7/1/17

Φιλοσοφία και (ή) Φυσική

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ

JAMES CUSHING, Φιλοσοφικές έννοιες στη Φυσική, Μετάφραση: Μάρθα Ορφανού, Σωτήρης Γιαννέλης, εκδ. Leader Books, σελ. 520

Η ανθρώπινη νόηση, λόγω της παράξενης φύσης της, υποθέτει εύκολα ένα μεγαλύτερο βαθμό τάξης και ενότητας στα πράγματα από ό,τι πραγματικά βρίσκει. Και, παρόλο που πολλά πράγματα στη φύση είναι sui generis και ιδιαίτερα ακανόνιστα, αυτή επινοεί παραλληλισμούς και συσχετισμούς εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτε τέτοιο.
Φράνσις Μπέικον

Στο παράθεμα που προηγείται, ο Μπέικον, του οποίου οι απόψεις σχετικά με την επιστήμη έπαιξαν, ήδη από τον 16ο αιώνα, καθοριστικό ρόλο όχι μόνο στην αντίληψή μας γι’ αυτήν, αλλά και στην ίδια την εξέλιξή της (ιδίως σε ό,τι αφορά τη σημασία του πειράματος) ισχυρίζεται κάτι που για τους περισσότερους μάλλον θα φαντάζει ως παράδοξο. Υποστηρίζει, δηλαδή, πως η φύση δεν είναι το τακτοποιημένο σύστημα που νομίζουμε. Κάθε άλλο, μάλιστα. Αν χαρακτηρίζεται από κάτι είναι πως είναι «αυθαίρετη» (sui generis) και «ιδιαίτερα ακανόνιστη». Εμείς, λόγω μιας παραξενιάς της νόησής μας, είναι που βρίσκουμε τάξη εκεί που δεν υπάρχει, επινοώντας συσχετισμούς, που περισσότερο αντιστοιχούν στην εγγενή ροπή της φαντασίας μας παρά σε κάτι που βρίσκεται «εκεί έξω».
Με δυο λόγια, ο Μπέικον θεωρεί πως η Φυσική, η θεμελιωδέστερη από τις επιστήμες που ασχολούνται με τα φυσικά φαινόμενα, είναι μάλλον η δική μας, προσαρμοσμένη στις ιδιοτυπίες της νόησής μας, θέαση, παρά η ακριβής γνώση του «πώς έχουν τα πράγματα».
Φυσικά, αυτή η ήπια ινστρουμενταλιστική ιδέα της επιστήμης ως συστηματικής δράσης με στόχο το «σώζειν τα φαινόμενα» και όχι ως ακριβούς αναπαράστασης κάποιας βαθύτερης πραγματικότητας δεν εκκίνησε τη διαδρομή της στην ιστορία των ιδεών με τον Μπέικον – ήδη οι αρχαίοι φιλόσοφοι τη συζητούσαν εκτενώς. Ούτε και, πολύ περισσότερο, τελείωσε μαζί του. Κάθε άλλο. Με πολλούς τρόπους και ακόμη πιο πολλές μορφές, στον ένα ή τον άλλο βαθμό σκεπτικιστικές, σχετικιστικές, θετικιστικές ή μεταμοντέρνες, αποτελεί συνεχώς τη μια από τις δύο μεγάλες παρατάξεις στο χώρο της φιλοσοφίας της επιστήμης.
Η άλλη είναι ο επιστημονικός ρεαλισμός, σύμφωνα με τον οποίο η επιστήμη είναι δεν είναι ένα απλό εργαλείο, για να βάζουμε σε τάξη τα αισθητηριακά δεδομένα, τις παρατηρήσεις και τις πειραματικές μετρήσεις. Αντιπροσωπεύει, στην καλύτερη δυνατή εκδοχή της, την αλήθεια των πραγμάτων. Εκφράζει την πραγματικότητα, η οποία είναι ανεξάρτητη από το νου και προσεγγίσιμη από αυτόν. Οι επιστημονικές θεωρίες είναι κυριολεκτικά αληθείς, έστω και κατά προσέγγιση. Μας λένε κάτι που βρίσκεται πραγματικά στον κόσμο και δεν αποτελούν, απλώς, «γλώσσες», για να μιλήσουμε γι’ αυτόν. Όσο κι αν η εξέλιξή τους έχει ένα γνήσια ιστορικό χαρακτήρα, αυτό δεν τους στερεί τη δυνατότητα να είναι πραγματικές προσεγγίσεις του πράγματος καθεαυτό, της βαθειάς πραγματικότητας.

Στο βιβλίο του, ο Cushing ασχολείται σε βάθος και με όλη την τεχνική αρτιότητα που απαιτεί η πραγμάτευση τέτοιων ζητημάτων, με το πρόβλημα του τι μπορεί να κάνει και τι όντως κάνει η Φυσική. Τα συμπεράσματα, ωστόσο, μπορούν να επεκταθούν στο σύνολο των επιστημών. Στην πραγματικότητα, στο κέντρο του προβληματισμού που αναπτύσσεται βρίσκεται το ερώτημα του κατά πόσο η γνώση μας γενικότερα είναι, σε τελευταία ανάλυση, ενδεχομενική και όχι αναγκαία. 
«[Π]ρέπει να μελετήσουμε το κατά πόσο η τωρινή μας γνώση εξαρτάται σημαντικά από το ιστορικό μονοπάτι μέσω του οποίου την αποκτήσαμε, δηλαδή ποιο ρόλο έπαιξε το ιστορικό απρόοπτο στην εξέλιξη των ιδεών. Για παράδειγμα, η «εξάρτηση από την υφιστάμενη τάση» μιας δεσπόζουσας τεχνολογίας είναι ένα καλά τεκμηριωμένο και οικείο γεγονός. Ως παράδειγμα θεωρήστε την περίπτωση των εγγραφέων βίντεο στην οποία το τεχνολογικά ανώτερο πρότυπο Betamax [υποσκελίστηκε διεθνώς] από το VHS, κυρίως επειδή μια ισχυρή ομάδα Ιαπώνων κατασκευαστών εξαρτημάτων βίντεο αποφάσισαν να προωθήσουν το marketing αυτής της μορφής. Ομοίως, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές Apple MAC [ήταν] από πολλές απόψεις ανώτεροι ως προς την εξέλιξή τους  και πιο φιλικοί προς τον χρήστη από τους κατά πολύ επικρατέστερους προσωπικούς υπολογιστές της ΙΒΜ που απέκτησαν το πάνω χέρι διαμέσου καλύτερων στρατηγικών marketing. Ένα πιο κοινό παράδειγμα μας παρέχει η καθιερωμένη διάταξη χαρακτήρων στα πληκτρολόγια των γραφομηχανών και των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Αυτή η διάταξη χρησιμοποιήθηκε αρχικά προκειμένου να μειώσει την ταχύτητα του δακτυλογράφου (για να εμποδίσει το μπλοκάρισμα των μηχανικών μοχλών στα πρώτα μοντέλα γραφομηχανών) και παραμένει ακόμα, παρόλο που γνωρίζουμε πιο αποτελεσματικές διατάξεις χαρακτήρων. Από την στιγμή που μια κρατούσα τεχνολογία γίνει αποδεκτή (έστω κι αν αυτό κατά ένα μεγάλο μέρος βασίζεται σε «ευκαιριακούς» παράγοντες) είναι πολύ δύσκολο και δαπανηρό να επανασχεδιαστεί και να αντικατασταθεί. Σε αυτήν την περίπτωση δεν νικάει πάντα ο «καλύτερος» ανταγωνιστής. Ομοίως τα αγγλικά έχουν γίνει ουσιαστικά η παγκόσμια γλώσσα των διεθνών επιστημονικών και επιχειρηματικών συνεδρίων, όχι εξαιτίας κάποιας εγγενούς ανωτερότητας της γλώσσας αυτής σε σχέση με άλλες γλώσσες, αλλά απλώς εξαιτίας του ιστορικού ενδεχομένου στην πολιτική και στρατιωτική ιστορία των μεγάλων εθνών. Θα μπορούσε να συμβαίνει το ίδιο και στο χώρο των επιστημονικών ιδεών; Οι νόμοι και οι θεωρίες της επιστήμης μας δεν είναι παρά ένας τυχαίος τρόπος για να περιγράψουμε τον κόσμο, ή όντως αποδίδουν την αλήθεια;». 
Ο Cushing, λοιπόν, επιχειρεί να αναμετρηθεί με αυτά τα ζητήματα. Ζητήματα, που βρίσκονται στην καρδιά της φιλοσοφικής αναζήτησης και έχουν αποκτήσει εξαιρετικά λεπτές επιχειρηματολογήσεις, ένθεν και ένθεν, προϊόντος του χρόνου.
Η προσέγγισή του έχει ιστορικό χαρακτήρα. Κατά μια έννοια, το βιβλίο είναι η ιστορία αυτής της φιλοσοφικής διαμάχης ανά τους αιώνες. Μόνο που είναι γραμμένο από έναν φυσικό. Που σημαίνει πως ξέρει πολύ καλά και σε βάθος το περιεχόμενο των επιστημονικών θεωριών που αξιοποιεί για τη διερεύνησή του. Και δίνει μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες.
Είναι πολύ χαρακτηριστική, π.χ., η διερεύνηση του προβλήματος της φύσης του χώρου.  Είναι ο χώρος απόλυτος ή σχετικός; Πάει να πει, μπορούμε να τον αντιληφθούμε ανεξάρτητα από  τα πράγματα, που «περιέχει» ή είναι εντελώς συνδεδεμένος με αυτά; Μπορούμε να τον φανταστούμε κενό από πράγματα και, παρόλα αυτά, υπαρκτό; Ή ταυτίζεται με τα πράγματα και αποτελεί το σύνολο των σχέσεων μεταξύ τους; Ισχύει η άποψη του Descartes πως η ύλη δεν είναι παρά γεωμετρική έκταση, πράγμα που σημαίνει πως ένα σύμπαν κενό δεν είναι παρά αντίφαση εν τοις όροις; Ή δεν έχουμε καλύτερο τρόπο από το να ταυτίσουμε τον χώρο με τον Θεό, όπως έκανε ο Henry More σε συμφωνία με την εβραϊκή ταύτιση της σημασίας του «τόπου» (makom) με τον Θεό, θεωρώντας τον να διαπερνά κάθε ύλη και να δρα πάνω σε αυτήν ως άυλο Πνεύμα (άποψη πολύ κοντά στην οποία βρίσκονταν ο ίδιος ο Isaac Newton);
Ο Cushing προσεγγίζει αυτά τα ερωτήματα παραθέτοντας επιχειρήματα από τον χώρο της Φυσικής, ανασυσταίνοντας όλη την σχετική εννοιολογική εξέλιξη στο εσωτερικό της,  από την Κλασσική Μηχανική μέχρι τις Θεωρίες της Σχετικότητας. Όπως το ίδιο κάνει και αναφορικά με το ζήτημα του ντετερμινισμού, του αιθέρα, της οντολογίας του μικρόκοσμου (τι είναι, αλήθεια, ένα ηλεκτρόνιο; υπάρχει απάντηση σ’ αυτό;) και όλων των θεμάτων, που απασχόλησαν τη Φιλοσοφία της Φυσικής, με την οπτική γωνία, να το ξαναπώ, του φυσικού και όχι του επαγγελματία φιλοσόφου –χωρίς αυτό να του στερεί τίποτε σε ό,τι αφορά τη φιλοσοφική επάρκεια, το αντίθετο.
Κλείνω με την αναφορά στο τελευταίο –λογικά καταληκτικό- θέμα που επεξεργάζεται ο Cushing, αυτό της ιστορικής ενδεχομενικότητας των θεωριών. Αναπτύσσοντας την διαμάχη για την ερμηνεία της Κβαντομηχανικής υποστηρίζει, με πολύ πειστικό τρόπο, πως η επικράτηση της ακόμη κυρίαρχης Σχολής της Κοπεγχάγης έναντι της ερμηνείας του David Bohm οφείλεται αποκλειστικά σε τυχαίους παράγοντες, που περισσότερο έχουν να κάνουν με την συγκυριακή ισχύ της ομάδας που επικράτησε, τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής της πρώτης επικράτησης και στα ευρύτερα πολιτισμικά συμφραζόμενα παρά με λόγους σχετικούς με την ορθολογική ανασυγκρότηση και τη λογική αξιολόγηση της θεωρίας που επικράτησε. Από την άποψη αυτή, ο εμπειρικά επιτυχημένος φορμαλισμός της Κβαντομηχανικής υποστηρίζει εξίσου καλά δύο ασυμβίβαστες μεταξύ τους γενικές οντολογίες: την εγγενώς μη ντετερμινιστική της Κοπεγχάγης, για την οποία οι λύσεις της εξίσωσης του Schrödinger  αντιστοιχούν σε κύματα πιθανότητας, καθαρά μαθηματικές οντότητες χωρίς κανένα «υλικό» περιεχόμενο, που δείχνουν, π.χ., πού είναι πιθανό να βρεθεί ένα σωμάτιο. Και την απολύτως ντετερμινιστική του Bohm, όπου οι ίδιες λύσεις αντιπροσωπεύουν «υλικότατους» κυματοδηγούς που κατευθύνουν το σωμάτια με μοναδικό τρόπο στο σημείο που βρίσκεται.
Το φιλοσοφικό πρόβλημα συνίσταται, δηλαδή, στο γεγονός πως «[η] αδυναμία καθορισμού της ερμηνείας από τον φορμαλισμό δεν είναι απλά φαινομενική, ούτε αφορά δύο ισοδύναμες θεωρίες, εφόσον δεν υπάρχει τρόπος να μεταφράσουμε τους όρους της μιας οντολογίας σε όρους της άλλης». Εδώ βρίσκεται μια πραγματική πρόκληση για τον επιστημονικό ρεαλισμό, ο οποίος επιδιώκει να δώσει μια πραγματική αναπαράσταση του κόσμου μέσα από την επιστήμη. Πώς διακρίνουμε ποια είναι η αληθινή ανάμεσα σε δύο ασύμβατες θεωρίες που σώζουν εξίσου αποτελεσματικά τα φαινόμενα; Ή είναι μάταια η προσπάθειά μας;

ΥΓ. Ίσως βρισκόμαστε στην εποχή που, αναφορικά με τις ερμηνείες της Κβαντομηχανικής, θα υπάρξουν καθοριστικές εξελίξεις. Πρόσφατα πειράματα δείχνουν να ενισχύουν την θεωρία του Bohm, πράγμα που αλλάζει δραστικά το συσχετισμό υπέρ της αιτιοκρατικής αντίληψης του κόσμου. Βλ. X. Βάρβογλης, Απειλείται ο 3ος νόμος του Νεύτωνα;, Βήμα/Science, 4 Δεκεμβρίου 2016

Βάλη Νομίδου, Κόκκινο κορίτσι, 2014, χάρτινη κατασκευή πάνω σε ξύλινη βάση. Φιγούρα σε φυσικό μέγεθος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου