ως επιτακτικό αίτημα;
Η καταβύθιση στην ιστορία, στο λόγο
και τις μορφές των εικαστικών περιοδικών παρέχει μια πολυεπίπεδη και αναπάντεχη
αφήγηση της σύγχρονης τέχνης και ευρύτερα του σύγχρονου πολιτισμού που άλλες
φορές θυμίζει αισιόδοξο bildungsroman και άλλες πικαρέσκα περιπλάνηση, μη γραμμική, όλο επεισόδια, εγκιβωτισμούς,
κορυφώσεις, ρήξεις και χάσματα. Η λεπτομερής και μεθοδολογικά αυστηρή εξιστόρησή
της ξεπερνά κατά πολύ τις δυνατότητες και τα όρια αυτού του κειμένου και του
συγγραφέα του. Με κάποια αυθαιρεσία και υποκειμενική επιλεκτικότητα, ας
παραθέσω εδώ πέντε συνοπτικά στιγμιότυπά της, ελπίζοντας πως θα βρεθεί ικανός
αφηγητής για να καταγράψει κάποτε τους πρωταγωνιστές και τις ημεροφαντασίες
της.
Θεογονία
Σε ιδιαίτερο σχήμα 42 χ 25 εκ, με
εκδότη τον πολιτικό μηχανικό Νίκο Παπαδάκη, ιδιοκτήτη της γκαλερί Πολυπλάνο,
και εκδοτική ομάδα που αποτελούσαν περισσότερο ποιητές παρά κριτικοί τέχνης ή
εικαστικοί (ο Δημήτρης Νόλλας, η Νατάσα Χατζηδάκη, ο Μιχάλης Μήτρας), το
περιοδικό Σήμα που εκδόθηκε λίγο μετά την πτώση της δικτατορίας, θα
μπορούσε να λογιστεί μια από τις εναρκτήριες στιγμές της ελληνικής σύγχρονης
τέχνης. Το Σήμα φυσικά δεν έχει την ιδρυτική βαρύτητα που είχαν οι
«Τρεις προτάσεις για μια νέα ελληνική γλυπτική», η έκθεση στη Βενετία των
Βλάσση Κανιάρη, Νίκου Κεσσανλή και Δανιήλ σε επιμέλεια Pierre Restany το 1964. Ή τον πυρηνικό ρόλο που διαδραματίζει από το 1971 και για πάνω από
20 χρόνια η Γκαλερί Δεσμός. Μας επιτρέπει όμως να ξεκινήσουμε την αφήγησή μας
(ίσως όχι από τη σκοπιά της ιστορίας της τέχνης αλλά από ποια σκοπιά;) από την
μεταπολίτευση, στιγμή πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής πύκνωσης.
Με την μεταπολίτευση αλλάζει ριζικά
η κοινωνική καταγωγή των δρώντων υποκειμένων του πεδίου της τέχνης, το
πολιτισμικό και οικονομικό κεφάλαιό τους, οι σπουδές και η κινητικότητά τους·
διατυπώνονται θεσμικά αιτήματα: αλλάζει ο νόμος πλαίσιο για το Επιμελητήριο
Εικαστικών Τεχνών, αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον για την ίδρυση Μουσείου
Σύγχρονης Τέχνης, τίθεται επιτακτικά η δημιουργία επιπλέον σχολών καλών τεχνών·
αναπτύσσονται καινούργιοι διάλογοι των εικαστικών τεχνών με τις όμορές τους
τέχνες, την πολιτική και την ιστορία και άλλοι σταδιακά φθίνουν ή καθίστανται
παρωχημένοι, όπως η αναζήτηση της ελληνικής ταυτότητας. Το Σήμα θέτει τα
εικαστικά ως μέρος μιας καινούργιας συνολικής κουλτούρας όπου το σύγχρονο της
σύγχρονης τέχνης δεν νοείται, όπως σήμερα, σε αντιδιαστολή με το μοντέρνο αλλά
ως ρήξη, μακριά και από την στράτευση της κομμουνιστικής αριστεράς και από την
εθνικοφροσύνη του ελληνικού μοντερνισμού. Ήδη από το πρώτο τεύχος η θεματολογία
του περιλαμβάνει αφιερώματα στον φεμινισμό και το American Living Theatre, το δεύτερο τεύχος πρόταση για τη δημιουργία
Οργανισμού Πλαστικών Τεχνών και μεγάλο αφιέρωμα στα κόμιξ.
Το Σήμα περιλαμβάνει για
πρώτη φορά τις αστικές κουλτούρες ως μέρος της τέχνης, στην πραγματικότητα η
σύγχρονη τέχνη του Σήματος δεν είναι άλλη από την αστική εμπειρία. Βέβαια, ήδη
από το 1970, το ενιαύσιο περιοδικό «Θέματα χώρου και τεχνών» του Ορέστη
Δουμάνη, συνδέει τη σύγχρονη τέχνη με
την αρχιτεκτονική και τη διακόσμηση, ως μέρος δηλαδή μιας συνολικής κουλτούρας
επανασχεδιασμού του καθημερινού βίου. Το Σήμα όμως δίνει ιδεολογικό
χαρακτήρα σε αυτόν τον επανασχεδιασμό. Δεν είναι τυχαίο που διεκδικεί την
κληρονομιά του περιοδικού Πάλι, του κατεξοχήν συμβόλου της ελληνικής
αντικουλτούρας της δεκαετίας του 60, επανεκδίδοντας το 1977 τα τεύχη του σε ένα
ενιαίο τόμο. Ούτε ότι στο ένατο τεύχος του, τον Σεπτέμβριο του ’75,
κάνει αφιέρωμα στο ελληνικό underground με τον τίτλο «Η σκηνή» που υπονοεί πως
το underground είναι ζώσα πραγματικότητα. Το αφιέρωμα αυτό στοιχίζει στο Σήμα μια
από τις πιο πρώτες δικές λογοκρισίας της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα και
εγκαινιάζει μια εμμονική έκτοτε ενασχόληση της ελληνικής σύγχρονης τέχνης με το
underground, η οποία στην πραγματικότητα είναι ένα αίτημα αναζήτησης μιας παράδοσης
αστικής διαστρωμάτωσης και εναντίωσης, συμπληρωματική με την κουλτούρα του lifestyle που θα
εμφανιστεί δέκα χρόνια αργότερα.
Το Σήμα θα βγάλει 18 τεύχη
στην πρώτη του περίοδο έως το 1977, θα επανεκδοθεί το 1979, επικεντρωμένο αυτή
τη φορά στα εικαστικά, ενώ θα υπάρξει και τρίτη, μάλλον συμβατική και χλιαρή,
περίοδος από το 1991 έως το 1992. Ωστόσο, το Σήμα της πρώτης περιόδου θα
θέσει, αδιαμόρφωτα βέβαια ακόμη, τα περισσότερα ζητήματα που θα απασχολήσουν
στα μελλοντικά χρόνια τη σύγχρονη ελληνική τέχνη: την αναζήτηση του σώματος,
την πολιτική της πόλης, τη διαμόρφωση θεσμών.
*Το δοκίμιο «Από τον επανασχεδιασμό
στην απεδαφικοποίηση» συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο της έκθεσης The Same River Twice που διοργανώνεται
από το Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ και το NEW MUSEUM της Νέας Υόρκης σε συνεργασία με το Μουσείο
Μπενάκη. Η ελαφρώς εκτεταμένη αυτή
εκδοχή του με τον τίτλο «Η άβολη αισιοδοξία» θα δημοσιευτεί σε τέσσερις
συνέχειες στις "Αναγνώσεις" της Αυγής. Στο επόμενο επεισόδιο: Σπείρα, Εικαστικά, Μαύρο Μουσείο, Κοντροσόλ στο Χάος, Βαβέλ.
Ο Θεόφιλος Τραμπούλης είναι
συγγραφέας και επιμελητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου