11/8/19

9η Αυγούστου 1942, Λένινγκραντ

ΤΟΥ ΔΜΙΤΡΙ ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ

Στη Ζένια Κριτσέφσκαγια

Ο Δμίτρι Σοστακόβιτς εθελοντής πυροσβέστης, 
στη στέγη του Ωδείου του Λένινγκραντ
Από την έναρξη του πολέμου, συγγραφείς, ηθοποιοί, συνθέτες και μουσικοί δίνουμε συνεχώς παραστάσεις, τόσο στις μονάδες του στρατού όσο και στα θέατρα, τις λέσχες και τις μουσικές αίθουσες. Τελευταία δόθηκαν αρκετές συναυλίες, όπου συμμετείχαν πολλοί από τους μουσικούς του Λένινγκραντ. Πήρα κι εγώ μέρος σε μία απ’ αυτές. Στην αίθουσα δεν έπεφτε καρφίτσα. Έπαιξα πρώτος στη σειρά και, βγαίνοντας από το κτίριο, με περικύκλωσε ένα πλήθος κόσμου που ήθελε να μπει στην αίθουσα του κοντσέρτου. Δυστυχώς, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα· πάνω στο τζάμι της εισόδου, υπήρχε ένα σημείωμα, που έλεγε πως όλα τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί. [...]
Μόλις ξεκίνησε η γερμανική επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, παρουσιάστηκα ως εθελοντής στον Κόκκινο Στρατό στις 22 ή τις 23 Ιουνίου του 1941. Μου είπαν να περιμένω. Έκανα ξανά αίτηση, για το Λαϊκό Εθελοντικό Σώμα. Μου είπαν ότι θα με δεχόντουσαν, αλλά προσώρας θα έπρεπε να συνεχίσω την κανονική μου εργασία.
Δούλευα στο Ωδείο· το σχολικό έτος είχε σχεδόν τελειώσει. Τα μαθήματα δεν κράτησαν παρά μέχρι την 1η Ιουλίου, κι εγώ έκανα παραδόσεις και εξέταζα σπουδαστές. Δεν πήρα την άδειά μου, αλλά μέρα και νύχτα βρισκόμουν στο Ωδείο. Απευθύνθηκα για δεύτερη φορά στο Λαϊκό Εθελοντικό Σώμα, νομίζοντας ότι με είχαν ξεχάσει. Είχαν δεχτεί κατακλυσμό αιτήσεων· ανάμεσα σε αυτές και απ’ τον καθηγητή Νικολάγιεφ, που ήταν τότε εβδομήντα ετών. Εν τέλει, ονομάστηκα διευθυντής του μουσικού τμήματος του θιάσου των Λαϊκών Εθελοντικών Σωμάτων.

Ήταν δύσκολο να διευθύνω το εν λόγω μουσικό τμήμα, γιατί τα μόνα όργανα που διέθετε ήταν μερικά ακορντεόν. Έκανα ξανά αίτηση να καταταγώ στον Κόκκινο Στρατό, και με παρουσίασαν σ’ έναν κομισάριο. Αφού με άκουσε προσεκτικά, με συμβούλεψε να περιορίσω τις δραστηριότητές μου στη σύνθεση. Ύστερα απ’ αυτό, παύθηκα από τον θίασο των Λαϊκών Εθελοντικών Σωμάτων και με πληροφόρησαν ότι επρόκειτο να μεταφερθώ μακριά απ’ το Λένινγκραντ, προφανώς για να με προστατεύσουν, επειδή ήμουν συνθέτης, και μάλιστα είχα προβλήματα υγείας. Δεν ήθελα κάτι τέτοιο, γιατί πίστευα ότι θα ήμουν πιο χρήσιμος στην πόλη μου· η θέση μου ήταν εκεί, και ανυπομονούσα να πολεμήσω. Είχα μια έντονη συνομιλία πάνω σε αυτό, με τον κομισάριο και άλλους υπεύθυνους. Τελικά, μου απάντησαν ότι έπρεπε να φύγω, αλλά τουλάχιστον μου επέτρεψαν να μη βιαστώ να αφήσω την πόλη.
Στο Λένινγκραντ κυριαρχούσε ένα αληθινά μαχητικό πνεύμα. Γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι συμπεριφέρονταν με θάρρος απίστευτο. Θα θυμάμαι για πάντα τις γυναίκες του Λένινγκραντ που, χωρίς να σκέφτονται τον εαυτό τους, πάλευαν ν’ αχρηστεύσουν τις εμπρηστικές βόμβες που έπεφταν κατά εκατοντάδες. Πήγαιναν καταπάνω στις βόμβες, σχεδόν πριν αγγίξουν το έδαφος, και αμέσως τις σκέπαζαν με ό,τι είχαν πρόχειρο, χαλιά, κουβέρτες, πανωφόρια, ακόμα και με τα ρούχα τους – τις έπνιγαν. Όσο για μένα, φύλαγα σκοπιά στη στέγη του Ωδείου, ως εθελοντής πυροσβέστης. [...]
Άρχισα να δουλεύω την Εβδόμη συμφωνία μου στις 19 Ιουλίου. Τις ημερομηνίες τις θυμάμαι πολύ καθαρά. Το πρώτο μέρος ολοκληρώθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου και το δεύτερο στις 17. Το ίδιο εκείνο βράδυ, ήμουν καλεσμένος στον ραδιοφωνικό σταθμό της πόλης και, αντί για άλλη δήλωση, είπα αυτά τα λόγια: «Πριν από µία ώρα τελείωσα τα δύο πρώτα μέρη μιας μεγάλης συμφωνικής σύνθεσης. Αν καταφέρω να τη συνεχίσω, αν μπορέσω να ολοκληρώσω το τρίτο και το τέταρτο μέρος, τότε ίσως να είμαι σε θέση να ονομάσω το έργο αυτό Εβδόμη Συμφωνία µου. Γιατί σας το λέω; Για να ξέρετε, όλοι εσείς που µε ακούτε, ότι η ζωή στην πόλη µας συνεχίζεται κανονικά».
Δούλευα μέρα και νύχτα, ενώ ακούγονταν οι βολές των αντιαεροπορικών και οι εκρήξεις από τις οβίδες. Αλλά ούτε στιγμή δεν σταμάτησα να γράφω τη μουσική της συμφωνίας. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1941, γιόρτασα τα τριακοστά πέμπτα γενέθλιά μου. Όλη εκείνη τη μέρα δούλευα ιδιαίτερα σκληρά, το δε αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα συγκινητικό, και απηχεί τα γεγονότα της μέρας, όπως μου είπαν οι φίλοι μου που το άκουσαν το βράδυ στο πιάνο. Στις 29 Σεπτεμβρίου είχα τελειώσει το τρίτο μέρος. Ήταν τέτοιο το κλίμα που επικρατούσε, ώστε έγραψα πολύ γρήγορα τα τρία πρώτα, εκτεταμένα μέρη της συμφωνίας (52 λεπτά της ώρας). Σκεφτόμουν πως η ταχύτητα, με την οποία έγραφα, θα είχε κακή επίδραση στην ποιότητα της μουσικής, αλλά φίλοι που άκουγαν όσα έγραφα έλεγαν πολύ καλά λόγια. [...]
Σχεδόν ολόκληρη η συμφωνία γράφτηκε στη γενέτειρα πόλη μου, αλλά τελείωσε στις 27 Δεκέμβρη στο Κουίμπιτσεφ, με τις εικόνες από το Λένινγκραντ να με συνοδεύουν μέρα-νύχτα: γερμανικές καταδρομικές επιθέσεις να διασπούν τις οχυρώσεις μας, να βομβαρδιζόμαστε νυχθημερόν από αέρος και από το πυροβολικό, αλλά να ορκιζόμαστε ότι θα κρατήσουμε την πόλη μας, αποκρούοντας τον εχθρό.
Η πρεμιέρα της Εβδόμης συμφωνίας δόθηκε στο Κουίμπιτσεφ στις 5 Μαρτίου 1942, από την ορχήστρα του θεάτρου Μπολσόι, και αναμεταδόθηκε από όλους τους ραδιοσταθμούς της χώρας – κάτι τέτοιο γινόταν μόνο για τα επίσημα διαγγέλματα. Λίγες μέρες μετά παίχθηκε στη Μόσχα, και οι θεατές δεν σηκώθηκαν από τις θέσεις τους, ακόμα κι όταν ήχησαν οι σειρήνες που ειδοποιούσαν για αεροπορική επιδρομή, ενώ τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς παρουσιάστηκε στο Λονδίνο, και τον Ιούλιο στη Νέα Υόρκη, ως σύμβολο του αντιφασιστικού αγώνα.
Ταυτόχρονα, αποφασίστηκε η Εβδόμη συμφωνία να παιχθεί στο Λένινγκραντ, στην πόλη όπου γράφτηκε, για τους ανθρώπους της οποίας γράφτηκε. Στις 3 Ιουνίου, κατ’ εντολήν του Ιωσήφ Στάλιν, ένα αεροσκάφος, με πιλότο τον εικοσάχρονο Λιτνίνοφ, έσπασε τον γερμανικό αποκλεισμό της πόλης και πέταξε τις παρτιτούρες, μέσα σ’ ένα σακίδιο, μπροστά από το κτίριο της Φιλαρμονικής. Μόλις που χάραζε η μέρα, και οι μουσικοί, μαζί με έναν ταγματάρχη του Κόκκινου Στρατού, που περίμεναν την αποστολή χωρίς να κοιμηθούν όλο το βράδυ, καθισμένοι στα σκαλιά του κτιρίου της Φιλαρμονικής, έπιασαν το σακίδιο με τις παρτιτούρες, το σήκωσαν ψηλά και ξέσπασαν σε ζητωκραυγές.
Μόλις ο ασύρματος της στρατιωτικής διοίκησης μετέδωσε την είδηση στη Μόσχα, σε απάντηση έλαβε μια κρυπτογραφημένη διαταγή. Το ίδιο χέρι που, εξήμισι χρόνια πριν –με αξιοσημείωτη πάντως μουσική ενημέρωση και εποπτεία– κατακεραύνωνε την όπερά μου, «Η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ», από τις σελίδες της Πράβδα, τώρα υπέγραφε τη διαταγή που επιφόρτιζε τις αρχές της πολιορκημένης πόλης με την ευθύνη να κάνουν ό,τι ήταν απαραίτητο, ώστε η συναυλία να δοθεί την 9η Αυγούστου, δηλαδή την ημερομηνία κατά την οποία τα γερμανικά στρατεύματα είχαν ανακοινώσει ότι θα κυρίευαν την πόλη. Για να συμπληρωθεί η σύνθεση της μοναδικής ορχήστρας που είχε απομείνει στο Λένινγκραντ, η στρατιωτική διοίκηση ανακάλεσε επαγγελματίες μουσικούς από το μέτωπο, ενώ οι πρόβες ήταν τόσο εντατικές, που όλοι κοιμόντουσαν στα καμαρίνια.
Το βράδυ της 9ης Αυγούστου, παρά τις συνθήκες που επικρατούσαν (παγωνιά και σχεδόν απόλυτη πείνα – κάθε μέρα πέθαιναν εκατοντάδες πολίτες του Λένινγκραντ από ασιτία) η Μεγάλη Αίθουσα της Φιλαρμονικής ήταν ασφυκτικά γεμάτη, ενώ είχαν απλωθεί καλώδια στο μεγαλύτερο μέρος της πόλης και τα μεγάφωνα μετέδιδαν τη συναυλία, μέχρι την πρώτη γραμμή του μετώπου. Προς γενική κατάπληξη, ο αχός των κανονιοβολισμών κατασίγασε, γιατί, αμέσως πριν, ο διοικητής του Κόκκινου Στρατού είχε διατάξει καταιγιστικό σφυροκόπημα, με τρεις χιλιάδες οβίδες, των θέσεων του γερμανικού πυροβολικού, ώστε αυτό να αναγκαστεί να σιωπήσει για λίγη ώρα, μέχρι να ανασυνταχθεί. Έτσι, η πόλις των ιδεών και των τεχνών θριάμβευσε ακόμα και στο πεδίο της μάχης· το πνεύμα της επανάστασης είναι ακριβώς αυτό. [...]
Ο Χίτλερ καυχιόταν ότι θα κυρίευε το Λένινγκραντ με έφοδο, και μάλιστα είχε τυπώσει προσκλήσεις για την επινίκεια χοροεσπερίδα, με βιενέζικα βαλς, που θα γινόταν την επόμενη μέρα, 10 Αυγούστου, στο ξενοδοχείο «Αστόρια», αλλά η γενικευμένη αντίστασή μας γελοιοποίησε τις ματαιόδοξες δηλώσεις του. Τι απέμεινε απ’ όλη αυτή την υπερφίαλη βεβαιότητα; Οι δρόμοι που οδηγούν στην πόλη είναι στρωμένοι με πτώματα γερμανών στρατιωτών. Κατά την οπισθοχώρηση των ναζί, βρέθηκε το ημερολόγιο ενός γερμανού στρατιώτη, ο οποίος είχε γράψει στις 10 Αυγούστου: «Χθες το βράδυ, άκουσα από τα μεγάφωνα του εχθρού μια συναυλία. Μάταια πασχίζουμε· το Λένινγκραντ δεν θα πέσει ποτέ».
Οι φασιστικές ορδές ήρθαν να μας υποτάξουν, αλλά και να καταστρέψουν την κουλτούρα μας. Όλοι οι καλλιεργημένοι άνθρωποι του πλανήτη αισθάνονται ρίγη αγανάκτησης, μαθαίνοντας τους βανδαλισμούς των ναζί στη Γιάσναγια Πολιάνα, στο Κλιν, στο Νόβγκοροντ και στο Κάνιεφ. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τα κουρελιασμένα χειρόγραφα του Τσαϊκόφσκι, ποτέ δεν θα συγχωρήσουμε τα τερατώδη εγκλήματα που διαπράχτηκαν στο αγρόκτημα του Τολστόι, στη Γιάσναγια Πολιάνα. Θα εκδικηθούμε τις φρικαλεότητες που έγιναν στο Τιχβίν, τη γενέτειρα του Ρίμσκι Κόρσακοφ, και στο Κάνιεφ, όπου είναι θαμμένος ο Ταράς Σεβτσένκο. [...]
Εάν πρέπει να μιλήσω εγώ για την Εβδόμη συμφωνία μου, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι διαπνέεται από το πνεύμα της αγωνίας και από τη λαχτάρα της νίκης, επί των τυφλών, στοιχειακών δυνάμεων. Και ότι κατάφερε να λειτουργήσει δραστικά, υπό τέτοιες συνθήκες, ολοκληρωτικού πολέμου και απόλυτης πείνας. Αυτό μπορεί και το κάνει η καλή μουσική. Ακόμα και οι βαθιά λυρικές, τρυφερές μελωδίες του Σοπέν είναι φορτισμένες με τεράστια απελευθερωτική δύναμη. Δεν είναι καθόλου περίεργο που ο Σούμαν τις αποκαλούσε κανόνια σκεπασμένα με άνθη.

*Το κείμενο γράφτηκε κατά τη συνήθη λογοτεχνική μου πρακτική, ενσωματώνοντας στην αφήγηση σπαράγματα, είτε μαρτυριών του Σοστακόβιτς είτε άλλων κειμένων, καθώς και στοιχεία μυθοπλασίας· αποτελεί δε μέρος του ανέκδοτου βιβλίου μου, Βαλς· μια χερσόνησος στην Ανταρκτική.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου