22/1/17

Ο Ετιέν Μπαλιμπάρ και ο εσωτερικός αποκλεισμός της Ευρώπης

Douglas Gordon, Self- Portrait (Kissing with Scopolamine), 1994, φωτογραφία


ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΜΠΑΡΤΣΙΔΗ

Βρισκόμαστε στην αρχή του 2017, εν μέσω συνεχών διεθνών εξελίξεων που τείνουν προς ανατροπή της μέχρι τούδε ισορροπίας. Το ευρωπαϊκό πεδίο φαίνεται πολύ κρίσιμο για την παγκόσμια κατάσταση και την τροπή που θα πάρουν οι μετασχηματισμοί. Για το λόγο αυτό είναι αναγκαία μια πιο διεθνική επαφή και αίσθηση των πραγμάτων για την απόκτηση της οποίας παίζουν σημαντικό ρόλο οι στοχαστές.
Το βιβλίο του Ετιέν Μπαλιμπάρ, Ευρώπη: κρίση και τέλος; αποτελείται από μια σειρά άρθρων που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης μετά το 2009 μέχρι τον Νοέμβριο του 2015. Το προλογικό στην παρούσα ελληνική έκδοση κείμενό του γράφτηκε μόλις τον Νοέμβριο του 2016. Εκ των πραγμάτων, δεν έχει τη δυνατότητα να ενσωματώσει εκτενώς αναλυτικά ούτε το BREXIT ούτε την εκλογή Trump στις ΗΠΑ, πόσο μάλλον τις αυστριακές εκλογές για πρόεδρο με το ανακουφιστικό αποτέλεσμα και το ιταλικό δημοψήφισμα. Αυτό δηλώνει ότι πρόκειται για ένα βιβλίο ανοιχτό και όχι συστηματικό, ένα βιβλίο που γράφεται μέσα στη συγκυρία με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται, να λαθεύει ο συγγραφέας στις εκτιμήσεις και τις προβλέψεις του. Βέβαια ο Μπαλιμπάρ, όπως το συνηθίζει, είναι αρκούντως προσεκτικός και λαμβάνει πολιτική θέση με τρόπο αργό, ζυγιάζει τα πράγματα, τις τάσεις, τις δυνάμεις που αντιμάχονται και τους παράγοντες που επηρεάζουν την πολιτική και ιστορική συγκυρία. Γίνεται μάλιστα ακόμη πιο επιφυλακτικός όταν πρόκειται για ένα τόσο σύνθετο πρόβλημα όπως η κρίση μιας ολοκλήρωσης. Πρόκειται για την κρίση της πιο σύνθετης πολιτικής δομής που έχει υπάρξει μετά τις αυτοκρατορίες και τα κράτη-έθνη. Ουσιαστικά, μια ολοκλήρωση ως διαδικασία συγκρότησης είναι ως τέτοια συνώνυμο της κρίσης. Τα στοιχεία μιας τέτοιας κρίσης, όπως η αβεβαιότητα, η πληθώρα των αντιμαχόμενων και αντιρροπούμενων δυνάμεων και παραγόντων, η τριπλή δομή σε υπο-εθνικό/ διεθνικό/ υπερεθνικό επίπεδο όπου αρθρώνονται οι εξελίξεις, όλα αυτά δημιουργούν μια συνθετότητα εντελώς πρωτότυπη ιστορικά που καθιστά οποιαδήποτε πρόβλεψη εξαιρετικά παρακινδυνευμένη.

Η Ελλάδα, η Αθήνα ως εσωτερικό όριο
Στο παρόν βιβλίο κυριαρχεί η ανάλυση της ΕΕ υπό το φως της εξέλιξης της ελληνικής κρίσης. Ο γάλλος στοχαστής επισκέφτηκε αρκετές φορές την Ελλάδα, κατά τη διάρκεια των ετών αυτών, για ομιλίες, διαλέξεις, συζητήσεις. Ο Μπαλιμπάρ δεν είναι ένας φιλόσοφος που είχε επιδείξει κάποιον ακτιβισμό στα χρόνια του αλτερμοντιαλιστικού κινήματος, δεν έτρεχε στους τόπους της αντιπαγκοσμιοποίησης όπου έδιναν ραντεβού τα κινήματα, όπως έκαναν για παράδειγμα ο Βαλερστάιν, ο Σαμίρ Αμίν κ.ά. Το κάνει όμως τώρα με αφορμή την κρίση της Ευρώπης, επισκεπτόμενος συχνά το Βερολίνο και την Αθήνα. Ευρωπαιοκεντρικός; Ίσως.
Ειδικά η Αθήνα συνιστά το εσωτερικό όριο-εμπόδιο της ενοποίησης και συγχρόνως το εξωτερικό σύνορο της ευρωπαϊκής επικράτειας, ένας ρόλος τόσο μικρός και τόσο μεγάλος,  μια αντιφατική δομή στην οποία παίζονται πολλά. Η Ελλάδα με τα κινήματα, τις αντιστάσεις, μετέπειτα το κυβερνητικό εγχείρημα «εξέγερσης» και «συνθηκολόγησης» αλλά και το σημείο διέλευσης στην προσφυγική κρίση, επέδειξε μια ανέλπιστη ανανέωση της αλληλεγγύης και του δεσμού. Υπ’ αυτή την έννοια, η Ελλάδα αποτελεί το εσωτερικό σύνορο-όριο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όπου διακυβεύεται η ανανέωση των αρχών και των θεμελίων.
 Ο συμβολισμός αυτός έχει ιδιαίτερη σημασία για μας τους Έλληνες. Και άλλοι θεωρητικοί και στοχαστές με μεγάλη επίδραση ασχολήθηκαν με την Ελλάδα ως επίκεντρο της ευρωπαϊκής κρίσης, όπως ο Χάμπερμας, ο Ούλριχ Μπεκ κ.ά. Αυτό δεν σχετίζεται, βεβαίως, με κάποιο φιλελληνισμό περί της Ελλάδας ως κοιτίδας του ευρωπαϊκού πολιτισμού και της δημοκρατίας. Έχει να κάνει με το παρόν και τον τόπο όπου συμπυκνώθηκαν ιστορικά οι αντιφάσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αλλά στην περίπτωση του Μπαλιμπάρ, πέραν της συμπάθειας και των ιδιαίτερων δεσμών που διατηρεί με το ελληνικό αριστερό και ευρωπαΐστικό κίνημα, σημαντικό ρόλο παίζει η ιδιαίτερη αντίληψή του για τη συγκρότηση μιας ολοκλήρωσης, και συγκεκριμένα της ευρωπαϊκής.
 Ο Μπαλιμπάρ ανήκει σε εκείνους τους αριστερούς ριζοσπάστες θεωρητικούς και στοχαστές που τάσσονται υπέρ μιας ευρωπαϊκής, ομοσπονδιακής, μεταεθνικής μορφής. Και μάλιστα αυτή η θέση, αφού διαμορφώθηκε την επαύριον της πτώσης του τείχους, έκτοτε όχι μόνο δεν έχει εγκαταλειφθεί, όπως θα περίμενε κανείς με βάση την προϊούσα απίσχναση της Ευρώπης ως διαδικασίας και ως ιδεώδους, αλλά ολοένα και περισσότερο εκλεπτύνεται και αναπτύσσεται σε βάθος. Είναι το τέταρτο βιβλίο του για την Ευρώπη, από την περίοδο των συζητήσεων για το ευρωσύνταγμα το 2005.  Για την Ευρώπη τότε ο Μπαλιμπάρ επεφύλασσε τον ρόλο της «ήπιας ισχύος» σε περιβάλλον παγκοσμιοποίησης και σύμφωνα με την δική του ορολογία, τον ρόλο του «εξαφανιζόμενου μεσολαβητή». Αλλά σε τι οφείλεται αυτή η παράδοξη πορεία εντατικότερης ενασχόλησης με ένα θεσμό η κρίση του οποίου ολοένα και βαθαίνει; Οφείλεται στην πεποίθηση του φιλοσόφου ότι η διαδικασία της ολοκλήρωσης είναι ανεπίστρεπτη/ μη αναστρέψιμη.

Η αναθεμελίωση της Ευρώπης
Το πολύπλοκο επιχείρημα του Μπαλιμπάρ χρήζει κάποιας αποκωδικοποίησης. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση βρίσκεται σε μια κρίση διαλυτική που την οδηγεί σε ένα τέλος. Ωστόσο το τέλος αυτό δεν είναι ένα οριστικό τέλος, μια πλήρης διάλυση και απλή τελική καταστροφή. Ένα τέλος με την ανοικτή σημασία περιέχει και τη δυνατότητα για μια επανέναρξη της διαδικασίας.
Υπ’ αυτή την έννοια, αποτελεί ακριβώς και την στιγμή για μια αναθεμελίωση της διαδικασίας της ολοκλήρωσης. Μια αναθεμελίωση δεν είναι μια επανίδρυση από την αρχή, ως να μη συνέβη τίποτε. Ο μετασχηματισμός των ιδρυτικών αρχών-θεμελίων πρέπει να γίνει με μια αναδρομή = κίνηση «εξόδου προς τα μέσα», κυρίως προς τα εσωτερικά όρια της δομής, αφού υπό μια ορισμένη έννοια «δεν υπάρχει ένα έξω» για να αποδημήσει κανείς. Προς τον σκοπό αυτό, όσο και δυσοίωνα να είναι τα πράγματα, πρέπει να ενεργοποιηθούν πολιτικοί και κοινωνικοί παράγοντες και κυρίως η δράση των εσωτερικά αποκλεισμένων, δηλαδή των παντός είδους Άλλων. Στη Μεσοβασιλεία που ζούμε, λείπει μια ιδέα-οδηγός η οποία, ωστόσο, μπορεί να προκύψει μόνο ως αποτέλεσμα επινόησης εκ μέρους της πολιτικής, ακόμη και αν αυτή λάβει το χαρακτήρα μιας επανάστασης, μη βίαιης αλλά θεσμικής. 
Είναι αρκετά αυτά; Ειδικά σε μια φάση όπου ανέρχονται οι δυνάμεις του ακροδεξιού λαικισμού; Πώς μπορούμε να θέσουμε το ζήτημα της δημοκρατίας με επαναστατικό τρόπο, χωρίς να διακινδυνεύσει η υπόσταση του κοινού χώρου; Με αυτή την έννοια, φαίνεται ότι η θέση του Μπαλιμπάρ δεν είναι και τόσο πειστική. Ευλόγως μπορεί να εγερθούν ενστάσεις, αν λάβει κανείς υπόψιν τις εξελίξεις προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ωστόσο, το ανεπίστρεπτο της διαδικασίας δεν αποτελεί μια αφελή, οπτιμιστική, πολιτική πεποίθηση του φιλοσόφου· αντιθέτως έχει ως αφετηρία μια επιστημολογική αρχή και ως επέκτασή της μια ανθρωπολογική θέση.
Η επιστημολογική θέση της αναθεμελίωσης προβλέπει ότι μια τομή, με την οποία ιδρύεται ένας θεσμός,  είναι μη αναστρέψιμη/ανεπίστρεπτη, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορεί να επιστρέψει πίσω από εκεί που ξεκίνησε. Μπορεί όμως αυτή ως διαδικασία να επανέλθει με μια αναδρομή στις αρχικά απόλυτες αρχές, ώστε να τις εμβαθύνει χωρίς, ωστόσο, να κλείνει το χάσμα που άνοιξε η αρχική τομή. Η αναδρομή δεν σημαίνει συντηρητική επιστροφή στο χρονικό πριν αλλά στο βάθος του χρόνου. Πρόκειται αφενός για μια ολοκλήρωση που συμπεριλαμβάνει ό,τι έμεινε απέξω, αφετέρου δε για μια επανέναρξη συγχρόνως.
Υπάρχουν, βεβαίως, άλλες αρκετά διαδεδομένες προσεγγίσεις που υποστηρίζουν το μη αναστρέψιμο της νεωτερικότητας και της  παγκοσμιοποίησης, όπως εκείνες που στηρίζονται στο βεμπεριανό μοντέλο της τομής ανάμεσα σε παράδοση/νεωτερικότητα, εκείνες της ορθολογικής επικοινωνίας(Habermas) ή της συστημικής θεωρίας. Συχνά στο παρόν βιβλίο ο Μπαλιμπάρ αναφέρεται στη διαφορά του με τον Habermas στον οποίο καταλογίζει μια απλή έννοια της επανίδρυσης.

Μέσα και εναντίον
  Μια δεύτερη ομάδα θέσεων του Μπαλιμπάρ, από κοινού με την μη αντιστρεψιμότητα, σχετίζεται με το πρόβλημα του «έσω/έξω» μιας ολοκλήρωσης, σταυρικό ζήτημα διαλόγου, που συχνά γίνεται πεδίο έντονων αντιπαραθέσεων, με δίκες προθέσεων και ηθικολογικούς στιγματισμούς των απόψεων.
 Οι δυνάμεις της εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ επικαλούνται ισχυρά επιχειρήματα όσον αφορά τα αδιέξοδα που εγείρονται εντός της ένωσης, καθώς εντείνονται τα προβλήματα της δημοκρατίας, της επιβολής από τα πάνω, της αδυσώπητης λιτότητας, βιοπολιτικής εξουσίας και παραγωγής του «υπό-χρεου ανθρώπου». Ωστόσο, δεν έτυχαν ευνοϊκότερης πορείας μέχρι στιγμής, για έναν πολύ σημαντικό λόγο.  Δεν αντιλαμβάνονται πόσο δύσκολες συνθήκες παράγει ο συντονισμός δυο διαλεκτικών διαδικασιών: όταν στο δίλημμα του έσω/έξω επικάθεται μια διαλεκτική του όχι/ναι . Με απλούστερα λόγια, οι δυνάμεις αυτές αντιλαμβάνονται απόλυτα την αντίσταση ως εξωτερική και μόνο, ταυτίζουν το όχι με το «έξω από την Ευρώπη» λες και είναι συνώνυμα. Απαλείφουν τους άλλους λογικούς συνδυασμούς των τεσσάρων όρων και κυρίως εκείνον με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον: τον συνδυασμό «μέσα και ενάντια» (dentro e contro, σύμφωνα με την παράδοση του ιταλικού εργατισμού).
Από τις ανωτέρω δύο θέσεις συνάγονται πρακτικά ορισμένες πολιτικές κατευθύνσεις: οι δυνάμεις της δημοκρατίας και της χειραφέτησης επιδιώκουν τη δημιουργία «χώρων» επικοινωνίας μεταξύ ατόμων, πολιτών και λαών. Ερχόμενες αναγκαία σε διάδραση, θα μπορούν να προσδιορίζουν έμπρακτα μια οριακή σχέση, «τόσο κοντά, τόσο μακριά», με το κράτος και τους ευρωπαϊκούς  θεσμούς. Με άλλα λόγια,  μια σχέση «μέσα και έξω» από τον κάθε φορά χώρο ή θεσμό αναφοράς. Περιγράφεται στρατηγικά μια διπλή και αμφίσημη κίνηση, με την οποία εισχωρούμε για να απομακρυνθούμε – και το αντίστροφο. Η περιγραφή αυτή αποδίδει πολύ καλά την έννοια του εσωτερικού ορίου.

Το υπόλειμμα της μπλοκαρισμένης ενοποίησης
Τι ακριβώς βρίσκεται στο εσωτερικό όριο, ποια αθέατη οντότητα είναι αυτή που κρίνει καθοριστικά τη συγκρότηση του όλου; Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες (επίσης οι άνεργοι χωρίς δικαιώματα) που δεν αθροίζονται στο όλον ως πολίτες κάποιου κράτους-μέλους, αποτελούν ένα «υπόλειμμα» που κυκλοφορεί ανάμεσα στα κράτη-έθνη και το οποίο θέτει, από την ύπαρξή του και μόνο, το αίτημα της θεσμικής αναγνώρισης. Το είδος θεσμού στον οποίο το «υπόλειμμα» αυτό μπορεί να αναγνωρίζεται, είναι εκείνο που θα το συμπεριλαμβάνει χωρίς να αποτελεί επανάληψη του θεσμικού μοντέλου των συστατικών κρατών, δηλαδή μια επανάληψη του ιδίου. Η δι-εθνική ένωση (trans-national) ομοσπονδιακού τύπου προσφέρει τη λύση αυτή.
Μήπως, άραγε, το αθέατο «υπόλοιπο», το μη παραστάσιμο που μένει να αναγνωριστεί ώστε να αλλάξει ο τρόπος της πολιτικής σχέσης και εκπροσώπησης, να αλλάξουν δομικά οι θεσμοί, δεν είναι τόσο «κρίσιμο κατώφλι» απέναντι στις ωμές δυνάμεις της βίας που απελευθερώνει η ιστορία; Ακόμη και στην Ελλάδα, στο καλύτερο momentum, με την αλληλεγγύη που επιδείχτηκε μέσα σε συνθήκες χρέους, με αριστερή διακυβέρνηση και στην κληρονομιά των κινημάτων της τελευταίας δεκαπενταετίας, ακόμη και εδώ το «υπόλοιπο» των προσφύγων που παρέχει άφθονη σημασία στη δομή και στους θεσμούς δεν εντάχθηκε σε αυτούς ώστε να τους αλλάξει. Ως εάν τα hotspots να αποτελούν την εικόνα της παρούσης πολιτικής συνθήκης του «αποκλεισμένου εντός». Σύμφωνα με την συνθήκη αυτή, το «υπόλοιπο» παραμένει απομονωμένο, εκτοπισμένο στα «στρατόπεδα», χωρίς την δυνατότητα να πάει μπροστά ούτε πίσω, παρά τις προσπάθειες για ένταξη τουλάχιστον των παιδιών στα σχολεία – και κει ακόμη σε ξεχωριστές απογευματινές ζώνες. Ευλόγως εγείρονται εδώ οι ενστάσεις και οι προβληματισμοί πάνω σε αυτή τη «λεπτή διαφορά».

Μετεωρισμοί πριν τη διάλυση;
Το τρίτο είδος του επιχειρήματος έχει πολιτισμική και ανθρωπολογική χροιά. Η κρίση της νεωτερικότητας οφείλεται στην ολοκλήρωση και κρίση του κοσμοπολιτικού ιδεώδους  του ελεύθερου και αυτόνομου ανθρώπου, που μέσω του Λόγου οδηγείται στην πρόοδο και στην ενωμένη ανθρωπότητα, της δημοκρατίας και της ανεκτικότητας. Ζούμε σε μια παράδοξη συνθήκη, την οποία ο Μπαλιμπάρ αποκαλεί «πραγματική καθολικότητα», η οποία δεν σημαίνει πια την προοδευτική εξέλιξη. Και αυτό, πράγματι, συμβαίνει εφόσον αυξάνονται οι αποκλεισμοί μέσα σε συνθήκες γενικευμένης επικοινωνίας (παγκοσμιοποίησης). Η ολοκλήρωση ως αλληλεξάρτηση έχει ήδη συμβεί, αποτελεί ήδη ένα μείζον γεγονός, ανεπανάληπτο και αμετάκλητο, αλλά όχι όπως αναμένονταν. Όλοι επικοινωνούν με όλους, λόγω τεχνολογίας, μετακινήσεων και ροών των ανθρώπων· εντούτοις, η ανθρωπότητα είναι αμετάκλητα διηρημένη λόγω των ανισοτήτων και των αποκλεισμών που διαιωνίζονται, ειδικά στις μέρες μας. Το σημείο είναι κατάλληλο για να διακρίνουμε τη διαφοροποίηση από τη χαμπερμασιανή προσέγγιση του ανολοκλήρωτου ακόμη κοσμοπολιτισμού: η εντατική αλληλεξάρτηση επιτελείται όχι στη βάση μιας ενιαίας και μοναδικής αρχής (ορθολογική επικοινωνία), αλλά μιας σύνθετης και αντιφατικής αρχής (επικοινωνία μέσω λόγου αλλά και παθών). Ως αποτέλεσμα αυτής, δύο, πλέον, τάσεις εναλλάσσονται διαρκώς ως οι αμοιβαία καθοριστικοί παράγοντες, ανάλογα με τη συγκυρία. Ο κόσμος αλλάζει αλλά με διαφορετικό τρόπο από ό,τι αναμένονταν βάσει του γραμμικού μοντέλου.
Το ιδεώδες της «συμπερίληψης των διαφορών, με αξιοπρέπεια, δικαιώματα και πρόοδο», δέχεται αλλεπάλληλα πλήγματα: το σημαντικότερο πλήγμα επήλθε από τη διαχείριση των προσφυγικών κυμάτων με κλείσιμο των συνόρων και ύψωση τειχών, παρά από την πρωτοφανή επίσης ωμότητα στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης. Ευθεία βολή στην εγγενώς ιστορικά και θεσμικά εύθραυστη ολοκλήρωση. Η σκληρότητα, η ωμότητα που επέδειξαν όχι μόνο οι ιθύνοντες αλλά και «λαοί της Ευρώπης», αποκάλυψε την αδυναμία διαχείρισης  της κρίσης, και η αδυναμία αυτή οδηγεί στη βία. Η Ευρώπη φαίνεται πιο μικρή: προηγουμένως ικανοποιούσε τις προσδοκίες των διαμενόντων στα εδάφη της αλλά και όσων κινούνταν προς τα εκεί, τώρα πλέον όχι. Δεν βλέπεις από μέσα της τον άπειρο ορίζοντα αλλά το πεπερασμένο και ασφυκτικά κλειστό εσωτερικό. Είναι προφανές ότι υπάρχουν αναλογίες με την κατάρρευση του ιδεώδους και του κράτους στην Σοβιετική Ένωση καθ’ οδόν προς το 1989.
Το ερώτημα αναδύεται: χωρίς να προεξοφλείται η επανάληψη της ιστορίας, ποια είναι τα «πάθη» που κινούν προς τη σκοτεινή «αλλαγή του κόσμου»; Τα κινήματα του 2011, με τις πλατείες, τα occupy, οι διεκδικήσεις των λαϊκών μαζών και των κινημάτων, σε ευρωπαϊκό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, είχαν προσφέρει νέα αμεσοδημοκρατικά στοιχεία πολιτικής. Από την άλλη, όμως, τίθεται το θέμα της αναποτελεσματικότητάς τους, όταν βλέπουμε σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης να κυριαρχούν αυταρχικές δυνάμεις και μηχανισμοί, μια μετατόπιση ισχύος που ο Μπαλιμπάρ εδώ προσφυώς αποκαλεί «επανάσταση από τα πάνω», δηλαδή ενοποίηση α λα Μπίσμαρκ και Καβούρ.
Είμαστε μάρτυρες όμως και μιας «από τα κάτω» εξέγερσης, πλέον. Το ανωτέρω παράδοξο «παγκοσμιοποίησης χωρίς (καθολικές) αξίες» οδηγεί τα άτομα και τις ομάδες στη  «σαγήνη της ισχύος», στο αίσθημα μιας «παντοδυναμίας του αδυνάμου» λόγω της απειλής κατάρρευσης του Κράτους και, τέλος, στη βία και στον πόλεμο. Οι αντιφατικές διαδικασίες και καταστάσεις «διπλού δεσμού», όπως αυτή εδώ, περιγράφουν τη συνεχή αιώρηση ανάμεσα στο «ούτε…ούτε», τον μετεωρισμό ανάμεσα σε δύο άκρα χωρίς καμιά ισορροπία. Τα άτομα, οι ομάδες και τα πλήθη είναι εγκλωβισμένα σε μια συνεχή μετάβαση, ικανά για το «καλό» και για το «κακό». Μια συνθήκη που ευνοεί την «αναστροφή των παθών» από χαρούμενα σε θλιβερά, σύμφωνα με το σπινοζικό μάθημα και που τροφοδοτεί ακόμη χειρότερα τις ποικίλες παραστάσεις του τέλους ως Αρμαγεδώνα, εντείνοντας τον «πόλεμο των πολιτισμών»  με την επιστροφή της σωτηρίας των θρησκειών.

Έξοδος στην κοσμο-πολιτική
Αν, λοιπόν, διαπιστώνουμε, με κάποια διάθεση απολογισμού και όχι «απόλυτου τέλους», ότι η συμπερίληψη δεν κατέστη εφικτή και η ολοκλήρωση μπλοκαρίστηκε εσωτερικά, τότε η μόνη επιλογή που απομένει δεν είναι η από-σταση από τους θεσμούς της ενοποίησης αλλά η επανά-σταση μέσα σε αυτούς. Απαιτούνται λελογισμένες ρήξεις στα σημεία εντός του κράτους, ώστε να δημιουργηθούν χώροι από την απώθηση του «βαθέος κράτους». Δεν πρόκειται για μια συνολική ανατροπή του ευρωπαϊκού status quo αλλά για κλονισμούς μεσαίας ισχύος. Η πολιτική ως κοσμο-πολιτική είναι οι δημόσιες δράσεις με τις οποίες εγκαθιστούμε και αναγνωρίζουμε έναν ξένο εξωτερικό παράγοντα στο εσωτερικό κάθε κράτους. Όχι με τη δημιουργία μιας παγκόσμιας έννομης τάξης ή μια υπερεθνικής αρχής, αλλά με τη συνύπαρξη σε κοινό κόσμο με εκείνους που δεν είναι του ίδιου κόσμου με μας.
Δεύτερον, η πολιτική ασκείται στο δι-εθνικό (και όχι ακριβώς το διεθνές ή το διεθνιστικό) σε αυτό τον ενδιάμεσο χώρο όπου υπάρχει και δρα επίσης το κεφάλαιο. Εκεί δρουν οι δυνάμεις της δημοκρατίας και της «ελευθερίας μαζί με τους άλλους», εκεί είναι οι δημόσιοι χώροι και κοινά που έχουμε καθήκον να υπερασπιζόμαστε, εκεί αναπτύσσονται οι σκέψεις και οι δράσεις των μαζών, του πλήθους, των πολιτών, και ιδρύουν  θεσμούς. Το δι-εθνικό, αποτελεί τη βαθμίδα διεκδίκησης του κομμουνισμού. Το «ανάμεσα» είναι κίνηση «μέσα- έξω» και όχι ο εσωτερικός αποκλεισμός (hot-spot).
Η επανεκκίνηση της  ολοκλήρωσης προσφέρει την «μετα-σταθερή ισορροπία», αντί του υστερικού μετεωρισμού και της διάλυσης, ισορροπία μεταξύ του βαθέος έσω και του έξω, μεταξύ της «ψυχής» και ενός κοινού «Ιδεώδους Εγώ», μεταξύ του νόμου και του θεσμού, προσφέρει  τη δημοκρατία. Ίσως  η «παντοδυναμία» που επιδείχτηκε από το ευρωπαϊκό Κράτος και τις ελίτ να υποκρύπτει μια αδυναμία. Γι αυτό, απαιτείται μια πολιτική ενδυνάμωσης «από τα κάτω», μια ακόμα προσπάθεια, ευρωπαίοι πολίτες, πάνω σε μια «λεπτή διαφορά».

Ο Μιχάλης Μπαρτσίδης διδάσκει Φιλοσοφία στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου