Στο αρχαίο
θέατρο της Λάρισας βρέθηκε ο ερημίτης, μια νύχτα του παγωμένου χειμώνα. Εκεί
πάτησε στις θέσεις που συναζόντουσαν οι αρχαίοι της Λάρισας και του κοινού των
Θετταλών, για να στοχαστούν πάνω στα οικεία πράγματα. Εκεί για να δουν και
θέατρο. Κι ένοιωθε ο ερημίτης τις φωνές τους να περνούν τον χρόνο, να φτάνουν
μέχρι το σήμερα. Και θάμαξε κι απόρησε ότι πολύ σπάνιο αίσθημα ήταν τούτο δω.
Και γονάτισε να προσευχηθεί, μα η φωνή του δεν έβγαινε, γιατί πολλά είχε εντός
του, και τα πάθη του, τα κρίματά του ήταν ο ψόγος που δεν τον άφηναν ελεύθερο
να στοχαστεί πάνω στην προσευχή του, αυτός που είχε χρόνους τώρα ξεχάσει τον
Θεό. Και χάιδευε τις πέτρες και προσπαθούσε να μιλήσει για τα ωραία και τα
θαμαστά. Κι η πόλη της Λάρισας, που ήταν η μόνη πια που είχε καταμεσής στο
κέντρο της ένα τέτοιο μεγάλο θέατρο, προσπαθούσε χρόνια τώρα να το κάνει να
μιλήσει. Ν’ ανέβουν πάνω στην σκηνή του με δέος και φόβο ηθοποιοί και να βρεθεί
ισόκυρος σκηνοθέτης να διδάξει. Να συναχτούν πάλι οι Λαρισαίοι και οι Θετταλοί
κι όποιος άλλος θέλει για να συγκινηθούν και να μυηθούν πάλι στο θέατρό τους.
Κι έβλεπε ο
ερημίτης τον χιονιά που είχε κατακλύσει το θέατρο, και στα μάτια του έπαιρναν
οι νιφάδες πρόσωπο και γινόντουσαν άντρες και γυναίκες καλότυχες που τους έλαχε
τούτη η χαρά. Να ξαναπερπατήσουν πάνω στο θέατρό τους. Κι άκουγε όλος κατάνυξη
τον χορό να ψέλνει και πάλι.
Τα αρχαία να
γίνουν παρόντα ικέτεψε ο ερημίτης. Κι αυτή η ικεσία δεν ήξερε προς τα πού θα
πάει. Και περνούσε η ώρα, μα η νύχτα έλαμπε μέσα από το ολόγιομο φεγγάρι κι ο
ερημίτης ένοιωθε να ξεπλένεται μέσα σε τούτη την πανδαισία των ήχων, των
ανθρώπων του φωτός. Κι είδε στο βάθος της σκηνής έναν πιανίστα να
παίζει τη μελωδία της χαράς κι έναν να απαγγέλλει αποσπάσματα από την
Οδύσσεια. Και σαν φαντάστηκε αυτός ο ιχνηλάτης των αισθήσεων πως είδε με τα
μάτια της ψυχής του να γίνεται μπροστά του μια μυσταγωγία, μια λειτουργία των
παθιασμένων ανθρώπων. Έβγαλε το κομπολόι του κι άρχισε να μετρά προσευχές. Ήξερε
πως ο Θεός δεν ήθελε τούτο το αρχαίο θέατρο, μα δεν στεναχωριόταν για τούτη τη
λεπτομέρεια. Θα μπορούσε να μείνει χρόνο εκεί, ασάλευτος μέσα στο χιόνι, μέχρι
να δει την πρώτη παράσταση.
Το παιδί,
απορημένο, τον κοιτούσε. Ήταν πρώτη φορά απ’ όταν τον ήξερε, που τον έβλεπε τόσο
χαρούμενο, τόσο γελαστό σαν να ’χε καπνίσει καλό χασίς. Ο ερημίτης κατάλαβε την
απορία του παιδιού, μα δεν μπορούσε να του εξηγήσει με λόγια αυτό που
αισθανότανε. Εντός του ήταν η πόλη των εφηβικών του χρόνων, ήταν όλα εκείνα που
τον είχαν κάνει άντρα και βρισκόταν μέσα στο αρχαίο θέατρο. Όχι, δεν μπορούσε
να πει αυτά στο παιδί. Εκείνο που μπορούσε να του δείξει μονάχα ήταν αυτή η
αρμονική ομορφιά που σκέπαζε τον χώρο. Μια ομορφιά χιλιάδων χρόνων που έστεκε
μπροστά του ανερμήνευτη, αιώνια, ασάλευτη. Κι ευχήθηκε εντός του να ανοίξει
πάλι το θέατρο αυτό, να διδάξει την αρμονία και την ευγένεια, γιατί πολύ είχε
κουραστεί το μυαλό του και το βλέμμα από τις ασχήμιες. Γύρισε προς το κέντρο,
προς τη μεγάλη πλατεία της πόλης. Κι είδε την πλατεία να αντανακλά το θέατρο.
Τα αρχαία είχαν αρχίσει να γίνονται παρόντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου