4/8/19

Η ιστορικότητα της αλληλεγγύης

Ελένη Κουνανάκη, Η πόλη μέσα στην πόλη


ΤΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

ΛΙΛΥ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗ, Ο ειρωνικός θεατής: η αλληλεγγύη χτες και σήμερα, μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, εκδόσεις Νήσος, σελ. 387

Αν είναι απαραίτητη η παρακολούθηση της ιστορικής πορείας και των αλλαγών, στους τρόπους με τους οποίους εκφράζεται η αλληλεγγύη στους «ευάλωτους πληθυσμούς» από τις Μ.Κ.Ο, άλλους θεσμικούς οργανισμούς και τα Μ.Μ.Ε, τότε το βιβλίο παρέχει ολοκληρωμένη βιβλιογραφική κάλυψη αυτών των θεμάτων. Σε αυτό καταγράφονται οι κομβικές αλλαγές στις κατασκευές του ανθρωπισμού και της φιλανθρωπίας, αλλά επιπλέον αναλύονται εκτενώς οι εμπορευματικοποιημένες εκδοχές τους με βάση την καπιταλιστική οργάνωση του Δυτικού κόσμου, οι αποπολιτικοποιημένες κατευθύνσεις τους, καθώς και οι σύνθετες ιδεολογικές τους συνέπειες. Επαρκώς, λοιπόν, εντοπίζονται οι κομβικές ιστορικές στιγμές των μετατοπίσεων κάθε συλλογικής θεσμικής απόπειρας της Δύσης να στηρίξει ομάδες και κράτη σε «κρίση», με βάση τα προτάγματα του διαφωτισμού για ισότητα, αλληλεγγύη, αδελφοσύνη. Η συγγραφέας ορθώς εντοπίζει τις αλλαγές στην ηθική της αλληλεγγύης με τη μετάβαση από δραματικές ρεαλιστικές απεικονίσεις της ανθρώπινης κατάστασης ως αυτό που συμβαίνει στους άλλους, σε πιο υποκειμενικές αναπαραστάσεις της οδύνης. Οι αναπαραστάσεις αυτές λειτουργούν ως αφορμές αναστοχασμού της δικής μας κατάστασης. Χρησιμοποιώντας τον ορισμό του Rorty (1989) για την ειρωνεία ως αποστασιοποιημένο δισταγμό σε κάθε ισχυρισμό αλήθειας, η Χουλιαράκη παρατηρεί «μετατόπιση από μια ηθική του οίκτου προς μια ηθική της ειρωνείας» (σ. 21).
Έτσι, ενώ πριν κάθε ανθρωπιστική ενίσχυση σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο προσανατολίζονταν στο ηθικό καθήκον στήριξης του ευάλωτου άλλου, χωρίς αντάλλαγμα, τώρα η ανταμοιβή αφορά στην ικανοποίηση του εαυτού και την προβολή του υποκειμένου, ως ευαισθητοποιημένου πολίτη. Στο πλαίσιο αυτό, επανειλημμένα αναφέρεται η αποπολιτικοποιημένη πλευρά κάθε κίνησης αλληλεγγύης, αφού πια ο στόχος δεν είναι η πολιτική ανάδειξη και αλλαγή των άδικων κατανομών των σχέσεων εξουσίας ανάμεσα στην «πολιτισμένη Δύση» και τα υπόλοιπα κράτη. Θα ήταν εξάλλου, οξύμωρο αυτές οι επικοινωνιακές εμπορικές πλευρές του ανθρωπισμού και της αλληλεγγύης να μην αναπαράγουν το καπιταλιστικό σύστημα, κατεξοχήν υπεύθυνο για την όξυνση της ιεραρχικής κατάταξης κρατών και ατόμων, αλλά και των συστημάτων εκμετάλλευσης και ανισότητας.

Ορίζοντας τις τρεις κυρίαρχες επικοινωνιακές πρακτικές του ανθρωπισμού: πολιτικές, θεσμικές, τεχνολογικές, η Χουλιαράκη ασκεί κριτική στο «νεοφιλελεύθερο λάιφστάιλ του ευφορικού αλτρουισμού» (σ.22), μιλώντας για τον μετα-ανθρωπισμό της ύστερης νεοτερικότητας. Η εμπορευματοποίηση των ανθρωπιστικών πρακτικών οδηγεί τελικά, σε αυτό που ο Τσία (2006) όρισε ως «εργαλειοποίηση του πεδίου της αρωγής», με αποτέλεσμα την κάλυψη όλων των συστημικών αιτιών της παγκόσμιας φτώχειας.
Η συγγραφέας επανειλημμένα επισημαίνει ότι οι ιστορικοί μετασχηματισμοί της αλληλεγγύης είναι πάντα σύνθετοι, διλημματικοί και σε διαρκή αλλαγή, ανάλογα με τις αλλαγές στην αγορά, την τεχνολογία και την πολιτική. Δεν υφίσταται μια μονοδιάστατη σταθερή και μόνιμη εκδοχή της αλληλεγγύης και του ανθρωπισμού, αλλά αντίθετα πολύπλοκα συστήματα διαπραγμάτευσης ανάμεσα στους θεσμούς και σε αυτό που ο Φουκώ (1988) όρισε ως τεχνολογίες εαυτού. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, η συγγραφέας εξισώνει τις διαστάσεις της αλληλεγγύης ως σωτηρίας και ως επανάστασης. Στην πρώτη τα υποκείμενα ασκούν φιλανθρωπία λειτουργώντας ως ευεργέτες, ενώ στη δεύτερη στόχος είναι η πάγια πολιτική διεκδίκηση και αλλαγή των συστημάτων ανισότητας και εκμετάλλευσης. Σεβόμενοι/ες την ιστορικότητα των κινημάτων και όλες τις διαφορετικότητές τους, καθώς και  τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, μια γενική αφηρημένη σύγκριση ανάμεσα στη φιλανθρωπία και την επιθυμία για πολιτική χειραφέτηση και ριζοσπαστική αλλαγή, γίνεται ανιστόρητη, όταν απλοποιεί τις οξύτατες πολιτικές διαφοροποιήσεις τους.
Στο βιβλίο δηλώνεται καθαρά η πρόθεση «σθεναρής υπεράσπισης του ανθρωπισμού στη διατήρηση ενός δημόσιου ήθους αλληλεγγύης με τους ευάλωτους άλλους πέραν της Δύσης» (σ.54). Η Χουλιαράκη, χωρίς να αγνοεί τις κριτικές της άλλης πλευράς, υποστηρίζει τις επιτελεστικές λειτουργίες του ανθρωπισμού, καταδεικνύοντας τη χρησιμότητα της θεατρικότητας στην ανθρωπιστική επικοινωνία ως ηθικού εργαλείου το οποίο συντελεί στους αγώνες για δικαιοσύνη και στην υποστήριξη των ευάλωτων άλλων. Η συγγραφέας αναγνωρίζει την αμφισημία του ανθρωπιστικού θεάματος: από τη μία ένας ηθικοπολιτικός αλτρουιστικός τρόπος θέασης που επιθυμεί το τέλος της ευαλωτότητας και της αδικίας, από την άλλη ένας συναισθηματικός αντίκτυπος της οδύνης που εξαντλείται στο υποκείμενο το οποίο συμπάσχει με τον αδικημένο. Ορίζοντας την αμφισημία της θεατρικής απεικόνισης της οδύνης ως «παράδοξο της αυθεντικότητας», στο βιβλίο «επιδοκιμάζεται» η αισθητική πρακτική εικόνας και γλώσσας που κινητοποιεί τη φαντασία, στο πλαίσιο μιας λειτουργίας ενσυναίσθησης η οποία προάγει την ηθική της αλληλεγγύης του ανθρωπισμού. Χρησιμοποιώντας την έννοια της Άρεντ (1994) για «την κινητικότητα της φαντασίας» (σ.328) προτάσσεται τελικά η μετασχηματιστική δυνατότητα της ανθρωπιστικής επιτέλεσης της ανθρώπινης οδύνης. Η Χουλιαράκη προτείνει λοιπό, «μια επιστροφή στο θέατρο ως προνομιακή επικοινωνιακή δομή του ανθρωπισμού» που θα απομακρύνει από το δίπολο του «συναισθηματισμού του οίκτου» ή του «σημειακού πραγματισμού της ειρωνείας» (σ. 347). 
Το βιβλίο λοιπόν, δεν αμφισβητεί τη χρήση μιας πολιτικής ορολογίας με ηθικούς όρους,  παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι οποιαδήποτε ηθική κρίση αναπαράγει άνισες περιγραφικές και αξιολογικές θέσεις, στις οποίες διατηρούνται οι κατηγορίες του «σωτήρα» και του «σωζόμενου», του «αλληλέγγυου» και του «ευάλωτου». Οποιαδήποτε μη πολιτική νοηματοδότηση ενός ατομικού ή συλλογικού τραύματος τελικά στερεί τη σύμπλευση της ιστορικότητας με την πολιτική δράση, καθώς οι φωνές των «ευάλωτων άλλων» θα φτάσουν σε μας, μόνο με δραματοποιημένες εκδοχές ηθικού πανικού. Εξάλλου, η Μπάτλερ επισήμανε ότι το  υποκείμενο ως «ηθοποιός» μπορεί να διαλέγει διαφορετικές αμφιέσεις, ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μέσα στη ντουλάπα υπάρχουν πάντα περιορισμένες επιλογές που εξαντλούνται.  

Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος, MA, Ph.D

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου